Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Τα πέτρινα χρόνια του ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ) 1912-1918

«Η παραλία & ο Φάρος Βουλγαρική έκδοση 1913.»

Λίγο μετά την έναρξη του Α Βαλκανικού Πολέμου η Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδεαγατς) καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους. Είναι γνωστή η σφαγή πολλών Μουσουλμάνων κατοίκων του από τους Κομιτατζήδες κατά την είσοδο τους τον Οκτώβριο του 1912 και την διάσωση αρκετών από αυτούς από τον τότε Μητροπολίτη Αίνου και Δεδεαγατς Ιωακείμ. Μετά την πρώτη χαρά για τους Έλληνες κατοίκους εξαιτίας της απελευθέρωσης της πόλης τους από τον Οθωμανικό ζυγό ήρθαν και τα πρώτα σύννεφα, που κατέληξαν σε καταιγίδα: διώξεις, εκτοπίσεις, δολοφονίες κλπ. Διαβάζουμε στην Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ της 20-7-1913(π.ημ.):

«Αποκεκλεισμένοι παντελώς πρό μηνός, εγκεκλεισμένοι διαταγή των Βουλγάρων είς τας οικίας μας, εστερημένοι του Μητροπολίτου μας όν είχον φυλακίσει, εξηρχόμεθα μόνον οσάκις οδηγούμενοι παρα των στρατιωτών Βουλγάρων είς τον περίβολον της Μητροπόλεως, ως πρόβατα επί σφαγήν, ενεκλειόμεθα εκεί όπως υποστώμεν τας ληστρικάς αυτών επιθέσεις. ‘Οσοι επλήρωναν αφίνοντο προσωρινώς ελεύθεροι, οι άλλο εφυλακίζοντο. Ούτως ολίγας ημέρας πρό της εκκενώσεως συνέλεξαν παρά των πτωχών κατοίκων περί τας 1000 λίρας. Αλλά το χείριστον πάντων είναι, ότι, οι μέχρι της χθές εκθειαζόμενοι και θαυμαζόμενοι υπό της Ευρώπης επί πολιτισμώ Βούλγαροι στρατιώται λαμβάνοντες το παράδειγμα από τους αξιωματικούς των προέβησαν εις βιασμούς κατά κορασίδων, ιδίως Μουσουλμανίδων, από ηλικίας επτά ετών και άνω. Ταύτα πάντα γνωρίζουσι καταλεπτώς οι Πρόξενοι οίτινες, ως πληροφορούμεθα, τα εξέθηκαν εις τους αξιωματικούς του στόλου. Εκ Δεδεαγατς παρέλαβεν 240 προκρίτους Ελληνας και 90 εκ Μάκρης όπου και μεταξύ άλλων έσφαξαν τον Θ. Παναγιώτου και Αντώνιο Αποστόλου εβδομηκοντούτην γέροντα, αφού προυγουμένως είδε φρικώδη όργια εις βάρος των μελών της οικογενείας του. Πάντα τα πλοιάρια πρό πολλού είχον εγκλείσει εν τω λιμενίσκω φράξαντες το στόμιον αυτού, τα δε επί της ακτής άλλα επυρπόλησαν και άλλα ετρύπησαν»

«Βούλγαροι στρατιώτες στο λιμάνι 1915.»

Μεσολάβησε ως ένα ευχάριστο διάλειμμα η απελευθέρωση της πόλης από τον Ελληνικό στόλο τον Ιούλιο του 1913 κατά τη διάρκεια του Β Βαλκανικού Πολέμου, ο οποίος τερματίστηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου (π.ημερ) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913, σύμφωνα με την οποία το Δεδεαγατς παραχωρήθηκε στην Βουλγαρία.

Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 12-8-1913(π.ημ.):

«Ο εν Δεδεαγατς Έλλην Μητροπολίτης προσκαλέσας τους Έλληνας και Μουσουλμάνους της πόλεως ταύτης συνέστησεν αυτοίς όπως εγκαταλείψουν την πόλιν ειπών ότι την Παρασκευήν έρχονται οι Βούλγαροι και ότι ούτος την Πέμπτην θα εγκαταλείψη το Δεδεαγάτς. Ο Μητροπολίτης προσεκάλεσεν εις Δεδεαγάτς τον ενταύθα αρχιερατικόν Επίτροπον.»

Οι Έλληνες Δεδεαγατσιανοί άκουσαν τον Δεσπότη τους και εγκατέλειψαν οι περισσότεροι τις εστίες τους. Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 9-8-1913(π.ημ.)

«Δια του εκ Δεδεαγάτς καταπλεύσαντος χθές εις τον λιμένα Πειραιώς ατμοπλοίου «Πέλοψ» ήλθον 80 περίπου οικογένειαι εκ 400 περίπου ατόμων. Μετά των προσφύγων αφίκετο και ο επίσκοπος Αίνου κ. Ιωακείμ. Ο «Πέλοψ» μεθωρμίσθη εις το Λοιμοκαθαρτήριον του Αγ. Γεωργίου δια την τυπικήν κάθαρσιν.»

«Διωγμένοι Έλληνες στο λιμάνι εν αναμονή αναχώρησης.»

Επίσης διαβάζουμε πάλι στη ίδια εφημερίδα (ΕΜΠΡΟΣ 14-8-1913):

«ΟΙ ΕΝ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ ΠΡΟΞΕΝΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΕΣ

Κατά χθεσινάς τηλεγραφικάς πληροφορίας, οι εν Δεδεαγατς Πρόξενοι της Γερμανίας, Ιταλίας, Αυστροουγγαρίας απηύθυναν δια των εν Θεσσαλονίκη συναδέλφων των προς τα εν Κων/πολει Γενικά Προξενεία των ως άνω Δυνάμεων το κάτωθι τηλεγράφημα. «Επιβεβαιούμεν το από 6/19 Αυγούστου τηλεγράφημα μας, καθ’ο ο ενταύθα Ελληνικός Στρατός και αι ναυτικαί αρχαί έλαβον εντολήν όπως εκκενώσωσιν οριστικώς την πόλιν την εσπέραν της Πέμπτης 15/28 Αυγούστου. Η πόλις είνε σχεδόν έρημος παραμειναντων εν αυτή ελαχίστων μόνον κατοίκων και τινών ξένων υπαλλήλων. Κατά συνέπειαν οι υπήκοοι μας θέλουσιν ευρεθή άμα τη αποχωρήσει του Ελληνικού στρατού εις την διάθεσιν των κομιτατζήδων και των βασιβουζούκων. Κρίνομεν άξιον ιδιαιτέρας μνείας το γεγονός ότι λεηλασίαι έλαβον ήδη χώραν εις Ξάνθην και Γκιουμουλτζίναν, όπου δεν υπάρχει τακτικός Βουλγαρικός στρατός. Υπό τοιαύτας συνθήκας επικαλούμεθα επειγόντως την υμετέραν συνδρομήν προς προστασιαν των υπηκόων μας από της 15 Αυγούστου, ότε θέλουν αποχωρήσει τα Ελληνικά στρατεύματα»

Με την κατάληψη του Δεδέαγατς οι Βούλγαροι εστράφησαν κατά παντός Ελληνικού. Διέρρηξαν τις κλειστές οικίες των φυγάδων Ελλήνων και εγκαταστάθηκαν σε αυτές. Στις ωραιότερες οικίες που ήταν πλούσια επιπλωμένες εγκαθίσταντο ανώτεροι αξιωματικοί και πολιτικοί υπάλληλοι. Στο μεταξύ έσπευδαν να γυμνώσουν αυτές, αποστέλλοντας στην Σόφια βαγόνια επίπλων και κλειδοκυμβάλων, τα τελευταία μάλιστα προξενούσαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση και κατάπληξη ταυτόχρονα. «Όσα πιάνα, έλεγαν, εύρομεν εις Δεδέαγατς, δεν ύπήρχον εις ολην τήν Σόφιαν».

Την 24ην Οκτωβρίου κατέλαβαν οι Βούλγαροι τα ελληνικά σχολεία και το μητροπολιτικό μέγαρο, εκδιώξαντες τον Ελληνα Αρχιερατικό Επίτροπο που κατέφυγε στην Αίνο. Την 26ην οι Έλληνες που μετέβησαν να εκκλησιασθούν στο ναό του Αγιου Νικολάου βρήκαν Βουλγάρους λογχοφόρους οι οποίοι τους έδιωξαν. Αυθημερόν κατελήφθη και το Κατάστημα του Συλλόγου «Ορφεύς».

Ας δούμε πως περιγράφει τα γεγονότα η Εκκλησιαστική Αλήθεια στο φύλλο της 7ης Δεκεμβρίου 1913:

«Ο στρατός εισήλθε τη 16η Οκτωβρίου. Η διαρπαγή κοινοτικής τε και ιδιωτικής περιουσίας από της ημέρας εκείνης ήρξατο, η δε κήρυξις του στρατιωτικού νόμου, χωρίς τινος ανάγκης αυτοσχεδιασθείσα, συνετέλεσεν εις την ησυχωτέραν και μάλλον ανενόχλητον διεξαγωγήν των αρπαγών και βιασμών, γινομένων-κατά την κοινήν φρασεολογίαν- εν ονόματι του νόμου και του βασιλέως. Ούτω και τα τυραννικά μέτρα του περικλεισμού των κατοίκων εντός των οικιών επί τη δύσει του ηλίου, του κλεισίματος των καταστημάτων, της απαγορεύσεως πάσης επικοινωνίας και συναθροίσεως των Ελλήνων εν ταις οδοίς, εδικαιολογήθησαν δήθεν. Εν τούτοις αδικαιολόγητοι μένουσιν υπό οιουδήποτε νόμου, εκτός αν είναι βουλγαρικός στρατιωτικός η παρακώλυσις της εις το Δεδέαγατς επιστροφής των κατοίκων-Ελλήνων, διότι χάριν αυτών ο νόμος εκηρύχθη-η παρακώλυσις της αποστολής -υπό Ελλήνων- οιωνδήποτε ουν αντικειμένων έξω της πόλεως, η αυθαίρετος και παρά τον νόμος-και βουλγαρικός στρατιωτικός αν είναι- κατάληψις των κτημάτων απόντων Ελλήνων και η κατοχή πολλών ελληνικών οικιών, ως οι κάτοικοι διαμένουσιν εν τη πόλει. Ουδείς δε ποτε νόμος, καν τε βουλγαρικός είναι στρατιωτικός καν τε βαρβαρικός, δικαιολογεί τας εις την ύπαιθρον χώραν γενομένας κακοηθείας και τα κοινά κακουργήματα. Στίφη κομιτατζήδων και ορδαί δήθεν τακτικού στρατού κατέκαυσαν ερημώσασαι τουρκικούς συνοικισμούς, τους οποίους και ούτως ή άλλως, κρυφά και φανερώς ηραίωσαν εις τοιούτον βαθμόν και μετά τοσαύτης απηνείας, ώστε να καταφύγωσιν εις Αίνον αφηγούμενοι τας κακώσεις των ομοθρήσκων και οι ολιγάριθμοι μωαμεθανοί του Δεδέαγατς, ους επιδεικτικώς και προς το θεαθήναι θωπεύουσιν οι νέοι κύριοι των. Θύματα βαρβαρικής μανίας τυγχάνουσιν οι δυστυχείς Έλληνες ορθόδοξοι κάτοικοι των ελεεινών χωρίων Καβατζίκι(σημ. Λεικίμη) και Πασμακτζί(σημ.Τριφύλι), κλεπτόμενοι, δερόμενοι, βασανιζόμενοι, φονευόμενοι, ενώ αθεοφόβως ατιμάζεται το έτερον ήμισυ του πληθυσμού, όστις ιστορικώς και εθνολογικώς και κατά παν δίκαιον ανθρώπινον και θείον έχει δικαίωμα κυριότητος επί της ατυχούς χώρας, την οποίαν οι Βούλγαροι κατέχουσιν σήμερον. Εν Δεδέαγατς, όπου καινουργή, σεμνά μετά μεγαλοπρεπείας υπερηφάνως υπό την τουρκικήν διοίκησιν υψούντο το αρρεναγωγείον, το παρθεναγωγείον, το νηπιαγωγείον, το μητροπολιτικόν οίκημα, ο Σύλλογος, αναντίρρητα τεκμήρια φιλογενείας ελληνικής αγνής και πατρωζούσης ευσεβείας, ετολμήθη και της κοινοτικής ακινήτου περιουσίας η κατοχή και λεηλασία κατά την 26ην Οκτωβρίου, χρησιμοποιουμένων ως ύλης καυσίμου των μαθητικών θρανίων, των διδασκαλικών εδρών, των μαυροπινάκων, εξαλειφομένου τοιουτοτρόπως παντός ίχνους Ελληνισμού, τέως ανθούντος υπό την προστασίαν των συνετών του πορθητού Μωάμεθ διαδόχων. Κατ’αυτήν την ημέραν κατέλαβον οι νέοι κύριοι της Δυτικής Θράκης και τον ιερόν των ορθοδόξων Ελλήνων ναόν δια της λόγχης εξήγαγον εξ αυτού ιερουργούντα τον αρχιερατικόν επίτροπον του μητροπολίτου κυκλώσαντες πρότερον δια λόγχων τον περίβολον και απαγορεύσαντες την είσοδον των χριστιανών εις τον ναόν κατά την εορτήν του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός έκτοτε διατελεί υπό φρουράν, θέλομεν αναγγείλει δε την θλιβεράν αυτού τύχην. Καταδιώκεται δε και ο Μητροπολίτης ουχί μόνον υπό των εν Σόφια βουλγαρικών εφημερίων, αλλά και υπό των Βουλγάρων Δεδέαγατς, θεωρούντων και κηρυττόντων αυτόν σφαγέα τετράκισχιλίων δήθεν Βουλγάρων. Ακολουθεί επιστολή του Μητροπολίτου Αίνου, ήτις αναγγέλουσα την αποσφράγισιν και παράδοσιν του ναού εις βούλγαρον ιερέα επάγεται : «Αδυνατώ, παναγιώτατε Δέσποτα, έγραφεν ο Μητροπολίτης Αίνου προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, να περιγράψω την οικτράν θέσιν των ομογενών. Αι οικίαι αυτών κυριολεκτικώς ελεηλατήθησαν, τα καταστήματα διηρπάγησαν, ύβρεις και προπηλακισμοί κατ’αυτών και συστηματικός διωγμός κατά παντός Ελληνικού. Τα καθ’ εκάστην καταγγελλόμενα παρα την αυστηράν λογοκρισίαν και την εξασκουμένην επιτήρησιν, όπως εις ουδεμίαν μετ’εμού, του σφαγέως και αρχισυμμορίτου, ως δημοσία με αποκαλούσιν, επικοινωνίαν έρχωνται οι χριστιανοί μου, φρικώδη την εκεί κατάστασιν εικονίζουσι, προσεχή δε την έξωσιν όλων των Ελλήνων, ων τα κτήματα και τας περιουσίας θα κατάσχωσιν. Από του ανωτέρου αξιωματικού μέχρι του κατωτέρου στρατιώτου η ιδία, ουχί πλέον μόνο ανθελληνική, αλλά απάνθρωπος τηρείται διαγωγή, απίστευτος δε ήθελε φανή η ακριβής πληροφορία, οτ’ αυτός ούτος ο στρατηγός Σαβόφ διελθών και διαμείνας την παρελθούσαν εβδομάδα εις Δεδέαγατς εκάλεσε παρ’αυτώ ιδιαιτέραν εκ των άλλων εθνών επιτροπήν συστήσας και συμβουλεύσας, όπως πιέζωσι, συναγωνίζονται και μη συναλλάττωνται μετά των Ελλήνων, ους εκείνος κυβερνητικώς αποτελεσματικώτερον θα πιέση».

Πλην άλλων αφαίρεσαν το μέγα κρυστάλλινο πολυέλαιο, όπως και τα αρχεία και τις καμπάνες του Αγίου Νικολάου. Καταστροφές επέφεραν και στο Μητροπολιτικό Μέγαρο και στα κοινοτικά σχολεία. Τα άμφια και τα ιερά σκεύη σώθηκαν γιατί απεκρύβησαν. Ο Παπά Σταύρος Κοιμτζόγλου ήταν τον Οκτώβριο του 1913 ο τελευταίος ιερέας του Δεδεαγατς που απελάθηκε χωρίς να του επιτραπει να παραλάβει ούτε τις αποσκευές του.

«Δεδέαγατς 1914 - λιμάνι & παραλία.»

Μεταξύ των 50-60 οικογενειών που έμειναν στο Δεδέαγατς, ελπίζοντας ότι υπό τις νέες περιστάσεις οι Βούλγαροι θα τους σεβασθούν, συγκαταλέγονται και οι εξής οικογένειες προκρίτων εκ των επισημοτέρων:

1) Ίω. και Κων. Φιμερέλλης, μεγαλέμποροι.

2) Χαρίλαος Λεονταρίδης, μεγαλέμπορος.

3) Δ. Κοίδης, δερματέμπορος.

4) Χαρίλ. Παπουτσάκης, κτηματίας και έμπορος.

5) Ίωάν. Κουτσουβέλλης, έμπορος.

6) Ίωάν. Γιαννούσης, έμπορος.

7) Άθανάσ. Πελτέκης, διευθυντής ατμομύλου.

8) Κωνσταν. Κορδέλης, έμπορος.

9) Μιχ. Ασπιώτης, ανώτερος Εμπορικός υπάλληλος.

10) Θησεύς Σαμοθρακιώτης, διευθυντής φορτηγίδων.

11) Χρήστου Ηλίας, εκ των πλουσιωτέρων.

12) Ψαρρόπουλος, ενοικιαστής των θερμών λουτρών Φερών.

13) Κωνστ. Κουρής, έμπορος.

14) Χαράλ. Λαμπουσιάδης, εμπορομεσίτης.

Αλλά η ελπίδα των να παραμείνουν στο Δεδέαγατς διαψεύσθηκε. Οι Βούλγαροι άρχισαν τμηματικά να τους συλλαμβάνουν, να τους φυλακίζουν μέχρι του κατάπλου του πρώτου ατμόπλοιου, με το οποίο του τους απέλαυναν. Έτσι τον κ. Ψαρρόπουλο, καθ' ήν στιγμή μετέβη για να αποχαιρετίσει την κόρη του Καν Κολουζώφ, τον ώθησαν στην λέμβο και τον συναπέστειλαν. Τον κ. Ίωάν. Κουτσουβέλλην που στεκόταν έξωθεν του γραφείου του κ. Βερνάτζα συνέλαβαν και έδωσαν προθεσμία 1/4 ώρας για να αναχωρήσει, τον μπαρκάρισαν δε μόλις εξέπνευσε η διορία. Ό κ. Φιμερέλλης ο οποίος συνελήφθη για να απελαθεί πέτυχε αναστολή, διότι στην οικία του είχε σημαίνοντα Βούλγαρο αξιωματικό. Τέλος, απέλαυναν τους εναπομείναντες Έλληνες ανά δέκα και δέκα πέντε, είτε συλλαμβάνοντάς και φυλακίζοντας αυτούς από το βράδυ, είτε απ’ ευθείας τους οδηγούσαν στο ατμόπλοιο. Μεταξύ τούτων καταλέγεται και ο Χαρίλ. Λεονταρίδης, τον όποιον από τον δρόμο οδήγησαν στο ατμόπλοιο. Οι απελάσεις αυτές ξεκίνησαν δύο μήνες μετά την ανακατάληψη του Δεδέαγατς. Κατά το διάστημα αυτό είχαν κατορθώσει να μείνουν, δωροδοκώντας τον αστυνόμο Μαρή Μπογατσήεφ. Και όλα αυτά γινόταν υπό την επίνευση ενός προσώπου με δύναμη μεγίστη περιβεβλημένου, εμφανισθέντος ως διοικητού και προέδρου της επιτροπής προς εγκατάσταση Βουλγάρων προσφύγων, του Ρόζενταλ, Ίσραηλίτου, έκχριστιανισθέντος και εκβουλγαρισθέντος γαμβρού τού πρωθυπουργού Ραδοσλαβώφ. Ύπό τις οδηγίες αυτού διεξήχθησαν οι απελάσεις και οι καταδιωγμοί των Ελλήνων της Δυτικής Θράκης και η δήμευση των ακινήτων περιουσιών τους. Τέλος, ελάχιστοι των Ελλήνων εναπέμειναν στο Δεδέαγατς, όπως οι Αδελφοί Φιμερέλλη, Κοΐδης, Χρήστου Ηλίας, ή οικογένεια Κολοζώφ, ή χήρα Πασκάλ. Και αυτοί εκδιώχθηκαν ως έξης: Τον Αύγουστο του 1914 έγινε γνωστό ότι το καταπλεύσαν ατμόπλοιο «Μαίιν» της εταιρείας Χατζήνταούτ μετέφερε στην Μυτιλήνη τέσσερις Βουλγάρους κομιτατζήδες. Και ενώ άλλοι των Ελλήνων οδηγήθησαν στο Διοικητήριο ως όμηροι, υπό θανάτου απειλούμενοι, επιτροπή εκ των κ.κ. Κοΐδου, Καμπούρη και τριών Βουλγάρων ανήλθε στο ατμόπλοιο και έπεισε τον πλοίαρχο και ελευθέρωσε τούς κομιτατζήδες. Παρόλα αυτά ξεκίνησε από το επεισόδιο αυτό να εξωτερικεύεται η έχθρα κατά των εναπομεινάντων Ελλήνων. Αυτός ο Ρόζενταλ έλεγε:

«έως τώρα τούς εκράτησα αυτούς τούς Έλληνας, αλλά τώρα με το επεισόδιον θα τούς εκδιώξω. Πρέπει να φύγουν χωρίς άλλο». Έτσι εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι εναπομείναντες Έλληνες και δεν έμεινε κανείς, πλην των μαουνιέρηδων και λεμβούχων, τους οποίους είχαν απόλυτη ανάγκη, αλλά και αυτούς ύστερα αφού τους αντικατέστησαν με Βουλγάρους από τη Βάρνα τους απέλασαν, κατάσχοντας τις φορτηγίδες και τις λέμβους τους. Χαρακτηριστικό του σκοπού της απελάσεως των Ελλήνων είναι το έξης, όπως μας το διασώζει η Μουσιοπούλου: ένας υποδηματοποιός, ο Κώτσος Σεραφειμίδης, είχε ένα σπιτάκι. Καθημερινά ένας Βούλγαρος πρόσφυγας του έλεγε: - «Πρέπει να φύγης». - «Διά ποίον λόγον;» - «Θέλομεν νά φύγης διά να σού πάρωμεν τό σπίτι».

«Έρημη η κεντρική Λ. Δεδέαγατς το 1913.»

Επίσης, εκβιάσθηκαν να αφήσουν τα Ξενοδοχεία Δεδέαγατς, Ρούμελη, Χατζή Μαργαρίτη, οι ιδιοκτήτες αυτών, τα οποία με τα έπιπλα τους κατέλαβαν οι Βούλγαροι. Μετά την απέλαση των Ελλήνων διαρπάζονταν τα έπιπλα των οικιών τους, και αφήνονταν μερικά μόνο ανάξια λόγου, τα οποία πωλούνταν σε δημοπρασίες, που διενεργούνταν σε στενό κύκλο και στις οποίες απαγορευόταν να προσέλθει κάποιος ως πλειοδότης. Έτσι έπιπλα αξίας 50 λιρών επωλήθησαν αντί 2 λιρών. Ένα κιβώτιο με τιμαλφή υαλικά της αίθουσας της κας Πελτέκη πωλήθηκε και αγοράσθηκε από αξιωματικούς αντί 2 λεβίων. Πολλές κυρίες αξιωματικών και υπαλλήλων φορούσαν καπέλα και ενδύματα Ελληνίδων κυριών που είχαν απελαθεί. Ή φωτογραφία της κας Πελτέκη, σε φυσικό μέγεθος, χρησίμευσε για τον στολισμό της αίθουσας του συνταγματάρχη του ιππικού Πετρώφ. Ο υπάλληλος της δημοπρασίας ήταν συνεννοημένος με Βουλγάρους πρόσφυγες από τη Μακεδονία, οι οποίοι από το βράδυ έκλεπταν τα πολυτιμότερα έπιπλα και άφηναν τα χειρότερα για να πωληθούν την επομένη. Ή οικία του ιατρού κ. Λεφάκη κατελήφθη και χρησιμεύει ως Δημαρχείο, του δέ κ. Κορδέλη είναι η διοίκηση του ανυπάρκτου στόλου του Αιγαίου, του οποίου αρχηγός είναι ό Φουρνατζήεφ, αντιπλοίαρχος, που κατοικεί στην οικία αυτή. Ή οικία του κ. Παπουτσάκη κατελήφθη υπό της Εθνικής Βουλγαρικής Τράπεζας. Τέλος, όλα τα ακίνητα των Ελλήνων περιήλθαν στην δικαιοδοσία του εγκατασταθέντος οικονομικού εφόρου. Οι πρόσφυγες από τη Μακεδονία, ιδίως από το Κιλκίς, εγκατεστάθησαν στις ελληνικές οικίες με ενοίκιο και καθένας που κατοικούσε σε ελληνική οικία ή εγκαταστάθηκε σε κατάστημα θεωρούνταν ενοικιαστής του βουλγαρικού δημοσίου. Τα ενοίκια των προσφύγων, αν και ευτελή, δεν εισπράττονταν, επειδή αρνούνταν αυτοί να τα πληρώσουν και ο οικονομικός έφορος, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε, δεν ασκούσε σε αυτούς καμία πίεση. Το τραγικό ήταν ότι ο οικονομικός έφορος, ενώ εισεπράττε ενοίκια οικιών και καταστημάτων εκδιωχθέντων Ελλήνων, ζητούσε από αυτούς τον φόρο οικοδομών.-

«Κομιτατζιδες στα ερείπια της Τραιανούπολης 23-5-1913.»

Το έτος 1915 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό τύπο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ εκ μέρους των επιτροπών Μικρασιατών προσφύγων της Μυτιλήνης το βιβλίο «Οι Διωγμοί των Ελλήνων εν θράκη & Μικρασια», που περιλαμβάνει αυθεντικές εκθέσεις και επίσημα κείμενα και απευθύνει έκκληση προς το Ελληνικό Γένος και την δημόσια Γνώμη του Πολιτισμένου κόσμου ώστε να γίνουν γνωστά τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στην Θράκη και Μικρασία τα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων και του Α παγκόσμιου πολέμου. Διαβάζουμε λοιπόν:

«Κατ' αξιόπιστους πληροφορίας επιστήμονος παραμένοντος έν τη βουλγαρική θράκη παρά τας επισήμους διαβεβαιώσεις, οι Βούλγαροι προέβησαν προ ήμερων, επί τη αφίξει των 1.500 Βουλγάρων εκ θεσσαλονίκης εις Δεδέαγατς, εις νέες καταστροφάς και διαρπαγάς κατά των ολίγων εκεί απομεινάντων Έλλήνων.

Απο τους τελευταίους διωγμούς δεν είχον απομείνη 120-130 το όλον Έλληνες εκ των 4,500- 5,000 χιλ.

Έκτοτε, από της δευτέρας επιδρομής των Βουλγάρων, από του παρελθόντος δηλ. 8)βρίου, εζων με παντοίας στερήσεις και εξευτελισμούς ήμερα τη ήμερα λιγοστεύοντες και αναμένοντες μετ' αγωνίας την άφιξιν του Έλληνος Προξένου και τον οριστικόν διακανονισμόν των περιουσιακών ζητημάτων, όστις θα έθετε προσωρινών τέρμα εις τα βασανιστήρια μέχρι της εκποιήσεως των ακινήτων.

Καθ' όλον δε τούτο το διάστημα της εκεί παραμονής, όχι μόνον δεν τους επιτρέπετο να εργασθώσιν, άλλ' ούτε να ομιλώσιν ελληνιστί, ήσαν δε υποχρεωμένοι να μη κυκλοφορώσιν εις τούς δρόμους από τον φόβον των κομιτατζήδων, οι οποίοι τούς ελήστευον εν πλήρει μεσημβρία.

Μεταξύ αυτών των 130 Ελλήνων υπήρχαν και έμποροι τίνες εκ Δεδέαγατς οι οποίοι ύπεχρεώθησαν νά συνεταιρισθώσι μετά Βουλγάρων άεργων και κακοποιών άνευ καταθέσεως κεφαλαίου, την επαύριον δε του αναγκαστικού τούτου συνεταιρισμού ευρέθησαν έξω του καταστήματος των και εις την επιγραφήν είδον άναγραφόμενον το όνομα του Βουλγάρου συνεταίρου ως ιδιοκτήτου του Εμπορικού καταστήματος των. Είς διατηρών το καλλίτερον και κεντρικώτερον καφενείον του Δεδέαγατς, υπεχρεώθη να βρέχη τα πατώματα με έλαιον δια να μη σηκώνεται δήθεν σκόνη ! Ή αξία του ελαίου εν Δεδέαγατς είναι 3-4 φράγκα ή οκά. "Όλα δ' αυτά και άλλα πολλά παραπλήσια μεθ' υπομονής υφίστανται οι δυστυχείς, απλώς και μόνον διά ν' ασφαλίσωσι μέρος των περιουσιών των.

Δυστυχώς ή νέα άφιξης των τελευταίων 1.500 Βούλγαρο μακεδόνων εξήγειρε τα φυλετικά μίση των εκεί ευρισκομένων άεργων νεοαφιχθέντων, οι οποίοι μετά ροπάλων επετέθησαν εναντίον των και αφού τους εφυλάκισαν και εις πλήθος εξευτελισμών τους υπέβαλαν, τους εξεδίωξαν επί τέλους μετά γυναικών και τέκνων, καθ' ον χρόνον άλλοι εξυπνότεροι τους απεγύμνωσαν των περιουσιών των, μη επιτρέποντες ουδέ και αυτά τα κλινοσκεπάσματα των να συμπαραλάβωσι!»

Αυτό ήταν το τέλος της Ελληνικής Κοινότητας του Δεδεαγατς. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1915 ο Έλληνας Υποπρόξενος στο Δεδεαγατς Αθ. Χαλκιόπουλος πληροφορούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι δεν έμειναν Έλληνες στη περιοχή του. Οι τελευταίοι που είχαν παραμείνει και επειδή ήταν άποροι δεν είχαν που να πάνε με τη συνδρομή του Υποπροξένου εστάλησαν στον Πειραιά. Διαβάζουμε στο φύλλο της 17-4-1915 (π.ημ.) της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ:

«ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ ΕΚ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ. Δια του καταπλεύσαντος χθες εις τον λιμένα Πειραιώς ατμοπλοίου «Αβνη-Χουντά» αφίκοντο εκ Δεδεαγατς 15 ομογενείς άποροι, αποσταλέντες παρά του αυτόθι Έλληνος Προξένου»

Στις 19 Φεβρουαρίου 1915 οι Βούλγαροι γιόρτασαν την επέτειο της απελευθέρωσης της Βουλγαρίας με δοξολογία στο ναό του Αγίου Νικολάου. Υπάρχει μια γερμανική καρτ-ποστάλ που πιθανόν να έχει αποτυπώσει αυτήν την γιορτή, γιατί φαίνονται πολλές βουλγαρικές σημαίες. Μάλιστα αναφέρει ότι ο ναός ήταν της Αγίας του Θεού Μητέρας, δηλαδή της Παναγίας, γιατί πιθανόν έτσι οι Βούλγαροι είχαν μετονομάσει το Μητροπολιτικό Ναό του Δεδέαγατς.

«Γερμανική καρτ-ποστάλ που αναγράφει τον Αγ. Νικόλαο ως ναό της μητέρας του θεού.»

Και ενώ ξεκινάει η εκστρατεία της Καλλίπολης η Βουλγαρία παρά τις προσπάθειες της ΑΝΤΑΝΤ (Entente Cordiale) διστάζει να μπει στο πόλεμο και παραμένει ουδέτερη.

Στο φύλλο της 24ης Απριλίου 1915 της βρετανικής εφημερίδος Daily Mirror διαβάζουμε σε μετάφραση από τα Αγγλικά ότι

«Δυο βρετανικά πολεμικά πλοία εμφανίστηκαν χθές (22 Απριλίου) έξω από το Δεδεαγατς και απέδωσαν τιμές στη βουλγαρική σημαία. Πρόσφυγες από την τουρκική Θράκη που έφθασαν στην Βουλγαρία λένε ότι κυριαρχεί ο πανικός ανάμεσα στους κατοίκους κατά μήκος ολόκληρης της τουρκικής ακτής στο Αιγαίο εξαιτίας του βομβαρδισμού της Αίνου. Αναφέρουν επίσης ότι οι σύμμαχοι έχουν επιβιβάσει καινούργια στρατεύματα στην Αίνο.»

Μάλιστα εκείνο τον καιρό ο Βούλγαρος Βασιλιάς Φερδινάρδος περιόδευσε στη Δυτική Θράκη. Διαβάζουμε σχετικά (σε μετάφραση από τα Αγγλικά):

«Ο ανταποκριτής των «ΚΑΙΡΩΝ» στο Δεδέαγατς αναφέρει ότι ο βασιλιάς Φερδινάνδος έχει χορηγήσει αμνηστία σε όλους τους αξιωματικούς που έχουν καταδικαστεί μετά τους Βαλκανικούς πολέμους.

Η ΑΜ προσέγγισε με τους πρίγκιπες Βόρις και Κύριλλο το Δεδέαγατς αφού επιθεώρησαν τα στρατόπεδα στην Ξάνθη και την Κομοτηνή και συνεχάρη τους διοικητές για την άψογη εμφάνιση των στρατιωτικών. Μεγάλη πολιτική σημασία έχει δοθεί στο ταξίδι αυτό» (28-4-1915 THE DOMINIO NEW ZEALAND).

«Από την επίσκεψη του  ΦΕΡΔΙΝΑΝΔΟΥ Α της Βουλγαρίας στο ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ 1913.»

Ήταν η δεύτερη φορά που ο Βούλγαρος Μονάρχης επισκέφθηκε το έρμο Δεδεαγατς. Η πρώτη ήταν στα τέλη Ιανουαρίου του 1913, όπως πληροφορούμαστε από σχετικά δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής.

«Ο Βασιλιάς της Βουλγαρίας Φερδινάνδος με τους πρίγκιπες στο Δεδέαγατς. Εφημ. ΚΑΙΡΟΙ 28-1-1913.»

Ο αχός των πυροβόλων και ο καπνός από τις μάχες στην Καλλίπολη φτάνει μέχρι το Δεδεαγατς. Αυτό αποκαλύπτει με όσα γράφει για την πόλη μας η Ruth Stanley Farnam Αμερικανίδα νοσοκόμος, στρατιωτικός και συγγραφέας στο βιβλίο της «A Nation at Bay: What an American Woman Saw and Did in Suffering Serbia»:

«Φτάσαμε στο Δεδεαγατς (Dedeagatch), το βουλγαρικό λιμάνι (Τότε ουδέτερο), όπου εκφορτώθηκαν όλες οι προμήθειες και τα εφόδια για τα συμμαχικά στρατεύματα στα Δαρδανέλια, και θα μπορούσαμε να ακούσουμε τη βροντή από τα μεγάλα πυροβόλα όπλα, καθώς τα πολεμικά πλοία διεξήγαγαν άκαρπες προσπάθειες για να περάσουν τα Στενά.

Βλέπαμε τα πλοία εφοδιασμού που βρίσκονταν αγκυροβολημένα με τους ναύτες να μαστιγώνονται από τον άνεμο. Είδαμε τις γυμνές, γκρίζες αποθήκες στην ξηρά και τις πυραμίδες από κιβώτια με τις φιγούρες των στρατιωτών να σκαρφαλώνουν από πάνω τους, για να τα τοποθετήσουν ή να τα απομακρύνουν κομμάτι -κομμάτι. Πάνω από όλα κρεμάστηκε ένα βαρύ πέπλο από χρωματισμένη ομίχλη που έφερε ο άνεμος από πέρα από τους λόφους. Αυτό ήταν καπνός της μάχης! Πάνω από μας τα χαμηλωμένα σύννεφα και από κάτω η αγέλαστη, ασταθής γκρίζα θάλασσα - ταίριαζε με την τραγωδία που επρόκειτο σύντομα να ακολουθήσει τη Συμμαχική εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης».

Από τον τύπο της εποχής μαθαίνουμε ότι συχνά μοίρες του συμμαχικού στόλου περιπολούσαν στη περιοχή κάνοντας εμπάργκο στο λιμάνι του Δεδεαγατς προκειμένου να αποτρέψουν τον εφοδιασμό των Οθωμανών με σιτάρι προκαλώντας έτσι την αντίδραση της Βουλγαρίας, η οποία περίμενε τη έκβαση των επιχειρήσεων στην Καλλίπολη για να εκδηλωθεί.

 Η πλάστιγγα όμως είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος των Συμμάχων γι’αυτό σε δημοσίευμα της Αυστραλιανής εφημερίδας The Argus της 9.10.1915 διαβάζουμε σε μετάφραση ότι

«Οι Βούλγαροι έχουν εκκενώσει όλα τα σπίτια στην παραλία, έχουν τοποθετήσει στα οχυρά πανίσχυρα πυροβόλα και διπλές σειρές ναρκών έξω από το λιμάνι. Το Δεδεαγατς περιγράφεται ως γεμάτο από στρατεύματα με Γερμανούς αξιωματικούς»

Πράγματι η Βουλγαρία εισέρχεται στον πόλεμο στο πλευρό των κεντρικών δυνάμεων και στις 14 Οκτωβρίου 1915 κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της Σερβίας ενώ τις αμέσως επόμενες ημέρες οι δυνάμεις της Ανταντ κηρύσσουν τον πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας.

Η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» της 15-10-1915 (παλαιό ημερολόγιο) αναφέρει:

«Οι Έλληνες είχον εκδιωχθεί υπό των Βουλγάρων. Τα καταστήματα, αι οικίαι, τα κτήματα ήσαν όλα ελληνικά αλλ’ είχον δημευθή. ... Επίσης ο μύλος Πρωτόπαππα εξηκολούθει να είνε ελληνικός αν και δεν ειργάζετο, διότι η Βουλγαρία εζήτει να τον ενοικιάση εις Βουλγαρικήν εταιρείαν. Ο Πρωτόπαππας απέθανε. Το ζήτημα έμεινεν εκκρεμές»

«Ο Μύλος ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ βομβαρδισμένος.»

Οι Σύμμαχοι αλλά ιδίως η Μεγάλη Βρετανία έχοντας υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες στην αιματοβαμμένη και αποτυχημένη πλέον εκστρατεία της Καλλίπολης είναι πολύ θυμωμένοι. Ο Sir Henry Jackson, Πρώτος Λόρδος του Ναυαρχείου έριξε την ιδέα του βομβαρδισμού του Δεδεαγατς. Έτσι δίνεται η εντολή στον Πλοίαρχο Larken με μια μοίρα του συμμαχικού στόλου που έδρευε στον Μουδρο της Λήμνου αποτελούμενη από είκοσι βρετανικά πολεμικά πλοία, την Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 1915 (7.10.1915-παλαιο ημερολόγιο) να βομβαρδίσει το Δεδεαγατς.

Αυτόπτης μάρτυρας του βομβαρδισμού ήταν και ο πρόξενος τη Ελλάδος Αθ. Χαλκιόπουλος που έμεινε μέχρι τέλους και κατόρθωσε να διασώσει τα αρχεία του προξενείου. Σε σχετική του έκθεση(έγγρ. 654/11.10.15-παλ. ημερολόγιο) στο Υπουργείο Εξωτερικών, έγραψε

«... Άμα τω αρξαμένω σφοδροτάτω βομβαρδισμώ της Πέμπτης άπασαι αι πολιτικαί αρχαί Δεδεαγατς κατέλιπον την πόλιν, τελεία δε ερήμωσις εβασίλευσεν εν τη πόλει πάντων ανεξαιρέτως εγκαταλειψάντων αυτήν λόγω ενσκήψαντος πανικού… Επί του βομβαρδισμού αναφέρω ότι ούτος αρξάμενος την παρελθούσαν Πέμπτη τη μια και δέκα λεπτά μετά μεσημβρίαν διήρκεσε μέχρι της πέμπτης και ημισείας. Μετέσχον εν όλω είκοσι αγγλικά πολεμικά, εν οις τρία θωρηκτά, δυο μεταγωγικά κι τα λοιπά αντιτορπιλικά. Προ του βομβαρδισμού προηγήθη κατόπτευσις δια δυο υδροπλάνων των στρατώνων, εν οις ευρίσκετο κατεσκηνωμένος στρατός. Ο βομβαρδισμός υπήρξε σφοδρότατος και συνεχής, καταλήξας εις πυρκαιάν».

«Κουτί με Αγγλικά τσιγάρα με θέμα τον βομβαρδισμό του 1915.»

Ο βομβαρδισμός χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής ιδιαίτερα σκληρός σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που «αντήχησε μέχρι Βάρνας» (εφημ. Παρισινός Χρόνος (Le Τemps) της 11.10.1915-παλ.ημερολογ.). Από την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 12-10-1915 (π. ημ.) μαθαίνουμε για τον «απολογισμό» του βομβαρδισμού και τις ζημιές που προκάλεσε:

«Ο βομβαρδισμός υπήρξε σφοδρότατος και προεκάλεσε πυρκαιάς.… Οι στρατώνες κατεστράφησαν εξ ολοκλήρου με τας πρώτας οβίδας. Δυο λόχοι του 40ου συντάγματος πεζικού ... κατελήφθησαν εντός των στρατώνων κατά τον βομβαρδισμόν και ετάφησαν υπό τα ερείπια ... πλέον των χιλίων στρατιωτών εφονεύθησαν, πολυάριθμοι δε τραυματίσθηκαν. Εκ των ιδιωτών αριθμούνται δέκα θύματα εκ των οποίων δυο γυναίκες ... Αι εν τη πόλει προξενηθεισαι ζημίαι είνε μέγισται. Αι πλείσται των οικιων και των καταστημάτων καστράφησαν. Ανήκον σχεδόν αποκλειστικώς εις Έλληνας. Αι ζημίαι δε ανέρχονται εις πολλά εκατομμύρια. Πυρκαιά βοηθούμενη υπό σφοδρού ανέμου, εξερράγη εις το καφενείον Καραμανλή, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως Ναυτών, μετεδόθη δ’ έπειτα εις το ξενοδοχείο Ντελή-Μιχάλη και τη λαικήν συνοικίαν. Τα γραφεία του ατμοπλοικού πρακτορείου Χατζή - Δαούτ, το ξενοδοχείον Χατζή - Μαργαρίτη, το ωρολογοποιείον Αγκωπ, το ραφείον Αβρααμ Χαδεμ, το ξενοδοχείον Καπάτη, το υποκατάστημα της Τραπέζης Θεσσαλονίκης και άλλα παρακείμενα καταστήματα απετεφρώθησαν. Πυρκαιαί εξερράγησαν και εις άλλας συνοικίας. Το ξενοδοχείον «Ρούμελη», ιδιοκτησία Λεφάκη, τα ακίνητα Τιμαρέλη (Φιμερέλη) και Τακέλλα, Μιλλιόν, Γούδα, Βερμόζα, Ιωάννου, το καφενείον Φεμέρογλου, τα γραφεία Σιγγερ, το λιμεναρχείον, το πρακτορείον Μεσσαζερη, η οικία και τα καταστήματα αδελφών Καψελλέρη, αι σιταποθήκαι των σιδηροδρόμων, το κατάστημα του τελωνείου, ο μέγας ατμόμυλος Πρωτοπαππα, Οι δυο σιδηροδρομικοί σταθμοί, και ο στρατιωτικός σταθμός και η πρώτη γέφυρα των Ανατολικών σιδηροδρόμων κατεστράφησαν εκ του βομβαρδισμού και των πυρκαιών. Όλες αι φορτηγίδες και τρείς ατμάκατοι ευρισκόμενοι εν τω λιμένι κατεβυθίσθησαν.»

«Το λιμάνι με τις κατεστραμμένες αποθήκες  (φωτο από βρετανό αξιωματικό το 1918).»

Στις συνέπειες του βομβαρδισμού πρέπει να προσθέσουμε και την αποχώρηση των ξένων αντιπροσωπειών από την πόλη. Στους “NEW YORK TIMES” της 25.10.1915 αναφέρεται ότι «ύστερα από εντολές της βουλγαρικής διοίκησης οι ξένοι πρόξενοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Δεδεαγατς» μεταξύ αυτών και ο Αθ. Χαλκιόπουλος ο οποίος ζήτησε να μεταφέρει την έδρα του στην Ξάνθη.

Πέντε ημέρες μετά ο βομβαρδισμός επαναλήφθηκε από τρία Βρετανικά πολεμικά πλοία όπως επίσης και στις 18-1-1916.

Στο φύλλο των N.Y Times της 2-6-1916 δημοσιεύθηκε ανακοίνωση του Γερμανικού Ναυαρχείου ως ακολούθως (σε μετάφραση από τα Αγγλικά):

«Στις 22 Μαΐου Γερμανικά αεροπλάνα ναυτικής συνεργασίας επιτέθηκαν σε ένα εχθρικό στόλο αποτελούμενο από 4 πολεμικά πλοία μεταξύ Δεδεαγατς και Σαμοθράκης. Το ένα από αυτό που κουβαλούσε αεροπλάνα χτυπήθηκε δυο φορές. Τα εχθρικά πλοία μετά απέπλευσαν με κατεύθυνση την Ίμβρο.»

Ο Άγγελος Ποιμενίδης με γλαφυρότητα συνοψίζει την εικόνα που παρουσίαζε το Δεδεαγατς εκείνη την εποχή:

«... το Δεδεαγατς σαν άδειασε από τους δραστήριους δημιουργούς του έμεινε από το 1914 ως το 1920 γυμνό και έρημο ολότελα. Έγινε μια στρατιωτική πόλις με λίγους Βουλγάρους, που φύλαγαν τα οχυρώματα που είχαν ανασκάψει κατά μήκος της παραλίας ως την Καβάλα και το Σταυρό για να σταματήσουν τυχόν αποβάσεις στρατευμάτων της Ανταντ. Έμοιαζε με απέραντο κοιμητήριο με άδεια και λεηλατημένα σπίτια, η ωραία πόλις. Ψυχή δεν υπήρχε.»

«Το λιμάνι ενώ πίσω διακρίνονται τα ερείπια των αποθηκών μετά τον βομβαρδισμό.»

Ώσπου στις 29 Σεπτεμβρίου 1918, η Βουλγαρία υπέγραψε ανακωχή σύμφωνα με τους όρους της οποίας θα έπρεπε να διαλύσει το στρατό της, να παραδώσει τον οπλισμό της και να επιτρέψει τους Συμμάχους να χρησιμοποιούν το έδαφος και τους σιδηροδρόμους της για να συνεχιστεί ο πόλεμος. Για να νικηθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Σύμμαχοι σχεδίασαν μια επιχείρηση κατά της ίδιας της Πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης! Σε εφαρμογή του σχεδίου αυτού η 22η Βρετανική Μεραρχία που βρισκόταν στην περιοχή των Σερρών μετακινήθηκε στο Σταυρό της Χαλκιδικής όπου και έφθασε στις 20 Οκτωβρίου 1918. Από εκεί επιβιβάσθηκε στις 25 Οκτωβρίου σε 17 Βρετανικά αντιτορπιλικά για να μεταφερθεί στο Δεδεαγατς. Η απόβαση θα καλυπτόταν και από ανιχνευτικά. Έχοντας όμως σαλπάρει, ο καιρός δεν επέτρεπε την απόβαση και έτσι επέστρεψαν στο Σταυρό Χαλκιδικής. Στις 27 Οκτωβρίου επιβιβάστηκαν ξανά και τελικά αποβιβάστηκαν με επιτυχία στις 28 Οκτωβρίου 1918 στο Δεδεαγατς.

Πώς όμως αντίκρυσαν την πόλη μας τα βρετανικά στρατεύματα; Μια χαρακτηριστική εικόνα μας δίνει ένα χρόνο βέβαια μετά (20-11-1919) ο δημοσιογράφος Κονιτόπουλος απεσταλμένος της αθηναϊκής εφημερίδας «Πατρίς»!

«Παντού ερείπια, παντού σπίτια χωρίς παράθυρα και πόρτες, χωρίς προσόψεις, χωρίς στέγας. Μέγαρα ολόκληρα είχον μεταβάλει εις σταύλους και άλλα εις αποθήκας. Έάν εσώθησαν δέ μερικά έξ αυτών, τούτο συνέβη, διά τον απλούστατον λόγον, ότι εχρησιμοποιούντο ώς δημόσια καταστήματα.. .. Από τον ωραίον όσov και απέραντον ατμόμυλον Πρωτόπαπα δέν σώζονται παρά ερείπια. .. Τα πλείστα των καταστημάτων είνε κλειστά ... Εντός του λιμένος δέν υπάρχουν παρά συντρίματα ναυαγίων, θυμάτων των βομβαρδισμών ... Οι ωραίοι λιμενοβραχίονες και αί ωραιότερα αποβάθραι του λιμένος έχουν καταστραφεί τελείως, η δε παραλία ολόκληρος έχει μεταβληθή εις άμορφον σωρόν ερειπίων. Διακρίνομεν ακόμη τά βουλγαρικά χαρακώματα, μπουαγιώ, αμπρι και πυροβολεία, τα οποία είχον κατασκευάσει οι Βούλγαροι προς άμυναν του λιμένος και τα οποία ό Συμμαχικός στόλος κατέστρεψε τελείως κατά το 1915. Μόνον ο φάρος παραμένει άθικτος. Πειό πέρα βρίσκεται σωριασμένη μια μάζα σκελετών, βαγονιών που κατέστρεψαν τα κανόνια των στόλων. Τα πάντα εδώ μας παρουσιάζουν το πεδίον μίας μάχης. Και δείχνουν την θέσιν των ηττημένων.»

Το Δεδεαγατς του 1918 δεν είχε καμία σχέση με το Δεδεγατς του 1912. Ένα κεφάλαιο της ιστορίας του τόπου μας γραμμένο με μελανά χρώματα τελείωσε και άνοιξε ένα καινούργιο που μύριζε με το άρωμα της ελευθερίας, της ανάπτυξης και της προόδου. Ήταν πλέον η ιστορία μιας νέας πόλης που θα δημιουργούνταν στα ερείπια του Δεδεαγατς, της σημερινής Αλεξανδρούπολης. Με την κατοχή του Δεδεαγατς από τις συμμαχικές δυνάμεις έγινε το πρώτο βήμα. Απέμενε το επόμενο βήμα, δια μέσου της επίπονης και μακροχρόνιας διπλωματικής οδού για να ενσωματωθεί η πόλη μας στον Εθνικό κορμό.

Πέτρος Γ. Αλεπάκος
Δικηγόρος – ιστορικός ερευνητής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗ και Ο ΘΡΑΚΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ- Κ Παπαθανάση-Μουσιοπούλου-1986
2. ΘΡΑΚΗ ΜΟΡΦΕΣ & ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1902-1922, Κ Παπαθανάση-Μουσιοπούλου-1986 εκδ. ΠΙΤΣΙΛΟΣ ΑΘΗΝΑ 1991
3. Οι διωγμοί των Ελλήνων εν Θράκη και Μικρασία :Αυθεντικαί εκθέσεις και επίσημα κείμενα : Έκκλησις προς το ελληνικόν γένος και την δημοσίαν Γνώμην του πεπολιτισμένου κόσμου / Εκδίδεται υπό των Επιτροπών των εν Μυτιλήνη Μικρασιατών προσφύγων. Εν Αθήναις:Τύποις "Πανελληνίου Κράτους",1915.
4. Farnam, Ruth Mrs., (Stanley), A nation at bay, what an American woman saw and did in suffering Serbia , 1918 Bobbs-Merrill
5. Winston S. Churchill: The Challenge of War, 1914–1916, Gilbert Martin 1971
6. Αρχείο εφημερίδων ΕΜΠΡΟΣ, ΣΚΡΙΠ, ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ , Daily Mirror, THE DOMINIO NEW ZEALAND, Παρισινός Χρόνος (Le Τemps), NEW YORK TIMES, ΠΑΤΡΙΣ.
7. ΘΡΑΚΙΚΑ σειρά δεύτερη τομ. πέμπτος Αγ. Ποιμενίδης.
8. Η δυτική Θράκη και οι Βούλγαροι, Κυριακίδης Στίλπων, Σύλλογος προς Διάδοσιν Ωφέλιμων Βιβλίων, Εν Αθήναις 1919 
9. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΝ ΘΡΑΚΗ. ΤΟΥΡΚΟΙ-ΒΟΥΛΓΑΡΟΙ. Καταστροφαί Ναών και Μονών. Φόνοι, εξορίαι και κακοποιήσεις κληρικών. 1912-1920, ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΠΑΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, ΤΥΠΟΙΣ Μ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΥ 1926
10. Φωτογραφική Συλλογή Γ. Π. Αλεπάκου

Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Η Αλεξανδρούπολη (ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ) στη δίνη του Μακεδονικού ζητήματος. Η χειροτονία του επισκόπου Σκοπίων στη μονή της σκαλωτής Αίνου

(Τεύχος 121 Σεπτέμβριος 2021 Περιοδικό ‘Ενδοχώρα’ και υπ'αριθ. 17.090/19-3-2022 φύλλο της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ)

«Γενική Άποψη του Δεδεαγατς οπου διακρίνεται ο Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου και το Μητροπολιτικό Μέγαρο.»

Η ίδρυση το 1870 της Βουλγαρικής εξαρχίας αφύπνισε την Σερβία η οποία επεδίωξε την ίδρυση Σερβικών σχολείων και την εκλογή Σέρβων κληρικών στους μητροπολιτικούς θρόνους του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Παλαιά Σερβία, που ως τέτοια εννοούνταν από τους Σέρβους το Βιλαέτι του Κοσσυφοπεδίου αλλά και τμήμα της Μακεδονίας (Tέτοβο, Kουμάνοβο και Σκόπια).

 Με την έλευση του 20ου Αιώνα επιτάθηκε το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα, ο αγώνας δηλαδή για τον έλεγχο της Μακεδονίας που αποτελούσε ακόμα τμήμα της παραπαίουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διεκδικούνταν κυρίως από τους Έλληνες, τους Βούλγαρους και τους Σέρβους.

H Σερβική διπλωματία, συνεπικουρουμένη από τη Ρωσική, πέτυχε, διά των συνεχών πιέσεων της προς την Υψηλή Πύλη και το Πατριαρχείο να ψηφισθεί στις 18 Οκτωβρίου του 1899, από την Ιερά Σύνοδο του Οικουμενικού Θρόνου ως μητροπολίτης Σκοπιών ο Σέρβος αρχιμανδρίτης Φιρμιλιανός. Η χειροτονία μάλιστα είχε αποφασισθεί να τελεσθεί στην Κωνσταντινούπολη αλλά η Πύλη υπέδειξε την Θεσσαλονίκη γιατί ισχυρίστηκε ότι εκεί είχε υποσχεθεί ο Σουλτάνος στον Βασιλέα της Σερβίας Αλέξανδρο ότι θα χειροτονηθεί ο Φιρμιλιανός. Έτσι το σχετικό βεράτιο προσδιόριζε ως τόπο της χειροτονίας του Φιρμιλιανού τη Θεσσαλονίκη. Αυτό όμως προκάλεσε σφοδρότατες διαμαρτυρίες και αντιδράσεις εκ μέρους του ελληνικού πληθυσμού της πόλης αυτής στις δυο φορές που επιχειρήθηκε να γίνει η χειροτονία εκεί, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί και τις δυο.

Το Πατριαρχείο εξέλεξε τότε ως τόπο χειροτονίας το Άγιο Όρος, γεγονός που προκάλεσε τις αντιδράσεις των Ελλήνων μοναχών με αποτέλεσμα η Ιερά Σύνοδος με πλειοψηφία - κατά ψήφισαν μόνο η Ρωσική Μονή του Αγίου Παντελεήμονος και η Σερβική του Χιλιανδαρίου- αποφάσισε να μην γίνει στο Άγιο Όρος η χειροτονία. Το πατριαρχείο τότε παρήγγειλε στον Φιρμιλιανό να μεταβεί στο Δεδεαγάτς όπου αποφασίσθηκε να τελεσθεί η χειροτονία του από τρεις συνοδικούς αρχιερείς που θα αποστέλλονταν από την Κωνσταντινούπολη. Όμως η νέα αυτή απόφαση του Πατριαρχείου αναστάτωσε την Ελληνική κοινότητα του Δεδεαγατς και η τέλεση της χειροτονίας θα ματαιωνόταν και πάλι αν το Πατριαρχείο δεν εξέλεγε ως τόπο χειροτονίας την Σταυροπηγιακή Μονή της Σκαλωτής στην επαρχία Αίνου, μακριά από το Δεδεαγατς.

«H Μονή της Σκαλωτής.»

Έτσι το μικρό Δεδεαγατς υποδέχτηκε στον λεγόμενο σήμερα Γαλλικό σταθμό την αποστολή των συνοδικών αρχιερέων που ήρθαν πρώτοι από την Κωνσταντινούπολη δια μέσου της Αδριανουπόλεως, μαζί με τον Ρώσο πρόξενο στην Αδριανούπολη. Αμέσως οι αρχιερείς αναχώρησαν με πλοιάρια για την Αίνο όπου τους ανέμενε ο Μητροπολίτης Αίνου. Μητροπολίτης Αίνου ήταν ο Γερμανός Θεοτοκάς (1899-1903), που ήρθε στο Δεδεαγατς το 1899 και συνέδεσε το όνομά του με τα εγκαίνια του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου που έγιναν την 26η Αυγούστου 1901. Η μητρόπολη Αίνου είχε μεταφέρει την έδρα της στο Δεδεαγατς αλλά εξακολουθούσε ο Μητροπολίτης να επισκέπτεται και να διαμένει στην Αίνο, παρόλο που οι περισσότεροι κάτοικοι της είχαν εγκαταλείψει τις οικίες τους μετακομίζοντας στο Δεδεαγατς. Ο Φιρμιλιανός με τον Ρώσο και τον Σέρβο πρόξενο στην Θεσσαλονίκη ήρθαν από τη Θεσσαλονίκη στον σταθμό τον Ενωτικό τον λεγόμενο τότε της JSC και μετέβησαν ομοίως και αυτοί στην Αίνο.

«Το Δεδέαγατς με τον Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου όπως φαινόταν από τα ανατολικά.»

Γράφει ο Αινίτης γιατρός και συγγραφέας Αχιλλέας Σαμοθράκης για την χειροτονία αυτή:

«Εις την Μονήν της Σκαλωτής εχειροτονήθη ιεροκρυφίως κατ’ απαίτησιν της Σερβικής Κυβερνήσεως μητροπολίτης Σκοπίων ο Σέρβος την καταγωγήν Φιρμιλιανός, κατά την νύκτα της 14]27 —15]28 Ιουνίου του 1902. Συνοδευόμενος εκ Θεσσαλονίκης υπό των Προξένων της Ρωσσίας και της Σερβίας μετά των διερμηνέων αυτών, έφθασαν εις Δεδεαγάτς (Αλεξανδρούπολιν), όπου ανέμενεν αυτούς ο εν Αδριανουπόλει πρόξενος της Ρωσσίας. Εκείθεν, άνευ χρονοτριβής, παραλαβόντες και τον πρόξενον της Ελλάδος Νικόλαον Μπάρακλην, ανεχώρησαν διά την Αίνον, και εκείθεν δι’αμαξών εις την Μονήν, όπου έφθασαν περί το εσπέρας.»

O Νικόλαος Δημητρίου Μπάρακλης (γεννήθηκε το 1859 στην Αθήνα) ήταν από το 1900 υποπρόξενος Δεδεαγατς. Στο διάστημα της υπηρεσίας του εκεί είχε την τύχη να δει την ακμάζουσα Ελληνική κοινότητα να ανεγείρει το μεγαλοπρεπή μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου στο υψηλότερο και καλύτερο σημείο της πόλης, που αντικατέστησε τον αρχικό μικρό και πενιχρό, σύμφωνα με τα λόγια του Α. Σαμοθράκη, ναό. Ταυτόχρονα όμως η Ελληνική κοινότητα ατένιζε δυσοίωνα το μέλλον της με την ολοένα αυξανόμενη πίεση των εξαρχικών Βουλγάρων, όπως άλλωστε και σε ολόκληρο το Μακεδονικό και Θρακικό χώρο, που προσπαθούσαν να αποκτήσουν ερείσματα στην πόλη. Συνεχίζοντας ο Α. Σαμοθράκης γράφει:

«Εκεί ανέμενον αυτούς από την 13]26 Ιουνίου (ημέραν Πέμπτην) 1902 προερχόμενοι εκ Κωνσταντινουπόλεως οι Συνοδικοί: ο Χίου Κωνσταντίνος, ο Βοδενών Νικόδημος και ο Λιτίτσης Νικηφόρος μετά δύο ιερέων, δυο ιεροδιακόνων και δυο κλητήρων τού Πατριαρχείου. Κατά την ημέραν της αφίξεως του Φιρμιλιανού εις Αίνον (14]27 Ιουνίου), κατέφθασαν διά ξηράς και 10 ιππείς Τούρκοι, ίνα χρησιμεύουν ως τιμητική συνοδεία αυτού. Μόλις έφθασαν εις την Μονήν την νύκτα της Παρασκευής προς το Σάββατον, μετά μικράν ανάπαυλαν, ήρχισεν η θεία λειτουργία συντομοτάτη, λήξασα μετά της χειροτονίας περί τα χαράγματα. Κατά την χειροτονίαν παρευρίσκοντο ο μητροπολίτης Αίνου Γερμανός, και ο ηγούμενος της Μονής Διονύσιος συμψάλλοντες, ελλείψει ιδιαιτέρων ψαλτών.»

Και καταλήγει ο Σαμοθράκης :

«Την επομένη, Σάββατο, ευθύς μετά την θεία λειτουργία οι χειροτονήσαντες Συνοδικοί ανέχωρησαν για τα μέρη τους, φιλοδωρήσαντες τον ηγούμενον διά δέκα εικοσοφράγκων. Ολίγες ώρες μετά την αναχώρηση αυτών αναχώρησε και ο νεοχειροτονηθείς Φιρμιλιανός...».

Ο ένας εκ των ιεροδιακόνων της Συνοδικής αποστολής, ο δευτερεύων των διακόνων Παρθένιος Βαρδάκης, μετέπειτα Επίσκοπος Κίτρους, έγραψε μια έκθεση που απέστειλε στον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄, στην οποία περιέγραψε την όλη αποστολή και τα διαδραματισθέντα σε αυτή. Η έκθεση αυτή ενθουσίασε τον Μανουήλ Γεδεών, αρχισυντάκτη του περιοδικού του Πατριαρχείου «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και αποφάσισε να τη δημοσιεύσει. Γράφει λοιπόν ο Βαρδάκης:

«Σταθμός Aνατολικων Σιδηροδρόμων στα 1900. Ο σταθμός αυτός ήταν το τέρμα της γραμμής Αδριανούπολης-Δεδεαγατς.»
«Περί την 8ην ώραν π.μ. της πέμπτης, 13 τρέχοντος, αφικόμεθα εις τον σιδηροδρομικόν σταθμόν Δεδέαγατς, δεκάλεπτον της πόλεως ταύτης απέχοντα. Εκεί, κατ’εντολήν της Α.Π. του μητροπολίτου Αίνου κ. Γερμανού, υπεδέχθη ημάς ο αρχιερατικός επίτροπος αυτού αιδεσιμολογιώτατος κ. Πυθαγόρας, κληρικός καλώς μορφωμένος, ιεροπρεπής και λίαν ευγενής, τιμων ομολογουμένως δια της φρονίμου και δραστηρίου πολιτείας αυτού τον τε μητροπολίτην, ον αντιπροσωπεύει και την κοινότητα. Εν Δεδέαγατς παρεμείναμεν περί τας δύο ώρας εν τη Μητροπόλει, ήτις μικρά μεν αλλά κομψή και ωραία και νεόκτιστος οφείλεται κυρίως εις την φιλοκαλίαν και δραστηριότητα του πανιερ. Μητροπολίτου Αίνου. Κείται δε εντός τετραγώνου δια σιδηρών κιγκλίδων περιφρασσομένου, έχουσα εξ αριστερών αυτής τον νεόκτιστον μεγαλοπρεπή ναόν της κοινότητος, τρανόν τεκμήριον της ευσεβείας και φιλογενείας των κατοίκων της πόλεως ταύτης και δη των την πρωτοβουλίαν σχόντων, εν οις τάσσονται και οι φιλογενέστατοι αδελφοί Μηλιώνη, εκ δεξιών δε τα εκπαιδευτήρια αρρένων και θηλέων

«Ο Ι.Ν. του Αγίου Νικολάου και το Μητροπολιτικό Μέγαρο.»

Στον οδηγό του Νικολάου Γ. Ιγγλέση, έτος γ' τόμος Α' των ετών 1910-1911, διαβάζουμε ότι οι Αδελφοί Μηλιώνη είχαν εργοστάσιο Οινοποιίας και οινοπνευματοποιίας. Από δημοσιεύματα εκείνης της εποχής (Εφημερίδα ΑΓΩΝ φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1900) πληροφορούμαστε ότι στο Δεδέαγατς λειτουργούσε αστική σχολή αρρένων, όπου δίδασκαν δυο διδάσκαλοι σε 90 μαθητές, παρθεναγωγείο όπου μία διδασκάλισσα δίδασκε 50 μαθήτριες και νηπιαγωγείο όπου μία νηπιαγωγός δίδασκε 70 νήπια. Από όσα περιγράφει για το Δεδέαγατς ο Παρθένιος Βαρδάκης, εντύπωση προκαλεί ότι αναφέρει μόνο την ύπαρξη σχολής αρένων και θηλέων που βρισκόταν όπως έβγαινε κανείς από τα γραφεία της Μητρόπολης δεξιά, προφανώς το λεγόμενο για τους παλαιούς Αλεξανδρουπολίτες παράρτημα που μόνο σε παλιές φωνογραφίες σώζεται και ουδεμία νύξη δεν κάνει για το λεγόμενο σήμερα τρίτο δημοτικό σχολείο, που μάλλον τότε δεν είχε την σημερινή του μορφή, που πρέπει να την απέκτησε μεταγενέστερα.

Συνεχίζοντας ο Παρθένιος μας λέει ότι:

«Η νεαρά αύτη πόλις του Δεδέαγατς, η δια των κανονικών ρυμοτομιών αυτής και οικοδομών την γοργώ τω βήματι προς τα πρόσσω τάσιν αυτής μαρτυρούσα, πολλά τα καλά δια το μέλλον προυπισχνείται.»

«Το Δεδέαγατς όπως φαινόταν από το Φάρο.»

Πράγματι η ρυμοτομία και οι φαρδείς δρόμοι που έρχονταν σε αντίθεση με τους στενούς δρόμους των συνηθισμένων τουρκικών πόλεων έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σε όλους όσους επισκέπτονταν το Δεδεαγατς, έτσι και στον Παρθένιο, ο οποίος μάλιστα προέβλεψε το λαμπρό μέλλον της πόλης μας.

Μετά ο Παρθένος αναφέρει για την παρηκμασμένη Αίνο:

«Εντεύθεν προτιμήσαντες την δια της θαλάσσης οδόν, της δια ξηράς, ως εκ των βροχών αδιαβάτου ούσης, εισήλθομεν εις δυο ιστιοφόρα πλοιάρια και απεπλεύσαμεν εις Αίνον. Ο ως εκ της ελλείψεως ουρίου ανέμου επί ιστιοφόρων εξάωρος ούτος πλους δεν εστερείτο κακουχιών ουδέ σμικράν υπομονήν απήτει παρ’ημών, ότε μεν ακτοπλοούντων, ότε δε πελαγοδρομούντων. Επί τέλους εις το προ της Αίνου υπό των εκβολών του Έβρου, Τούντζα και Εργίνη σχηματιζόμενον στένωμα ή κόλπον αφιχθέντες και τούτο συρόμενοι μάλλον δια σχοινίου από της ξηράς διελθόντες, εισήλθομεν εις τον λιμένα της Αίνου. Η θέα του λιμένος τούτου, του άλλοτε πεπληρωμένου εκ μεγάλων ιστιοφόρων πλοίων, ολόκληρον την Μεσόγειον διασχιζόντων, νυν δε μόνον πλοιάρια τινά και ακάτια σεσηπότα και σκωληκόβρωτα εμπεριέχοντος, η θέα των περί των λιμένα ηρειπωμένων οικιών και καταστημάτων και ερειπίων εν γένει, εξ ων συνίσταται ως επί το πλείστον νυν η άλλοτε ακμάζουσα εμπορική πόλις της Αίνου, αλγεινήν εντύπωσιν εποίησεν ημίν. Ούχ ήττον όμως η εις καλλίτερον μέλλον ελπίς δεν εγκατέλιπεν εντελώς τους κατοίκους. Εν τη πόλει ταύτη εγενόμεθα δεκτοί μετά πάσης προθυμίας και χαράς υπό του ρέκτου και φιλοτίμου μητροπολίτου αυτής κ. Γερμανού, πάσαν περιποίησιν παρασχόντος ημίν εν τη ιερά αυτού Μητροπόλει. Δεν δύναμαι δε να αντιπαρέλθω ενταύθα και παρασιωπήσω την φρόνησιν και δραστηριότητα, την τόλμην και ακαταπόνητον γοργότητα, την οποίαν καθ’όλην την διάρκειαν του ταξειδίου τούτου κατέδειξεν ο ηγούμενος της συνοδίας ημών σεβ. Μητροπόλιτης Χίου κ. Κωνσταντίνος καθώς και οι έτεροι δυο αρχιερείς. Καίτοι είχε παρέλθη η ώρα, την εκπλήρωσιν του καθήκοντος μόνον έχοντες υπ’όψιν διέταξαν αμέσως ετοιμασθώσιν αι εν τη πόλει υπάρχουσαι τρεις ή τέσσαρες άμαξαι, ινα μεταγάγωσιν ημάς εις την δυό περίπου ώρας απέχουσαν της Αίνου ιεράν μονήν της Σκαλωτής. Περί την μίαν περίπου ώραν μετά την δύσιν του ήλιου, αφίχθημεν εις το εικοσάλεπτον σχεδόν απέχον της μονής χωρίον Αμυγδαλιάν, οπόθεν, των αμαξών μη δυναμένων να ανέλθωσι μέχρι της μονής, ηναγκάσθημεν πεζή και εν ψηλαφητώ σκότει, επί γλοιώδους ως εκ της βροχής εδάφους πατούντες, να φθάσωμεν μέχρις αυτής, ουχί βεβαίως άνευ κόπων και κινδύνων. Εις την μονήν αφιχθέντας, καίτοι ο ηγούμενος αυτής λόγω εργασιών απουσίαζεν, εν τούτοις εις των αδελφών της μονής, λίαν δραστήριος και ακαταπόνητος, περιποιήθη ημάς εκ των ενόντων ως ηδύνατο, εις όλας ημων τας ανάγκας σχεδόν επαρκέσας, εφ’ω και ομολούμεν αυτώ χάριτας. Εν τη μονή δεν εύρομεν προαφιχθέντα ημών, ως ηλπίζομεν, τον εψηφισμενον Σκοπίων κ. Φιρμιλιανόν, δι’ο και ούκ ολίγον εστενοχωρήθημεν αναγκασθέντες να περιμένωμεν εν αυτή μέχρι της εσπέρας της επομένης, παρασκευής, οπότε μετά του μητροπολίτου Αίνου αφίκετο ο εψηφισμένος, συνοδευόμενος υπο του εν Θεσσαλονίκη προξένου της Ρωσίας, του της Σερβίας τοιούτου και του αναπληρωτού του ελληνικού προξενείου εν Δεδεαγατς και πολλών άλλων φίλων αυτού καθώς και κλητήρων της Μητροπόλεως Σκοπίων. Αφ’ού δεν μεταξύ αυτού και των αρχιερέων αντηλλάγησαν τα δέοντα, απεφασίσθη όπως την επιούσαν τελεσθή η θεία λειτουργία και μετ’αυτής η χειροτονία, όπερ και εγένετο εν πάση τη τάξει και κανονική διατυπώσει της καθ’ημάς Εκκλησίας, τελεταρχούντος του αγ. Χίου και συλλειτουργούντων των αγ. Βοδενών και Λιτίτσης. Μετά το πέρας της ιερουργίας ταύτης και κατά την έξοδον ημών εκ του ναού, του τελετάρχου αρχιερέως ποιήσαντος θερμήν τω Υψίστω δέησιν υπέρ του μεγαλειοτάτου, φιλολάου ημών άνακτος Σουλτάν Αβδούλ Χαμίτ Χαν αυθέντου ημών, όπως διατηρή Αυτόν υγιά, άνοσον και ακλόνητον επί του ενδόξου αυτού αυτοκρατορικού θρόνου και ενισχύη Αυτόν ίνα αείποτε βουλεύηται και ενεργή αγαθά υπέρ ημών των πιστών αυτού υπηκόων, πάντες οι παρεστώτες εζητωκραύγασαν υπέρ της Α. Μεγαλειότητος. Μετά ταύτα, ημέρα σαββάτου, τη 15 τρέχοντος, του καθήκοντος ημών εκπληρωθέντος, εγκαταλείψαμεν την μονήν ποικίλας εντυπώσεις εξ αυτής αποκομίζοντες.»

Μετά αναφέρει την ιστορία της Μονής της Σκαλωτής και συνεχίζει:

«Λαμπράς όμως εντυπώσεις έχομεν κατά την εν τη μονή διαμονήν ημών εκ των επιτοπίων πολιτικών Αρχών, προς ας πολλάς οφείλομεν χάριτας, καθ’όσον η Α. Ενδοξ. ο ρέκτης και παρ’όλων λίαν αγαπητός της Αίνου Καιμακάμης ού μόνον απέστειλεν εις την μονήν τον χιλίαρχον μετ’αρκετών στρατιωτών, οίτινες καθ’όλον τον χρόνον της εκεί διαμονής ημών μετά πολλής επιμελείας και προσοχής προεφύλασσον ημάς εισερχομένους και εξερχομένους εκ της μονής και πολλάκις μακρόθεν παρακολουθούντες ημάς απομακρυνομένους αυτής, αλλά και ο ίδιος ο Καιμακάμης ήλθεν εις την μονήν προς επίσκεψιν των σεβασμιωτάτων αγίων αρχιερέρων και καθ’όλην την εσπέραν μέχρι της πρωίας της θείας λειτουργίας και χειροτονίας αγρυπνών μεθ’ημών παρέμεινεν. Εν Αίνω, εν συνοδία του πανιερώτατου μητροπολίτου Αίνου επιστρέψαντες υπεδέχθη ημάς και πάλιν ούτος εν τη Μητροπόλει πλείστας όσας περιποιήσεις παρασχών ημίν. Κατά την ολιγόωρον ημών εν τη πόλει της Αίνου διαμονήν, οι αρχιερείς συνοδευόμενοι και υπό του εκ των προυχόντων της Αίνου του ενταύθα εν Χαβιαροχανίω τραπεζίτου κ. Οδυσσέως Παπακωστή, τυχαίως εν Αίνω ένεκεν εργασιών αυτού παρευρεθέντος και ποικιλοτρόπως διευκολύναντος ημάς κατά την εν τη μονή και εν Αίνω διαμονήν ημών, ανταπέδωκαν την επίσκεψιν εις την Α. Ενδοξ. τον Καιμακάμην Αίνου και είτα επεσκέφθησαν τους ιερούς ναούς της πόλεως, ους εύρομεν αρκετά ευπρεπείς και καλώς διατηρουμένους. Κατόπιν επεσκέφθημεν την αγοράν και τα διάφορα μέρη της πόλεως Αίνου, έτι αλγεινοτέραν ή πρότερον εντύπωσιν σχηματίσαντες εκ της πανταχόθεν παρατηρουμένης πτωχείας και παρακμής».

«Η Αίνος στα 1902.»

Κατά την επάνοδον ημών, διερχομένων ήδη κατά το πλείστον εν καιρώ ημέρας τα μέρη, άτινα εν καιρώ νυκτός διήλθομεν κατά την έλευσιν ημων, εδόθη ευκαιρία όπως παρατηρήσωμεν και αντιληφθώμεν αυτών. Η εκ τούτου εντύπωσις ημών, εάν εξαιρέσωμεν μόνο το Δεδέαγατς, δεν ήτο καλλιτέρα της εκ των άλλων μερών. Ενταύθα έτι καταφανεστέρα ήτο η οπισθοδρομικότης των ανθρώπων τούτων των τα μέρη ταύτα κατοικούντων, υπό μορφωτικήν και γεωργικήν έποψιν και εν γένει υφ’όλας τας επόψεις του βίου αυτών, βίου αρχαικού και παντός σχεδόν πολιτισμού στερουμένου και εις την εποχήν του Ησιόδου μάλλον αρμόζοντος. Τόσον άγνωστα τυγχάνουσιν αυτοίς τα νεωτέρα προς ανάπτυξιν και διευκόλυνσιν της γεωργίας μέσα, καίτοι το έδαφος αυτών παρουσιάζει όλα τα προς γεωργικήν πρόοδον απαιτούμενα φυσικά προσόντα. Μόλις όμως επλησιάσαμεν εις τα προ του Αγίου Στεφάνου μέρη ησθάνθημεν αμέσως ότι εν συγκρίσει εισηρχόμεθα ήδη εις χώραν πολιτισμού.

Εν τοις Πατριαρχείοις τη 18 ιουνίου 1902

Ο δευτερεύων

Παρθένιος Κ. Βαρδακας»

«Οθωμανικός χάρτης του 1900 όπου φαίνεται το Δεδέαγατς και η Αίνος.»

Δυο μήνες μετά, στις 21 Αυγούστου του 1902, ήρθε στο Δεδεαγατς, στα πλαίσια περιοδειών του στη Μακεδονία, ο Γεώργιος Λαμπάκης, Διευθυντής του Χριστιανικού Μουσείου και Γενικός Γραμματέας της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας. Αφορμή για την περιοδεία αυτή ήταν ένα έγγραφο από το Υπουργείο «Εκκλησιαστικών και Δημοσίας Εκπαιδεύσεως», με το οποίο τον έστειλε σε περιοδεία στις Σέρρες, τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη, με σκοπό τη διάσωση αρχαίων και βυζαντινών μνημείων. Τις εντυπώσεις του από το ταξίδι στο Δεδεαγατς και την Αίνο δημοσίευσε στο Δελτίον Η του έτους 1908, που εξέδιδε η ως άνω εταιρία.

Στην πόλη μας επισκέφθηκε τον νεόδμητο ναό του Αγίου Νικολάου όπου παρατήρησε παλαιές εικόνες προγενέστερες της ανεγέρσεως του Ιερού Ναού. Γράφει λοιπόν ο Λαμπακης ότι σύμφωνα με πληροφορίες που τους έδωσε ο Μητροπολίτης Αίνου κ. Γερμανός, όλες αυτές οι εικόνες προέρχονταν από τις αρχαίες εκκλησίες της Αίνου, την οποία τους προέτρεψε να την επισκεφθούν. Έτσι και έκανε, μετά από ένα ωραίο θαλάσσιο πλου εισήλθε στον ποταμό Έβρο, όπου προς τα δεξιά αυτού εφαπλούτο «η συμπαθής, αρχαιοπρεπής και αρχοντική πόλις Αίνος», την οποία αποκαλεί «μέγα Μουσείον της χριστιανικής τέχνης».

«Το Δεδέαγατς με το λιμάνι του στα τέλη του 19ου Αιώνα.»

Στις 26-8-1902 ο Λαμπάκης επισκέφθηκε τη Μονή της Σκαλωτής. Γράφει σχετικά:

«Δια μέσου των καθαρώς Ελληνικών χωρίων Μαΐστρου και Αμυγδαλιάς, δίωρον περίπου από της Αίνου, τη 26 Αυγούστου 1902 επεσκέφθημεν μετά του εξόχως λαμπρού ιατρού κ. Σ. Καβούρη την Μονην Σκαλωτής, σταυροπηγιακήν Μονήν μη εχουσαν ειμη ενα και μόνον, ιερομόναχον, τούτον και Ηγούμενον.» Ακολούθως αφού περιγράφει τα ιστορικά και οικοδομικά χαρακτηριστικά της Μονής, τις επιγραφές και τις εικόνες που διέθετε, αναφέρει και τα γεγονότα της χειροτονίας του Φιρμιλιανού προσθέτοντας τις ακόλουθες επιπλέον πληροφορίες : «Αμέσως δε Σάββατον μετά την θείαν λειτουργίαν, οι χειροτονησαντες Συνοδικοί απήλθον μόνοι εις Αίνον, όπου μετα 1 ώρας διαμονήν παρα τώ εκεί Μητροπολίτη ανεχώρησαν δια πλοιαρίων εις Δεδεαγατς και αυθημερόν εκείθεν είς Κων/πολιν. Ο δε νεοχειροτονηθείς Φιρμιλιανος μετά των προξένων παρέμειναν εν τη Μονή περι την 1 ώραν, λαβόντες καφε κλπ. έφθασαν δε εις Αίνον, πριν αναχωρήσωσιν οι Αρχιερείς οίτινες αμέσως είτα ανεχώρησαν, ο δε Φιρμιλιανός μετα των προξένων έμειναν γευματίσαντες παρα τώ εκεί Καϊμακάμη. Μ. μ. δε της ιδίας ημέρας Σαββάτου αναχωρησαντες δια πλοιαρίου είς Δεδέαγατς, ηναγκάσθησαν ένεκα φοβεράς τρικυμίας να επιστρέψωσιν πάλιν εις Αίνον, όπου οι μεν πρόξενοι εκοιμήθησαν πάρα τω Καϊμακάμη, ό δε Φιρμιλιανός παρά τω Μητροπολίτη. λίαν δε πρωί την επομένην Κυριακην ανεχώρησαν εις Δεδεαγατς.»

«Το Λιμάνι του Δεδέαγατς μετά από Νοτιά.»

Η τρικυμία αυτή μας θυμίζει τα λόγια του Α. Σαμοθράκη (υπό το ψευδώνυμο Σαρπηδών) αναφερόμενος στους ισχυρούς νοτιάδες που πιάνουν στο Δεδέαγατς:

«Αδύνατον να σταθεί εις της αγκύρας του πλοίου ενταύθα, όταν ο Αίολος έχει λύσει τους ασκούς του. ... Ευτυχείς εκείνοι οίτινες εν τη θαλάσση όντες θα δυνηθώσι να φύγωσι την λύσσαν του φοβερού στοιχείου! Αλλά πως; Τα ιστία παύουσι να δέχωνται σωτηρίαν πνοήν ανέμου και ως ράκη κρέμανται από των ιστών, διότι προηγείται νηνεμία, έπεται η των κυμάτων έφοδος και μετά ταύτην η ακάθεκτος του νώτου πνοή. Το πλοίον μένει αναμένον. Εάν είναι πολύ μικρόν, ώστε να υποτάσσηται εις την δύναμιν των ισχυρών βραχιόνων δύναται να σωθή˙ αι κώπαι θα οδηγήσωσιν αυτό εις την ακτήν˙ άλλως μένει εις την διάκρισιν του μαινομένου στοιχείου, όπερ δεν βραδύνει να εμφανισθή. Τρίζουσιν ήδη οι ιστοί, κυλινδείται ως κέλυφος καρύου πελώριον σκάφος, όπερ ως δι’ ισχυρών ονύχων συγκρατείται από της αβύσσου, από του πυθμένος της θαλάσσης. Και ελπίζει εις την άβυσσον και αντλούσι παρηγορίαν προσβλέποντες εις τας ισχυράς των αγκυρών αλύσεις οι γενναίοι ναύται νομίζοντες, ότι δι’ αυτών θ’ αποκρούσωσι τον κίνδυνον… Αλλά και η δρύϊνη καρδία των και ο χάλκινος θώραξ κάμπτεται. Θραύονται αι αλύσεις και το πλοίον αύτανδρον εις την ακτήν παρασύρεται ως παρασύρει πνοή ανέμου ελαφρόν πτερόν.»

«Το λιμάνι μετά από καταιγίδα.»

Ο Λαμπάκης διάβασε στον κώδικα της Μονής στη σελίδα 110 την καταχωρηθείσα πράξη την οποία μας μεταφέρει:

«Επί Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ. Ιωακείμ του Γ΄ ηγουμενεύοντος της Ιερας Μονής Σκαλωτής αρχιμανδρίτου Διονυσίου τη νυκτι της 14 προς την 15 του μηνός Ιουνίου 1902 πατριαρχική και συνοδική διαταγή εγένετο εν τω ναώ της Μονής η εις αρχιερέα χειροτονία του εψηφισμένου Μητροπολίτου Σκοπίων κ. Φιρμιλιανού υπό τριών συνοδικών αρχιερέων Μητροπολιτών Χίου κ. Κωνσταντίνου, Βοδενών κ. Νικοδήμου και Λιτίτσης, κ. Νικηφόρον, δύο ιερέων και δυο ιεροδιακόνων του Οικουμενικού Θρόνου και συμψαλλόντων του Μητροπολίτου Άγιου Αίνου κ. Γερμανού και του ηγουμένου τής Μονής. Αμα δε παρόντων του εν Άδριανουπόλει γενικού της Ρωσσίας προξένου, ενός διερμηνέως της εν Κων)πόλει βασιλικής πρεσβείας, του εv Θεσσαλονίκη υποπροξενου της Ρωσσίας και του εν Σκοπιοις προξένου της Σερβίας μετά των καββάσιδων αυτών και δύο κλητήρων πατριαρχικών»

Εντύπωση όμως κάνει και η εξής πληροφορία:

«Καθ’α δ' επληροφόρησαν ημάς, εν τη Μονή υπήρχεν ο κτητορικός σταυρός της Μονής φέρων επιγραφήν «Αλέξιος Κομνηνός Κτήτωρ Μονής», ούτος όμως απωλέσθη το 1902 κατά την χειροτονίαν του Φιρμιλιανού.».

Το στρατιωτικό απόσπασμα που έστειλε ο Καιμακάμης της Αίνου δεν κατόρθωσε καθώς φαίνεται να αποτρέψει την κλοπή του σταυρού αυτού.

Επιστρέφοντας ο Λαμπάκης στο Δεδεαγατς είχε και μια περιπέτεια. Γράφει στο Δελτίον Ι του έτους 1911:

«Δεν θα λησμονήσωμεν ποτέ, ότι εξ Αίνου επιστρέφοντες εις Δεδεαγάτς, και κρατούντες εν χερσι τας σημειώσεις ημών αυθωρεί ωδηγήθημεν εις την Αστυνομίαν, ήτις εξήλεγξε τί γράφομεν και τί σημειούμεν».

Ο Φιρμιλιανός δεν πρόλαβε να χαρεί για πολύ την χειροτονία του. Πέθανε στο Βελιγράδι στις 7 Δεκεμβρίου 1903, όπου είχε μεταβεί προς επίσκεψη του αδελφού του. Ενταφιάστηκε στα Σκόπια στις 12 Δεκεμβρίου 1903.

Πέτρος Γ. Αλεπάκος
Δικηγόρος – ιστορικός ερευνητής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Α. ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΟ ΕΠΙΣΚΟΠΙΚΟΝ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΔΕΒΡΩΝ ΚΑΙ ΒΕΛΙΣΣΟΥ
2. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ, Η ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ (1894-1904)
3. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Θ. ΣΑΜΟΘΡΑΚΗΣ, Ή Μονή τής Σκαλωτής, ΘΡΑΚΙΚΑ ΤΟΜ. 17, 1942
4. Εφημερίδα ΑΓΩΝ φύλλο της 28ης Ιανουαρίου 1900
5. Επίσκεψις εις την Μονήν Σκαλωτής επί τή χειροτονία τού Φιρμιλιανού. ’Έκθεσις του δευτερεύοντος Παρθενίου Βαρδάκη, έν «Εκκλησιαστική Αλήθεια» 1902, σελ. 824.
6. Τζουμέρκας, Παναγιώτης (2004, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), Ο Επίσκοπος Κίτρους Παρθένιος Βαρδάκας 1904-1933. Ο βίος και η δράση του: συμβολή στην επισκοπική ιστορία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Μακεδονία 
7. Δελτίον Η του έτους 1908 και Δελτίον Ι του έτους 1911 Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρίας.
8. ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ , ΕΤΗΣΙΟΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ 1897, ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ ΑΝΕΣΤΗ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ
9. ΤΟ ΦΙΡΜΙΛΙΑΝΕΙΟΝ ΖΗΤΗΜΑ ΗΤΟΙ Ο ΕΚ ΣΕΡΒΙΑΝ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟΥ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΒΙΛΑΕΤΙΟΥ ΚΟΣΣΟΒΟΥ ΜΕΤΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ, ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΦΙΛΙΠΠΙΔΟΥ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΕΚ ΤΟΥ ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑΤΩΝ ΚΟΥΣΟΥΛΙΝΟΥ 1903
10. Φωτογραφίες από το Λεύκωμα: Θράκη - Κωνσταντινούπολη: Το οδοιπορικό του Γεωργίου Λαμπάκη (1902) Υπουργείο Πολιτισμού. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο. 2007
11. Φωτοαρχειο Γ. Π. Αλεπακου