Παρασκευή 19 Νοεμβρίου 2021

Η κατάληψη του Δεδεαγατς (Αλεξανδρούπολη) από τους Ρώσους το 1878

(υπ'αριθ.80/2021 τεύχος του περιοδικού ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ) 

Η αποτυχία της διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης τον Δεκέμβριο του 1876 και η άρνηση της Πύλης να αποδεχθεί τη διακήρυξη στην οποία κατέληξαν οι μεγάλες δυνάμεις που συμμετείχαν στη διάσκεψη, δηλαδή την αυτονομία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης, την αυτονομία της Βουλγαρίας βορείως του Αίμου και μεταρρυθμίσεις για τους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς και μαζί οι τουρκικές βιαιότητες εις βάρος των βουλγάρων, έδωσαν την αφορμή στη Ρωσία να κηρύξει στις 12/24 Απριλίου 1877 τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κήρυξη του πολέμου από τη Ρωσία, καθόρισε σημαντικά τις εξελίξεις στην Ευρώπη και έφερε μια ίλη λογχοφόρων της Πετρουπόλεως στην αρτισύστατη τότε πόλη μας.

Ο πόλεμος ξεκίνησε στην περιοχή της Πλέβνα (σημερινό Πλέβεν στη βόρεια Βουλγαρία), η οποία αποτελούσε το κλειδί για την είσοδο του ρωσικού στρατού στο νότιο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου. Το ρωσικό στρατό διοικούσε ο μέγας δούκας Νικόλαος Νικολαγιεβιτς αδερφός του τσάρου Αλέξανδρου ο Β΄΄

Η αντίσταση του Οθωμανικού στρατού, στον οποίο είχαν προστεθεί βασιβοζούκοι, Κιρκάσιοι, Ζειβέκοι και οπλισμένοι μουσουλμάνοι χωρικοί, δεν ήταν αρκετή για να ανακόψει τη κάθοδο των Ρώσων. Ο πόλεμος ήταν καταστρεπτικός για όλες τις πλευρές. Η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟ - ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» που μεταφράστηκε από τα Γαλλικά από τον Κωνσταντίνο Ε. Λουρέντζη, μας λέει ότι

«εάν οι τούρκοι εισήρχοντο εν τινι χριστιανικώ χωρίω, πάραυτα επυρπόλουν αυτό, αι γυναίκες και τα παιδία εφονεύοντο, εν συντόμω δε η σφαγή είναι εντελής. Ωσαύτως εάν οι χριστιανοί εύρισκον τουρκικόν τι χωρίον εις απόστασιν τινά της μεγάλης οδού η αυτή τύχη επεφυλάσσετο αυτώ χάριν αντεκδικήσεως.»

Το μικρό Δεδεαγατς ήδη από τους πρώτους μήνες του πολέμου λόγω του λιμανιού και του σιδηροδρόμου υποδέχεται τουρκικά στρατεύματα, που προωθούνται στο μέτωπο. Το πρωινό μάλιστα της 19ης Ιουλίου 1877 με έκπληξη είδαν οι λιγοστοί κάτοικοι της πόλης να έχουν συγκεντρωθεί τα πρώτα ατμόπλοια έξω από το μικρό λιμάνι, τα οποία μετέφεραν την μεραρχία του Σουλευμάν πασά (Suleiman Pasha), που επιβιβάστηκε στο Αντίβαρι (σημερινό Antìvari στο Μαυροβούνιο) και ήρθε να ενισχύσει την άμυνα της Αδριανούπολης. Διαβάζουμε σε άρθρο του Νεολόγου της 16/28 Ιουλίου:

«Ο Σουλευμάν πασσάς, ..., αφίκετο την Παρασκευήν εις Δεδεαγάτς μετά πάντων των υπ’αυτόν στρατευμάτων. Αμέσως ήρξατο η αποβίβασις των στρατευμάτων και πολεμικού υλικού από των πλοίων και η δια του σιδηροδρόμου μεταφορά αυτών εις Αδριανούπολιν».

Όμως ο Σουλευμάν πασάς δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση των Ρώσων με αποτέλεσμα έξι μήνες αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1878, ο στρατηγός Σκόβελεφ (Mikhail Dmitrievich Skobelev) με το επιτελείο του να εισέρχεται στην Αδριανούπολη.

«Ο Στρατηγός ΣΚΟΒΕΛΕΦ.»

Την προηγουμένη, όπως πληροφορούμαστε από Νεολόγο της 10-1-1878, αποχώρησε με κατεύθυνση προς το Δεδεαγατς ο πολιτικός Διοικητής της Αδριανούπολης:

«Η τελευταία αμαξοστοιχία, η προς το Δεδεαγάτς, φέρουσα τον πολιτικόν διοικητήν Δζεμίλ πασσάν και τα αρχεία, απήλθεν εξ Αδριανουπόλεως τη 1ωρ. της πρωίας»

Η προέλαση των Ρώσων προκάλεσε μεγάλο κύμα μουσουλμάνων προσφύγων, βασιβουζούκων, αθιγγάνων και Κιρκασίων, που εγκατέλειπαν τις εστίες τους στη Θράκη και κατευθύνονταν στην Κωνσταντινούπολη. Το Δεδεαγατς δέχθηκε χιλιάδες τέτοιους πρόσφυγες λόγω του λιμανιού του, στο οποίο συνέρρεαν προκειμένου να διαφύγουν με πλοία που έστελνε η Πύλη: «Χθές κατέπλευσεν έκτακτον αυστριακόν εκ Τεργέστης, η «Καλυψώ» προσεγγίσαν κατά διαταγήν της κυβερνήσεως είς Δεδέαγατς και παραλαβόν υπέρ τους δισχιλίους πρόσφυγας.» (Νεολόγος 18-1-1878). Ίσως τότε έγινε και η πρώτη εγκατάσταση αθιγγάνων που παραμένουν μέχρι και σήμερα.

«Οθωμανοί πρόσφυγες συρρέουν κατά χιλιάδες 1878.»
«Το σήμερον καταπλεύσαν γαλλικόν ατμόπλοιον της εταιρίας «Φραισσινέ» προσεγγίσαν εκ Θεσσαλονίκην, είς Δεδεαγατς και είς Καλλίπολιν, εκόμισε περί τους 1300 πρόσφυγες, τους πάντες σχεδόν μουσουλμάνους εκ Δεδέαγατς. Εκ Θεσσαλονίκης ολίγιστοι επέβησαν του ατμοπλοίου, εκ δε Καλλιπόλεως μόνον η οικογένεια του εκεί πράκτορος της εταιρίας, καθόσον το ατμόπλοιον πλήρες ον δεν ηδύνατο να παραλάβη άλλους. Υπήρχον εν τούτοις πλείστοι όσοι έτοιμοι προς αναχώρησιν. Εκ του ατμοπλοίου εφαίνοντο μακράν επί των υψωμάτων πλήθος φυγάδων «Κιρκασίων» ως υπετέθη, κατερχομένων προς Καλλίπολιν. Πλείστοι πρόσφυγες αφίκοντο σήμερον το πρωί δια του σιδηροδρόμου είς Σιρκετζι ισκελεσί. (Κωνσταντινούπολη)» (Νεολόγος 23-1-1878).  

Χαρακτηριστικό ήταν το τηλεγράφημα του Έλληνα υποπροξένου από το Δεδέαγατς ότι συνεχώς έφταναν βαγόνια γεμάτα από πρόσφυγες και Κιρκάσιους και υπήρχε φόβος να διασαλευτεί η τάξη. Ως τις 11 Ιανουαρίου του 1878 στην Κωνσταντινούπολη είχαν συγκεντρωθεί 100 χιλιάδες πρόσφυγες, τρομοκρατημένοι από τους Ρώσους που πλησίαζαν, ενώ σ' όλη τη Θράκη επικρατούσε χάος, όπως ανέφερε στην έκθεσή του (16-01-1878) ο Έλληνας Υποπρόξενος στο Δεδέαγατς.

Καθώς η προέλαση του Ρωσικού στρατού συνεχιζόταν οι τούρκοι πανικόβλητοι ζήτησαν ανακωχή, η οποία υπογράφτηκε στην Αδριανούπολη την 18η/30η Ιανουαρίου 1878. Η ανακοίνωση όμως της ανακωχής άργησε να φτάσει σε όλες τις ρωσικές μονάδες. Η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟ - ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» αναφέρει:

«Εν τοσούτω επειδή η ανακωχή δια την συνομολόγησιν της οποίας προ δεκαπενθημερίας διεπραγματεύοντο δεν είχεν εισέτι υπογραφή, ο μέγας δούξ Νικόλαος διέταξε τον Σκόβελεφ να εξακολουθήση την επί τα πρόσω πορείαν αυτού. Επομένως ο μεν Στρουκώφ μετά των ιππέων αυτού διηυθύνετο προς την Κωνσταντινούπολι δια της διπλής οδού των Σαράντα Εκκλησιών και του Λουλέ Βουργάς, η δε 2α μεραρχία του ιππικού της φρουράς στηριζομένη υπό μιάς φάλαγγος πεζικού και διοικουμένου υπό του στρατηγού Σνιτνικώφ απεστάλη προς την διεύθυνσιν της Καλλιπόλεως δια των οδών του Διδυμοτείχου και του Ουζούν - κιοπρού. Τη 14/26 Ιανουαρίου του Σνιτνικώφ καταλαβόντος αμφοτέρας τας πόλεις οι κάτοικοι τούτων μωαμεθανοι τε και χριστιανοί παρουσιάζοντο προ των ρώσσων οίτινες απελευθέρουν αυτούς των κιρκασίων προσφέροντες αυτοίς, ως έδει, τον άρτον και το άλας. Εις Ουζούν - Κιοπρού περιήλθεν εις την κατοχήν αυτών απέραντος αποθήκη ζωοτροφιών και διπυρίτου.»

Στην επίθεση αυτή οι Ρώσσοι επιτελικοί επείγονταν να καταλάβουν το Δεδεαγατς για να χρησιμοποιήσουν τις ατμομηχανές και τα βαγόνια στις επιχειρήσεις τους:

«Ενώ ο συνταγματάρχης Κουτεινκώφ μετέβαινεν εις την τελευταίαν ταύτην θέσιν (μεταξύ Βααβά - Εσκή και Λουλέ Βουργάς), ίλη τις των λογχοφόρων της Πετρουπόλεως διοικουμένη υπό του λοχαγού Σβέτ απεστάλη εις τον σταθμόν του Παύλου (Πυθίου) κείμενον μεταξύ Λουλέ - Βουργάς και Βουργάς - Κουλεμά ένθα υπήρχε διακλάδωσις τις του σιδηροδρόμου διευθυνομένη δια Διδυμοτείχου και Δεδέαγάτς εις το Αιγαίον. Η ίλη αύτη 75 χιλιόμετρα διανύσασα και καταλαβούσα τον σταθμόν του Παύλου τότε μόνον ηνώθη μετά του συντάγματος οπόταν έμαθον ότι το Λουλέ - Βουργάς περιήλθεν εντελώς εις την εξουσίαν αυτού. Αι δυο αύται εκστρατείαι εντελώς επιτυχούσαι τα μέγιστα ωφέλησαν σύμπαντα τον ρωσσικόν στρατόν διότι ένεκα της κατοχής του Παύλου και του Λουλέ - Βουργάς ούτος έταμεν ολοσχερώς την διακλάδωσιν του Διδυμοτείχου - Δεδέ-Αγάτς καθ ην εποχήν ευρίσκοντο εν τω τελευταίω τούτω σταθμώ 200 σιδηροδρομικαί άμαξαι και 5 ατμάμαξαι αίτινες θα επετάχυνον την μεταφοράν των στρατευμάτων του πυροβολικού, των ζωοτροφιών και πολεμοφοδίων εις τα τελευταία σημεία της επί τα πρόσω πορείας αυτού.»

«Το νέο λιμάνι στο Δεδέαγατς 1878.»

Έτσι λοιπόν ένα τμήμα του Ρωσικού στρατού που ακολούθησε νοτιοδυτική πορεία έφτασε στο Δεδεαγάτς, το οποίο κατέλαβε την 23η Ιανουαρίου 1878 (παλιό ημερολόγιο). Διαβάζουμε σχετικά σε εφημερίδες της εποχής:

«Νεωτέρων ειδήσεων περί της ανακωχής και της ειρήνης στερούμεθα. Φαίνεται όμως ότι ή δεν εστάλησαν έτι οριστικαί διαταγαί είς πάντα τα ρωσσικά στρατηγεία περί αναστολής των εχθροπραξιών, ή ότι άλλως καθορίζεται εν τη ανακωχή εκτός των ήδη κατεχομένων ή κατοχή και άλλων τινών μερών υπό των ρωσσικών στρατευμάτων. Ούτω φερ΄ ειπείν, οι Ρώσσοι ουδόλως ανέστειλαν την προς το Δεδεαγάτς προέλασιν, τουναντίων δε συντόνως αυτήν εξακολουθήσαντες κατέλαβον χθές την 2 ½ ώραν μ.μ. τον ειρημένον λιμένα. Λέγεται δε προς τούτοις ότι θέλουσι καταλάβει και την Τσατάλδζαν και τα πέριξ.» (Νεολόγος 24/5-2-1878).

«Εκτός της εμφανίσεως των Ρώσσων εις Ορμανλή, έτερον απόσπασμα κατέλαβε την Σηλυβρίαν αφού προσεκάλεσε τον Χεδαχέτ πασσάν να κενώση την πόλιν. Ωσαύτως οι Ρώσσοι, επλησίασαν την παραλίαν εις τα πέριξ της Καλλιπόλεως, όπου και συνέστησαν διαφόρους σταθμούς προς διατήρησιν της ησυχίας και τάξεως, ενώ έτερον απόσπασμα εκ Διδυμοτείχου κατερχόμενον μετέβη εις Δεδέ Αγάτς και κατέσχε 140 αμάξας σιδηροδρομικάς και τρεις ατμαμάξας.» (Βυζαντίς 27-1-1878).

«Η κατάληψις του Δεδεαγάτς εγένετο, φαίνεται, επί τω κυρίω σκοπώ του να καταλάβωσιν εν τω κεντρικώ εκείνω σταθμώ το εκεί συσσωρευθέν υλικόν της εταιρίας συμποσούμενον, ως λέγεται, εις πλείους των 140 σιδηροδρομικών αμαξών μετά πολλών ατμαμαξών. Το υλικόν τούτο τα μέγιστα διευκολύνει τας συγκοινωνίας και τας επισιτίσεις των Ρώσσων. Φαίνεται δε ότι εκείθεν εποιήσαντο προελάσεις τινάς, προς τον κόλπον του Σάρου, όπου λέγεται ότι κατέλαβον παράλια τινα σημεία.» (Νεολόγος 25/6-2-1878).

Μάλιστα γύρω από το Δεδεαγατς οι Ρώσοι κατέλαβαν και πλούσια λεία που είχαν εγκαταλείψει Κιρκάσιοι από τις λεηλασίες τους στα χριστιανικά χωριά.

«Καθά πληροφορούμεθα, οι Ρώσσοι κατέλαβον εν τοις πέριξ του Δεδεαγατς 4.000 αμάξας Κιρκασίων περιεχούσας λείας διαφόρους εκ διαρπαγών και λοιπών περιουσιακών κατορθωμάτων προερχομένας,υποτιθεμένας δε ότι προέρχονται εκ των περί την Βιζύην χωρίων. Αι άμαξαι αύται διατελούσι νύν υπό την κατοχήν των Ρώσσων». (Νεολόγος 28/10-2-1878).

Για να δούμε πως ήταν η μικρή πολίχνη αρκεί να διαβάσουμε την έκθεση του Ν. Γεννάδη, Προξένου Αδριανούπολης, στις 17-08-1877, όπου αναφέρεται ότι:

«Το Δεδέαγατς, που είναι και κεφαλή του σιδηροδρόμου, όλως αλίμενον μέρος, είναι αρτισύστατος εμπορική κωμόπολις. Εν αυτή ουδέ οχύρωμα τι, ουδέ στρατιωτική φρουρά υπάρχει. Από Δεδέαγατς εις Αδριανούπολιν φθάνει τις διά του σιδηροδρόμου, διανύοντος 24 χιλιόμετρα ανά πάσαν ώραν, εις 7 ώρας. Υπάρχουσι δ' εν τη γραμμή ταύτη οι εξής σταθμοί: Φερρών, Μπιτικλί (Τυχερό), Σουφλί, Διδυμοτείχου, Κούλελι - Μπουργάζ (Πύθιο), Ουρλί (Θούριο) και Αδριανουπόλεως. Πεζή δε πορεία από Δεδέαγατς εις Αδριανούπολιν εστί 35 ωρών ...».

«Το λιμάνι του Δεδέαγατς γύρω στο 1874.»

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι παρά τη στρατηγική του σημασία λόγω του σιδηροδρόμου και του λιμανιού του, το Δεδεαγατς, όταν το κατέλαβαν οι Ρώσοι, δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό, το οποίο δεν είχε γίνει ακόμα έδρα σαντζακίου ούτε είχε μεταφερθεί σε αυτό ή έδρα του μητροπολίτη Αίνου. Όσο μικρό και αν ήταν κυριαρχούσε όμως το ελληνικό στοιχείο, για το λόγο αυτό οι Ρώσοι αναγνωρίζοντας το εμπορικό δαιμόνιο και την πολυμάθεια των Ελλήνων κατοίκων της πόλης, η κοινότητα των οποίων ήταν η πιο εύρωστη, διόρισαν αρχιγραμματέα των τελωνείων έναν Έλληνα, τον Νικόλαο Βαφειάδη, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω. Ο θρύλος λέει ότι ο πολιτικός διοικητής που διορίστηκε από τους Ρώσους Ιωάννης Φιμερέλλης, ζήτησε από αυτούς την σύνταξη του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου της. Πρόκειται για μια ατεκμηρίωτη πληροφορία που σκοντάφτει στην κοινή λογική. Οι Ρώσοι ήρθαν προσωρινά ως κατακτητές αλλά και αν ακόμα είχαν βλέψεις να μείνουν μόνιμα, το διάστημα που παρέμειναν εδώ μεσούντος του πολέμου και της γενικότερης αναστάτωσης σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο δεν υπήρχε προφανώς η ανάγκη σχεδίασης ρυμοτομικού σχεδίου λόγω αύξησης του πληθυσμού και ανέγερσης κτισμάτων για την στέγαση του κόσμου ούτε φυσικά θα ανθούσε το εμπόριο την ταραγμένη εκείνη εποχή. Η Αδριανούπολη και η επαρχία της από την οποία και προς την οποία γινόταν εξαγωγή των προϊόντων της αλλά και εισαγωγή από το εξωτερικό προϊόντων αντίστοιχα ήταν υπό Ρωσική κατοχή, οι συγκοινωνίες είχαν παραλύσει, το μόνο εμπόριο που διεξαγόταν ήταν για τη σίτιση των στρατευμάτων, άμεσο ήταν το πρόβλημα των προσφύγων, τα στρατεύματα σε επιφυλακή για τυχόν επανάληψη των εχθροπραξιών και οι ξένες αγορές διέκειντο δυσμενώς απέναντι στη Ρωσία. Τέλος όταν επανήλθαν οι τούρκοι για ποιο λόγο να θέλουν να κρατήσουν το σχέδιο ρυμοτομίας των πρώην εχθρών τους; Οι σκέψεις αυτές επιβεβαιώνονται και από την αλληλογραφία του Γάλλου προξένου στο Δεδεαγατς κατά τη διάρκεια της ρωσικής κατοχής J. Sapet, που ανακοίνωσε στο πρόσφατο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για την ιστορία της Αλεξανδρούπολης ο ερευνητής στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών Γεώργιος Κουτζακιώτης. Με τις επιστολές αυτές ο Sapet πληροφορούσε τον προϊστάμενο του Πρόξενο στην Κωνσταντινούπολη για την ρωσική παρουσία στην μικρή πόλη μας. Τίποτα δεν αναφέρει για σχέδιο πόλεως. Πιο λογική λοιπόν μου φαίνεται εξήγηση ότι η επέκταση του αρχικού σχεδίου που είχε γίνει από την εταιρεία ανατολικών σιδηροδρόμων να έγινε πάλι από την ίδια και πάντως από την Οθωμανική κυβέρνηση.

Εντωμεταξύ η προέλαση των Ρώσων συνεχιζόταν προς την Κωνσταντινούπολη γεγονός που ανησύχησε τη διεθνή γνώμη και τον ξένο τύπο της εποχής. Έτσι διαβάζουμε:

«Αναφορές από την Κων/πολη λένε ότι ο Suleiman Pasha έφερε πάνω από 30.000 άντρες, ύστερα από απίστευτες ταλαιπωρίες ανάμεσα στα χιονισμένα βουνά της Θράκης. Μια πηγή από την Κων/πολη λέει ότι αναφέρθηκε σήμερα το πρωί εδώ ότι ο κυβερνήτης της Καλλίπολης εγκατέλειψε την πόλη ... Άλλη πηγή από την Κων/πολη στο Reuter’s λέει ότι οι Ρώσοι έχουν φτάσει στην Κεσάνη και αναμένονται να φτάσουν στα περίχωρα της Καλλίπολης το Σάββατο. Λονδίνο 24 Πηγή του Reuter’s από την Κων/πολη αναφέρει ότι ο στόλος που κυβερνάται από τον Manthorpe Bey έχει αναχωρήσει για την Καβάλα να παραλάβει τα στρατεύματα του Suleiman Pasha. Ο μισός στρατός θα μεταφερθεί στην Καλλίπολη και ο άλλος μισός στην Κων/πολη.» (The N.Y. Times 24-1-1878).

Στο Δεδέαγατς πάντως οι Ρώσοι διόρισαν αρχιγραμματέα των τελωνείων τον Νικόλαο Βαφειάδη, ο οποίος συνέτασσε τα τελωνειακά έγγραφα των πλοίων στα ελληνικά και τα σφράγιζε με μια σφραγίδα που έγραφε «Άγιος Νικόλαος»:

«Τα εκ Δεδέ αγάτς απαίροντα πλοία λαμβάνουσι τα τελωνειακά αυτών έγγραφα ελληνιστί συντεταγμένα, και τούτω διότι, ως φαίνεται, τελώνην διώρισαν ένα των εκεί ομογενών, η δε σφραγίς δια της οποίας επικυρούνται ταύτα φέρει τας λέξεις ελληνιστί Άγιος Νικόλαος. Αρχιγραμματέα του εν Δεδέ αγάτς τελωνείου διώρισαν τον εκεί διατρίβοντα κ. Νικόλαον Σ. Βαφειάδην.» (Νεολόγος 8/20-2-1878).

Ο διορισμός τελώνη δείχνει ότι είχε αρχίσει να φαίνεται κάποια εμπορική κίνηση κυρίως για τον επισιτισμό των στρατευμάτων κατοχής, ενόσω καθυστερούσαν οι διαπραγματεύσεις για το μοίρασμα των βαλκανίων στα διπλωματικά σαλόνια. Αυτό καταδεικνύεται και από άρθρο του Νεολόγου στις 26/7-2-1878:

«Το αυτό ατμόπλοιον (της εταιρίας Φραισινέ) αναπλέον προς τα ενταύθα, προσήγγισαν εις Δεδεαγάτς, εκεί ώρθη ολίγον απωτέρω λευκή σημαία, εξήλθεν δε δια λέμβου ο πλοίαρχος εις την ξηράν και επεθεώρησε τα ναυτιλιακά αυτού έγγραφα υπό των ρωσσικών αρχών, αίτινες επεκύρωσαν εν τη θέσει του λιμενάρχου τον τέως τοιούτον. Εκ Δεδέαγάτς το γαλλικόν ατμόπλοιον παρέλαβε δι’ενταύθα φορτίον 600 τόννων, ως και τινας επιβάτας, και επειδή οι Ρώσσοι έλυσαν την υφισταμένην απαγόρευσιν εις την μεταφοράν σιτηρών και ή τινός άλλου, και άλλα πλοία περιλαμβάνουσιν εκ Δεδέαγάτς φορτία, αφήκε δε εκεί εν ατμόπλοιον και δύο ιστιοφόρα φορτόνοντα. Εκ Δεδέαγάτς 40 ρώσσοι στρατιώται και δυο αξιωματικοί επέβησαν πλοίου και διευθύνθησαν εις Αίνον.»

Υπό την πίεση της Μεγάλης Βρετανίας, η Ρωσία αποδέχθηκε μεν την ανακωχή που προσέφερε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 30 Ιανουαρίου 1878, αλλά συνέχισε να κινείται, όπως αναφέραμε, προς την Κωνσταντινούπολη. Οι Βρετανοί έστειλαν στόλο από πολεμικά πλοία υπό το Ναύαρχο Sir Geoffrey Thomas Phipps Hornby για να αποτρέψει τη Ρωσία από την είσοδο στην πόλη, έτσι οι ρωσικές δυνάμεις σταμάτησαν τελικά στον Άγιο Στέφανο (σημερινό Γιεσίλκιοϊ Yeşilköy), προάστιο έξω από την Κωνσταντινούπολη.


«O Βρετανικός στόλος στα Δαρδανέλια το 1878 (Cassell's Illustrated History of the Russo-Turkish War 1878).»
Εκεί υπογράφηκε η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου στις 19 Φεβρουαρίου / 3 Μαρτίου 1878, με την οποία η Οθωμανική Αυτοκρατορία θα αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ρουμανίας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και την αυτονομία της Βουλγαρίας.

Αρχικά οι Ρώσοι δεν ήθελαν να αφήσουν το Δεδεαγατς, αποκτώντας έτσι πρόσβαση στο Αιγαίο, γεγονός βέβαια που προκαλούσε την αντίδραση των Βρετανών, όπως διαβάζουμε σχετικά στις ξένες εφημερίδες της εποχής.

«ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΣΠΟΡΟ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗΣ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΑΠΟ ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΟ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ»

Πηγή του Reuter’s από την Κων/πολη ανακοίνωσε ότι ο Στρατηγός Todleben πρόκειται να αποσυρθεί στη γραμμή της Tchataldja, αφήνοντας μια μικρή δύναμη στον Αγιο Στέφανο. Οι Ρώσοι προτείνουν να τραβηχτούν πίσω από τη γραμμή μεταξύ Δεδεαγατς και Αδριανούπολης εφόσον ο Βρετανικός στόλος αποσυρθεί την ίδια στιγμή.» (The N.Y. Times 8-5-1878).

«Η συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (The Illustrated London News, Τόμος 72).»

Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη κρατούσαν πολύ, αφού από τον Άγιο Στέφανο το επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας μεταφέρθηκε τον Ιούνιο του 1878 στο Βερολίνο όπου οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούσαν να περιορίσουν τα κέρδη της Ρωσίας από την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.

Η δράση βουλγάρων κομιτατζήδων και ιδίως του Πέτκο (Petko Kirkov Петко Кирков) γνωστού ως Petko Voyvoda (Капитан Петко Войвода) (1844-1900) και οι βιαιοπραγίες τους προς τους εναπομειναντες μουσουλμανικούς πληθυσμούς ενόχλησαν τον ξένο τύπο και ανάγκασαν τους Ρώσους να πάρουν κάποια μέτρα:

«Πληροφορίες από την Κων/πολη παρουσιάζουν ότι οι Βούλγαροι σε όλη τη Ρούμελη έχουν διαπράξει τρομερές γενοκτονίες σε Μουσουλμάνους. Ο Στρατηγός Todleben έχει διατάξει έντονα μέτρα για την τήρηση της τάξης. Τρεις Βούλγαροι που συνελήφθησαν με κόκκινα χέρια, εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στο Δεδεαγατς.» (The N.Y. Times 9-6-1878).

Το φθινόπωρο του 1878 ήταν τραγικό για τους Ρώσους στην πόλη μας, καθόσον αξιωματικοί και στρατιώτες προσβλήθηκαν από την ασθένεια του τύφου και μάλιστα πέθαναν 30 από αυτούς. Οι αξιωματικοί ενταφιάστηκαν στο τμήμα της οδού Μαυρομιχάλη, μεταξύ των οδών Αίνου και Βιζβίζη (περιοχή 2ου Δημοτικού Σχολείου), όπου άφησαν και ένα μνημείο που βρίσκεται σήμερα στον αυλόγυρο του Αγ. Νικολάου, ενώ οι στρατιώτες στο στρατόπεδο έξω από την πόλη. Η τιμητική επιγραφή στη μνήμη των Ρώσων που βρέθηκε στο χώρο ταφής των αξιωματικών γράφει τα εξής:

«ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ 9ου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΑΡΟΙΝΓΕΡΜΑΝ ΛΑΝΣΚΙ ΤΡΙΑΝΤΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΠΕΣΑΝ ΧΤΥΠΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΤΥΦΟΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ ΤΗΝ 1ην ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1878»

Τελικά αφού υπογράφηκε η Συνθήκη του Βερολίνου (1 Ιουλίου / 13 Ιουλίου 1878) τα ρωσικά στρατεύματα αρχίζουν σταδιακά να αποχωρούν από την Θράκη και επανέρχονται οι Οθωμανικές αρχές.

«Το συνέδριο του Βερολίνου.»

Από το Δεδέαγατς αποχώρησαν στις 25-9/7-10 1878 σύμφωνα με δημοσίευμα του Νεολόγου της 29-9-1878:

«Γράφουσιν ημίν εκ Δεδε αγάτς τη 25/7 οκτωβρίου. Χθές κατέπλευσεν εις τον λιμένα ημών οθωμανικόν θωρηκτόν, φέρον 150 στρατιώτας, καταλαβόντας τον τόπον των Ρώσσων, οίτινες ήρξαντο αναχωρούντες αυθημερόν. Την εσπέραν της χθές πολλοί αξιωματικοί Ρώσσοι και Τούρκοι συνευθύμησαν. Λέγεται ότι οι Ρώσσοι προπίνοντες, ηύχοντο υπέρ του αναμενομένου αγγλορωσσικού πολέμου. Σήμερον ανεχώρησε και ο επίλοιπος ρωσσικός στρατός. Ήδη το Δεδέ αγάτς κατελήφθη υπό των τουρκικών δυνάμεων.» (Νεολόγος 29-9-1878).

«ΝΕΟΛΟΓΟΣ 29-9-1878.»

Η μικρή μας πόλη στα πρώτα εκείνα βήματα του ιστορικού της βίου έζησε από κοντά για πρώτη φορά το δράμα του πολέμου. Οι πρώτοι εκείνοι κάτοικοι ίσως αντελήφθησαν ότι ήταν αδύνατο πια να αποφύγουν τους πολέμους που θα ακολουθούσαν, όσο η πόλη τους βρίσκονταν στην οριογραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης.

Πέτρος Γ. Αλεπάκος
Δικηγόρος – ιστορικός ερευνητής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, εκδοτική Αθηνών
2. ΤΟ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ, EDOUARD DRIAULT, έκδοση ΙΣΤΟΡΗΤΗΣ
3. LES GRECS DE L’EMPIRE OTTOMAN ETUDE STATISTIQUE ET ETHNOGRAPHIQUE. A. SYNVET-CONSTANINOPLE 1878
4. Ιστορία του ρωσσο-τουρκικού πολέμου: Μετά εκατόν είκοσιν εικονογραφιών / Μετάφρασις εκ του Γαλλικού υπό Κωνσταντίνου Ε. Λουρέντζη ,1890
5. Αρχείο εφημερίδων The N.Y. Times, Νεολόγου Κων/πολεως, Βυζαντίς Κων/πολεως από το αρχείο της Βουλής
6. http://sitalkisking.blogspot.com του Παντελή Αθανασιάδη
7. Φωτοαρχείο Γεωργίου. Π. Αλεπάκου

Κυριακή 24 Οκτωβρίου 2021

ΟΡΦΕΩΣ ΔΡΥΕΣ - Μία άλλη πρόταση για την προέλευση της πρώτης ονομασίας της πόλης μας.

(υπ'αριθ.79/2021 τεύχος του περιοδικού ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ και υπ'αριθ. 17.023/10-12-2021 φύλλο της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ)

Τελευταία υποστηρίχθηκε η άποψη ότι λύθηκε το ζήτημα της προέλευσης της πρώτης ονομασίας της πόλης μας: Δεδε αγατς (Dedeagac ή Dedeaghadje ή Dedeagh ή Dédéagatch), ότι δηλαδή τελικά οφείλεται σε έναν Δερβίση που είναι θαμμένος στην παραλία στο ύψος περίπου του σημερινού Νομαρχείου όπως προκύπτει από φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα που δήθεν δείχνει και τον τάφο αυτό. Πέραν του ότι δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι φαίνεται στην εν λόγω φωτογραφία πράγματι τάφος ή κάποιο πηγάδι, η άποψη αυτή δεν μπορεί να αιτιολογήσει πως και δεν υπάρχει καμιά γραπτή μαρτυρία τόσο Ελληνική, ή Τουρκική ή άλλη που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του συγκεκριμένου τάφου.

«Χάρτης της Θράκης του 1700.»

Πάντως ο θρύλος του ερημίτη για πρώτη φορά αναφέρεται το 1897 από τον Αχιλλέα Σαμοθράκη(1879-1944) [1], ο οποίος υπό το ψευδώνυμο Σαρπηδών, μας λέει τα εξής:

«Λέγεται ότι εις ο μέρος υψούται νυν ο φάρος υπό γηραιάν δρυν εμόναζεν Οθωμανός ερημίτης, εις ον οφείλεται και η ονομασία της πόλεως, δένδρον του ερημίτου. Δάσος μέγα εξετείνετο μέχρι της αξένου ακτής ενθα σήμερον η πόλις κρυσφήγετον διαβοήτου ληστείας, ης τα φοβερά άθλα διασώζονται ως απαίσια παράδοσις. Πόσον άγριος ήν ο τόπος. Μόνον ο ερημίτης ηδύνατο να κατοικήσει εκεί εντρυφών εν τη αγριότητι του τόπου και απολαύων της βροντοφώνου μουσικής των επι της ακτής θραυομένων λυσσαλέων του νώτου κυμάτων. Και μόνο η σκληρά δρυς περιφρονούσα πάντα ανθρώπινον φόβον ην η σιωπηλή σύντροφος του θεολήπτου αυτού ανθρώπου.»

Η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια Britannica (11η έκδοση 1910-1911) στο λήμμα -Dedeagatch- αναφέρει την ύπαρξη τάφων δερβίσηδων στην πόλη μας, που έδωσαν το όνομα σε αυτήν, χωρίς όμως να μνημονεύει καμιά γραπτή πηγή (σε μετάφραση από τα Αγγλικά):

«το 1871 όταν οι πρώτοι οικιστές της πόλης έσκαβαν τα θεμέλια των σπιτιών τους, βρήκαν πολλούς αρχαίους τάφους. Πιθανόν αυτά ήταν λείψανα όχι της νεκρόπολης της αρχαίας Ζώνης, αλλά μιας μοναστικής κοινότητας δερβίσηδων, της αίρεσης των Dede, που εγκαταστάθηκαν εδώ στο 15ο αιώνα, αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση και έδωσαν το όνομα στην περιοχή».
«Περιστρεφόμενοι Δερβίσηδες.»

Ο Α. Ποιμενίδης(1904-1968) [2], πολύ αργότερα, προσπαθεί να δώσει μια ευλογοφανή εξήγηση για την ιστορία του Ντεντέ, χωρίς όμως να παραθέτει πηγές και τεκμήρια με αποτέλεσμα να μην πείθει τελικά:

«Πολύ αφελείς επίσης είναι εκείνοι πού λένε ότι ο Ντεντές με το καντήλι που έκαιγε κάτω από μια βελανιδιά, πολλοί το πρόφτασαν και το 1920 να καίει στην βελανιδιά πού βρισκόταν ακόμα μπροστά στο παραλιακό κέντρο «Κύπρος» ήταν ό κράχτης των οικιστών του Ντεντέ-άγάτς. Ο Ντεντές ήταν ένας ερημίτης από τoυς πολλούς πού υπήρχαν τότε στους δύο Τεκέδες, της Μάκρης και του Λουτρού, για τούς οποίους πολλά λέγει o περιηγητής Eλβιγιά Τσελεμπή. Διάλεξε τη ρωμαντική τότε τοποθεσία, πού κατέχει σήμερα η πόλις μας και πού, να προσθέσετε ακόμα, τότε είχε άφθονα νερά, όπως φαίνεται και στην τοποθεσία "Μάννα του Νερού". Αυτό το νερό, άλλωστε, που με άντληση θα διοχετεύεται στην πόλη, δεν είναι πολλά χρόνια πού το θυμούμαστε ότι έτρεχε σαν ποτάμι από φυσική πηγή. Τέτοιες πηγές πολλές θα είχε τότε όταν το λεκανοπέδιο μας ήταν απέραντο δάσος πού έφτανε ως τα κράσπεδα της θάλασσας. Ο Ντεντές αυτός του Τεκέ της Μάκρης ή των Λουτρών-Λίτζα, Φερών, Τραϊανουπόλεως όπως μπερδεμένα λέγονται-ίσως να ήταν σταλμένος από τον προϊστάμενο του αυτού για να βοηθεί τυχόν ναυαγούς γιατί ή θάλασσά μας εδω είναι πολύ άγρια και πολλά ναυάγια σημειώθηκαν και το φανάρι του γι' αυτόν το σκοπό το έκαιγε, για να οδηγούνται οι ναυαγοί κατά τις έωσφορικές νύχτες της μανιασμένης νοτιάς, προς αυτόν και απ' αυτόν ή άλλους βοηθούς του, πρός τούς Τεκέδες, πού ήταν ξενώνες φιλόξενοι των οδοιπόρων ή των καραβανιών, που απ΄ εδώ περνούσαν ακολουθώντας την Εγνατία οδό.»

Πάντως είναι γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρξαν κατά το παρελθόν τεκέδες δερβίσηδων και όλη η περιοχή ήταν ιερή και η γη ανήκε σε βακούφι του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Βελή Χαν (Veli II Beyazit) [3] χωρίς όμως να αποδεικνύεται ιστορικά η σύνδεση της ονομασίας της πόλης μας με κάποιο Δερβίση παρά μόνο στη σφαίρα του θρύλου.

Είναι γνωστό ότι στην κατάκτηση της Θράκης από του Οθωμανούς συνετέλεσαν και οι δερβίσηδες του τάγματος των Μπεκτασήδων (Bektaşi) που ήταν για το Ισλάμ ότι οι Ναίτες ιππότες για τη Δύση. Αυτοί καταλάμβαναν για το Σουλτάνο χριστιανικές περιοχές και σε ανταμοιβή των υπηρεσιών τους έπαιρναν από το Σουλτάνο γη, όπου κατασκεύαζαν ξενώνα και συνέχιζαν τη μυστικιστική ζωή τους με αγροτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρήσουν το βακούφι που τους είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος ήταν να παρέχουν φροντίδα στους διερχόμενους. Ένα τέτοιο μοναστήρι (τεκές) υπήρχε πάνω στο λόφο των Λουτρών, της κοινότητας πλέον Τραιανούπολης όπου από τον Εβλιά Τσελεμπί (Evliya Çelebi) το διάσημο αυτό Οθωμανό περιηγητή του 17ου αιώνα, που γύρω στα 1667 πέρασε από την περιοχή, μαθαίνουμε ότι βρήκε εκεί δερβίσηδες γυμνοπόδαρους που ζούσαν σαν ερημίτες. Επίσης υπήρχε και ο τεκές της Μάκρης.

Όπως όμως μας λέει ο Ζεγκίνης Ευστράτιος(1938-2020) [4]

«Από τους τεκκέδες που είχαν ιδρυθεί στη Θράκη οι περισσότεροι έχουν καταστραφεί κατά την περίοδο της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Β' (1808-1839). Ο σουλτάνος αυτός με φερμάνι που εξέδωσε το 1826 διέταξε την κατάργηση του Σώματος των Γενιτσάρων και ταυτόχρονα και την κατάργηση του μπεκτασικού τάγματος. Με βάση το διάταγμα αυτό δημεύτηκαν τα περιουσιακά στοιχεία των τεκκέδων, εκτοπίστηκαν πολλοί σεΐχηδες και σε πολλές περιπτώσεις κατεδαφίστηκαν ολοτελώς οι τεκκέδες. Η ενέργεια αυτή του σουλτάνου Μαχμούτ έγινε αιτία να εξαφανισθούν ή να παραμεληθούν πολλοί τεκκέδες των Μπεκτασήδων στο χώρο της Θράκης.»

Έτσι τον τεκέ των Λουτρών βρήκε κατεστραμμένο το 1831, όταν πέρασε από την περιοχή, ο Adolphus Slade(1804-1877), υποπλοίαρχος του Βρετανικού Ναυτικού, ο οποίος στο Βιβλίο του «RECORDS OF TRAVELS IN TURKEY, GREECE AND A CRUISE IN THE BLACK SEA WITH THE CAPITAN PASHA IN THE YEARS 1829, 1830 AND 1831» μεταξύ άλλων περιγράφει ένα ταξίδι του που έκανε με εμπορικό πλοίο από την Αδριανούπολη (Edirne) μέχρι την Αίνο (Enez) - ήταν πλωτός ο ποταμός Έβρος:

«Tο απόγευμα περάσαμε από τα Ύψαλα ένα ανθηρό μουσουλμανικό χωριό 800 σπιτιών, δύο μίλια από την     αριστερή όχθη και δύο ώρες πιο μακριά από τη Φέρα, μια τουρκική πόλη, δύο μίλια από τη δεξιά του όχθη. Εκεί προμηθεύτηκα άλογα και ίππευσα, για να εξακριβώσω εάν υπήρχαν υπολείμματα της αρχαιότητας, που εικάζεται ότι βρίσκονται στην περιοχή της Τραιανούπολης.

Δεν βρήκα τίποτα, αλλά είδα ένα καλό τζαμί και τα ερείπια ενός ευρύχωρου Χανίου, που αποδείκνυαν ότι η πόλη είχε μεγάλη σημασία. Από εκεί κατευθυνθήκαμε στην κορυφή ενός γειτονικού λόφου για να δούμε κάποια ερείπια, τα οποία, σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη μου στην Αδριανούπολη, ανήκαν σε ένα παλιό κάστρο. Ερείπια υπήρχαν, βέβαια, αν και όχι αυτά που ανέμενα να βρω -ιερά στο χρόνο ανακαλώντας σκηνές από τις Σταυροφορίες- αλλά πρόσφατα, προδίδοντας βίαιη καταστροφή. Όμως ανάμεσά τους ήταν ένα οικοδόμημα, ολόκληρο, χαμηλό και συμπαγές, που μοιάζει με πυριτιδαποθήκη ή μπουντρούμι, και μοναδικό, προκαλώντας περιέργεια, καθώς διέφυγε από την περιρρέουσα καταστροφή: σκύβοντας κάτω από μια χαμηλή καμάρα, μπήκα μέσα και αντιλήφθηκα ότι βρισκόμουν σε ένα μαυσωλείο που περιείχε τα φέρετρα πέντε δερβίσηδων, όπως τα περίεργα καλύμματα, φθαρμένα στο κεφάλι του καθενός και τα κουρελιασμένα ενδύματα, κρεμασμένα γύρω, υποδείκνυαν.

Ένας ηλικιωμένος Οσμανλής ήταν στο λόφο: όταν τον ρώτησα έμαθα ότι αυτός ήταν ο τάφος του Ιμπραήμ Μπαμπά, ενός ιερού δερβίση του τάγματος των Μπεκτασήδων και ότι τα γειτονικά ερείπια ήταν σπίτια για τη στέγαση προσκυνητών. Σε ό,τι αφορά το μέγεθος των δύο από τα φέρετρα, τα οποία είχαν μήκος πάνω από εννέα πόδια, είπε ότι κρατούσαν τον evel zeman adam, (μια φορά κι ένα καιρό έναν άντραν)»

Πρέπει να επισημανθεί ότι τα γύρω βουνά ονομάζονταν πολύ πριν την ίδρυση της πόλης μας ως «Βουνά του Θεού». Η πρώτη γραπτή μαρτυρία προέρχεται από τον Ενετό ΤΖΟΒΑΝ ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΖΟΛΕΛΛΟ ο οποίος τον Αύγουστο του 1470 πέρασε από την περιοχή μας, αιχμάλωτος μαζί με άλλους ύστερα από την Άλωση της Χαλκίδας (τότε Νεγρεπόντε) ακολουθώντας το στρατό του Μωάμεθ του Πορθητή, που επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη. Στο βιβλίο που έγραψε όταν μετά από πολλά χρόνια γύρισε στην πατρίδα του με τίτλο “Viaggio di Negroponte” αφηγείται την περίοδο της ζωής του δίπλα στον Πορθητή. Ερχόμενος λοιπόν από την Χαλκίδα το στράτευμα όταν άφησε πίσω την πόλη της Γκιουμουρτζινας (Κομοτηνής) και διασχίζοντας τον κάμπο, μπήκε στο Παπίκιον όρος. Αυτό το όρος, και ειδικά το τμήμα του που βρίσκεται μεταξύ Βήρας (σημερινές Φέρες) και Κομοτηνής, ονομαζόταν «Βουνά Θεού» και στα τουρκικά «Tanri Dagi», «Despot Dagi» ή «Tanri verdi» και στα βουλγαρικά «Despotska planina» λόγω του ότι υπήρξε από τον 11ο εως και τον 14ο αιώνα σημαντικό μοναστικό κέντρο.

«Ο Αντζολέλλο», λέει ο Γ.Σ Βογιατζής [5], « φαίνεται ότι από όλα τα παραπάνω ονόματα προτίμησε ή άκουσε το πιο παραστατικό, δηλαδή το «Tanri verdi» («Το έδωσε ο Θεός»), για να το μεταφράσει στη συνέχεια κατά τη συνήθειά του στα ιταλικά, αποδίδοντάς το ως «Ντέντιο», που προφανώς σημαίνει «Από το Θεό» (de Dio), εκτός κι αν το πρώτο συνθετικό «Ντε» το συσχετίσουμε με τη λατινική λέξη do (= δίνω, «έδωσε», τουρκ. «verdi»), φθάνοντας έτσι ακόμη πιο κοντά στην κατά λέξη μετάφραση του «Tanri verdi». Αν και στο κείμενο δεν αναφέρεται ακριβής τοποθεσία που στρατοπέδευσε ο Μεχμέτ, (Μωάμεθ ο Πορθητής) ο Γ.Σ Βογιατζής πιστεύτει ότι τα οθωμανικά στρατεύματα θα πρέπει να στρατοπέδευσαν στην περιοχή της σημερινής Κίρκης, για να συνεχίσουν την επομένη το ταξίδι τους προς το Διδυμότειχο.

«Γκραβούρα Καραβανιού 1700 ΣΥΛΛΟΓΗ Κ ΚΟΥΤΣΙΚΑ - Α ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΗ.»

Στη Γεωγραφία του Μελετίου του 1728 διαβάζουμε για την περιοχή μας τα εξής:

«πέραν του Έβρου ποταμού είναι η Βερροία, κοινώς λεγόμενη Φέρε, είτα η Τραιανούπολις, περί ής είρηται. Μετά την Φέρε, απερνώντας τα όρη, άτινα υπό των πολλών Θεού Βουνά λέγονται, ευρίσκομεν κατά την λεωφόρον οδόν, Κωμόπολιν τινά, Σαψιά λεγομένην, εις την οποίαν κατασκευάζουσι την στυπτηρία, είτα κατά την αυτήν οδόν προς τον Νέσον ποταμ. οδεύοντες, την Κιμουρτζίνα, πόλιν μετρίαν.»
«ΜΕΛΕΤΙΟΥ - γεωγραφία παλαιά και νέα.»

Μόνο μετά την ίδρυση της πόλης μας αρχίζουμε να βρίσκουμε διάσπαρτες γραπτές μαρτυρίες που αποδεικνύουν το δασώδες της περιοχής όπου εγκαταστάθηκε ο πρώτος πυρήνας του νέου οικισμού. Έτσι στο περιοδικό «The Nautical Magazine for 1873», βρίσκουμε υπό τον τίτλο: «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ-ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ», ένα ενδιαφέρον άρθρο για το Dede Agatch:

«Η ακόλουθη πληροφορία που αφορά το Dede Agatch ή Dede Agh στον κόλπο της Αίνου, στην ακτή της Ρούμελης, έχει ληφθεί από τον κυβερνήτη του Βασιλικού Ναυτικού William J.L. Wharton, του ωκεανογραφικού σκάφους Shearwater, το 1872. Dede Agatch ή Dede Agh είναι η νότια απόληξη μιας γραμμής που ανήκει στο σύστημα των σιδηροδρόμων της Ρούμελης.. Η πόλη στέκεται σε χαμηλό έδαφος που είναι καλυμμένο με δέντρα στα δυτικά και καθαρό από έλη που περιβάλλουν το στόμιο της Μαρίτσα, αλλά δυστυχώς δεν είναι πολύ μακριά, με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει προς το παρόν ανθυγιεινή και να επικρατούν πυρετός και ένας κακού τύπου ελώδης πυρετός. Προς το παρόν υπάρχουν μόνο ο σταθμός, τα κτίρια του σιδηροδρόμου καθώς και τα σπίτια και οι καλύβες των αξιωματούχων και των εργατών.»

Την ίδια περίπου εποχή έρχεται στην πόλη μας και ο Franz von Löher (1818-1892) Γερμανός δημοσιογράφος και ιστορικός που ταξίδεψε στην Αμερική, την Ευρώπη και τον Καναδά. Διαβάζουμε σχετικά όσα έγραψε και διάσωσε ο Π.ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ στο βιβλίο του «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ 1800-1923», Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.:

«Παραπλέουμε τη θρακική ακτή πού φαίνεται έρημη κι εγκαταλελειμμένη. Το πλοίο έκανε στροφή προς τον όρμο του Αίνου όπου εκβάλλει η Μαρίτζα (Έβρος) κατεβαίνοντας από τούς χαρούμενους κάμπους της Φιλιππούπολης κι άπ' την Άδριανούπολη. Στην ξηρά ένα σκοτεινό φαράγγι πού ανεβαίνει και προχωρεί βαθιά στη χέρσα γη, στην ακτή όμως τα πάντα ρηχά βαλτοτόπια γεμάτα έλη. Ξαφνικά τινάζεται στην όχθη κάτι σαν ένα τεράστιο μαύρο φίδι. .. Και πράγματι όταν πλησιάσαμε είδαμε πώς ήταν σιδηροδρομικά βαγόνια ανάμεσα στα δέντρα. Καλή σας τύχη, κουβαλητάδες τής προόδου και του πολιτισμού στα σκυθρωπά τούτα βουνά!»
«Το δάσος του Δεδέαγατς στη Στρατιωτική στάση Γκαρ Μιλιτερ 1899.»

Στις απαρχές της δημιουργίας της, επισκέφτηκε την πόλη μας και o Adolf Werthner (1828 -1906) δημοσιογράφος και ιδρυτής της αυστριακής εφημερίδας Neue Freie Presse ο οποίος δημοσίευσε σε συνέχειες το 1874 στην εφημερίδα του, με τον τίτλο «Θρακικοί Σιδηρόδρομοι» το ταξίδι του με το τραίνο στην καινούργια σιδηροδρομική γραμμή επισκεπτόμενος την Φιλιππούπολη, την Αδριανούπολη, το Δεδεαγατς και τέλος την Κωνσταντινούπολη. Γράφει λοιπόν λυρικά για τα γύρω δασωμένα περίχωρα του Δεδεαγατς:

«Το τρένο μας έφθασε στις μία ώρα στο Dédé-Aghadj. Δεν είναι πόλη, ούτε λιμάνι, ούτε χωριό, παρα μια ρηχή ακτή, στην οποία τα κύματα χτυπούν, και πίσω της μια ευρεία πεδιάδα, που σκιάζεται από ένα μεγάλο δάσος και περιβάλλεται από μέτρια βουνά σε ένα ημικύκλιο. Ο σιδηρόδρομος διασχίζει αυτά τα δάση και συναντά τη θάλασσα ξαφνικά. Πρόκειται για μια ευχάριστη είσοδο, αλλά περίμενα κάτι άλλο, τουλάχιστον ένα τζαμί με μερικές αγροικίες. Το σπίτι του σταθμού, φυσικά, είναι εκεί, δίπλα σε μια ξύλινη καλύβα, που είναι το μεγάλο café de Dédé Aghadj, και λίγο πιο πίσω κατά μήκος της άκρης του δάσους, ένα μονώροφο ξύλινο σπίτι όπου ζουν οι μηχανικοί και ο αυστριακός Lloyd έθεσε προσωρινά το Γραφείο του .. Στα ψηλώματα των βόρειων ακτών, κοντά στην πόλη που στο μέλλον θα αναπτυχθεί, όπου τώρα εξαπλώνονται υπέροχα δάση, βρισκόταν ένας αρχαίος ελληνικός οικισμός, ίσως μια φορά κι έναν καιρό, ο Ίσμαρος, το φρούριο των Κικόνων, στο οποίο επιτέθηκε ο Οδυσσέας ή τα πιο ιστορικά Τέμπηρα. Εν πάση περιπτώσει, όπως υπονοεί το όνομά του, ένα ελληνικό μέρος που δεν υπάρχει πιά. Και πάλι πίσω στα ανατολικά, τοποθετημένα στις ανατολικές υπώρειες των οροσειρών, θα βρείτε τα ερείπια της Τραιανούπολης. Αν κάποιος ψάξει στο δάσος, μπορεί κανείς να βρει ακόμα το οδόστρωμα και το πεζοδρόμιο του παλιού ρωμαϊκού δρόμου, της Egnatia, που εκείνη την εποχή, καθώς δημιουργήθηκε ο σιδηρόδρομος, κυριολεκτικά σχεδόν εξαφανίστηκε. Είναι ένα ξέφωτο σε αυτά τα δάση, σε απόσταση λίγα βήματα από αυτόν τον ρωμαϊκό δρόμο, ο νέος σιδηρόδρομος και η καταθλιπτική άθλια προηγούμενη διαδρομή της τουρκικής κυβέρνησης δίπλα-δίπλα .. Νωρίς το πρωί, που ήταν μια χρυσή ημέρα, ο κ. Huber με οδήγησε στην Τραιανούπολη με draisine. H σιδηροδρομική γραμμή που χρησιμοποιήσαμε κόβει τις υπώρειες των μεγάλων δασών του Dédé-Aghadj. Δεν μπορούσα να φανταστώ την αφθονία από πλατάνια, σφεντάμια, βελανίδια και πώς οι τεράστιοι κορμοί και τα κλαδιά τους περιπλέκονται με αναρριχώμενα φυτά, πόσο ψηλά οι θάμνοι, οι μυρτιές, τα άγρια ​​κρίνα και οι νάρκισοι μεγαλώνουν. Όποιος θέλει να ξέρει τι αξίζει μια γη, ας ρωτήσει τα ζιζάνια της. Στις κληματαριές ζουζούνιζαν πολύχρωμοι μελισσοφάγοι και ο αέρας γεμίζει με το σφύριγμα των νυχτερίδων. Κάτω από τους μικρούς κορμούς ήταν γεμάτο πέρδικες και φασιανούς που τους χτυπάς από το βαγόνι, όταν οι μηχανικοί πρέπει να σταματήσουν. Μόνο τα αγριογούρουνα τα ζαρκάδια και τα ελάφια έχουν φύγει μακριά από τους ανθρώπους στα βουνά. Έτσι, όχι μόνο ο αρχαιολόγος, αλλά και ο κυνηγός βρίσκει την τύχη του εδώ. Άφοβοι βοσκοί στέκονταν με τις ψηλές γλίτσες τους και τα σκυλιά τους και κοιτάζουν περίεργα στα πόδια τους. Από το σκοτάδι των δασών, μπήκαμε στον ζεστό ήλιο των αμμουδερών αναχωμάτων της σιδηροδρομικής γραμμής και βρήκαμε χελώνες, γηραιές και νέες με ανοιχτό κίτρινο χρώμα….»
«Το δάσος του Δεδέαγατς. Φωτογραφία από την πλατεία διοικητηρίου νυν πάρκο Εθνικής Αντίστασης.»

Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθε στην πόλη μας ο Henry Fanshawe Tozer (1829 - 1916) Άγγλος συγγραφέας, καθηγητής και ταξιδευτής. Στο βιβλίο του που εξέδωσε στα 1890 με τίτλο: «ISLANDS OF THE AEGEAN» γράφει σχετικά:

«Το χωριό του Dede-agatch είναι εξ ολοκλήρου ένα δημιούργημα της σιδηροδρομικής γραμμής, μέχρι να επιλεγεί το σημείο ως τερματικός σταθμός δεν υπήρχε ούτε ένα απλό σπίτι και έχει τον αδιάφορο χαρακτήρα όλων αυτών των τόπων της αιφνίδιας ανάπτυξης. Στο πίσω μέρος μια πεδιάδα, τρία περίπου μίλια σε πλάτος, φτάνει στους πρόποδες των βουνών, που είναι ένα παρακλάδι από το Despoto Dagh ή της Ροδόπης
«Σταθμός Ανατολικών σιδηροδρόμων γύρω στα 1900.»

Για να έρθουμε στον 21ο αιώνα όπου ο αναπληρωτής Γεν. Διοικητής Θράκης Κ. Γεραγάς στο βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-22» γράφει για την πόλη μας:

«.. Την ύπαρξιν της οφείλει εις την κατασκευήν των σιδηροδρόμων Θράκης, των οποίων ως τέρμα πρός την μεσόγειον είχεν ορισθεί η δασώδης ακτή, επί της οποίας εκτείνεται η ωραία πόλις 120 χιλ. νοτιοδυτικώς της Ανδριανουπόλεως επι σχεδίου ευρωπαϊκού, ..»

Η ονομασία λοιπόν της περιοχής μας που έδωσε το πρώτο όνομα στην πόλη μας δεν μπορεί να προέρχεται από κάποιο Δερβίση του οποίου ο τάφος δήθεν υπήρχε στο σημείο που ανεγέρθηκε ο πρώτος οικισμός του Δεδεαγατς και μάλιστα διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, γιατί ήδη από το 1826 είχαν απαγορευθεί και καταστραφεί οι τεκκέδες των δερβίσηδων.

Σφόδρα πιθανή συνεπώς παραμένει η εξήγηση να προέρχεται η ονομασία του Dede agatch από το δάσος των γηραιών δρυών, που υπήρχαν στην περιοχή και φαίνονται σε πρώιμες φωτογραφίες της πόλης μας. Εξάλλου Dedeagac στα τουρκικά σημαίνει κατά ακριβολογία «παπόδεντρο», δηλαδή δέντρο παππού, όρο που χρησιμοποίησε και ο Ίων Δραγούμης όταν υπηρέτησε Πρόξενος στο Δεδεαγατς. Η δρυς ως γνωστό αποτελούσε το ιερό δένδρο του Διός. Για το λόγο αυτό θεωρούνταν ιερό στην αρχαία Μακεδονία και μάλιστα πολλά χρυσά στεφάνια που έχουν βρεθεί και χρησιμοποιούνταν σε τελετες και ως ταφικά κτερίσματα, ήταν στεφάνια δρυός, όπως το στεφάνι του Βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας, που βρέθηκε στον βασιλικό τύμβο των Αιγών, στη σημερινή Βεργίνα. Επίσης η μαντική δρυς θεωρούνταν πως αποτελούσε την κατοικία του Δία στη Δωδώνη. Λόγω της ιερότητας του δάσους των δρυών η περιοχή μας ήταν ιερή, όπως αποδεικνύεται από το χάραγμα που ανακάλυψε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Albert Dumont(1842-1884), Γάλλος ιστορικός και αρχαιολόγος, σε βράχο, νότια της ακρόπολης της Τραϊανούπολης που αναγράφει «ΟΡΟΣ (σημ. όριο) ΙΕΡΑΣ ΧΩΡΑΣ».

«ΟΡΟΣ ΙΕΡΑΣ ΧΩΡΑΣ.»

Δεν πρέπει να παροράται ότι ο σχολιαστής του έργου του Νικάνδρου [6], Θηριακά [7], ονομάζει την περιοχή μας Ορφέως Δρύες:

«Της Αίνου πλησίον εισίν ο ποταμός Εβρος, ού μακράν δε του ποταμού η Ζώνη πόλις, μεθ' ήν αι Ορφέως Δρύες εισιν, υφ' ας το Ζηρύνθιον άντρον.»
«Ο Ορφέας στα δάση του Έβρου.»

Το θρύλο του Οθωμανού ερημίτη πρέπει επιτέλους να αντικαταστήσει ο θρύλος των δρυών του Ορφέα, εκείνων των γιγάντιων δρυών που λέει ο μύθος ότι ξεσηκώνονταν από τις ρίζες τους να σύρουν το χορό όταν έπαιζε τη λύρα του ο Ορφέας και σύμβολο της πόλης μας να γίνει η Ορφική δρυς.

«Δάσος Γιγάντιων Δρυών.»


[1] Ιατρός με μεγάλο συγγραφικό έργο όχι μόνο για την ιατρική, αλλά και την ιστορία, λαογραφία κλπ

[2] Δάσκαλος με μεγάλο συγγραφικό έργο για την ιστορία του τόπου και όχι μόνο

[3] Πρόκειται για τον Βαγιαζήτ τον δεύτερο (σουλτάνος από το 1481 έως το 1512) υιό του Μωάμεθ του Πορθητή (Meḥmed-i s̠ānī, ή el-Fātiḥ) που γεννήθηκε στο Διδυμότειχο και μάλιστα πέρασε ως Σουλτάνος από την περιοχή μας το 1490 όπως μαθαίνουμε από την «Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας του Ι. Χάμμερ εξελληνισθείσα υπο Κων/νου Κροκίδα τόμος 3ος σελ.30» «εξήλθεν επι θήραν προς την Αδριανούπολιν, τα Κύψελα και την Κουμουλτζίναν, είτα δε επανήλθεν εις Αδριανούπολιν...». Επηρεασμένος από τους «ουλεμάδες», ερμηνευτές του ισλαμικού νόμου, και από μεγάλους αξιωματούχους, ευθυγραμμισμένος μαζί τους, ο Βαγιαζήτ επανέφερε κτήματα αφιερωμένα σε φιλανθρωπικούς και θρησκευτικούς σκοπούς (vakf), τα οποία είχε δημεύσει ο σουλτάνος Μωάμεθ προς όφελος του κράτους. Για το λόγο αυτό και οι τίτλοι κυριότητας που δόθηκαν κατά καιρούς από τους Σουλτάνους στην πόλη του Δεδε αγατς αναφέρουν ότι προέρχονται από τα αφιερώματα Μπεγιαζητ όπως έγινε με τον Ιερό Ναό του «ΑΓΙΟΥ ΙΩΣΗΦ» των καθολικών και το παρακείμενο Επισκοπείο που περιήλθαν στην κυριότητα του Τάγματος των ελαχίστων Φραγκισκανών Μοναχών από αγορά δυνάμει αυτοκρατορικού τίτλου κυριότητος επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 15 Ιουνίου 1896 από τα αφιερώματα Μπεγιαζίτ.

[4] Διετέλεσε ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ, Άρχων Μαΐστωρ, Διευθυντής του Ιστορικού Αρχείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου

[5] Γεννήθηκε το 1961 στην Ίμβρο, σπούδασε ιστορία στο Αριστοτέλειο και στη συνέχεια στη Βιέννη έκανε το διδακτορικό του στους τομείς της Βυζαντινολογίας και Οθωμανολογίας. Συγγραφέας πολλών βιβλίων.

[6] Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (2ος αιώνας π.Χ.), ήταν Έλληνας μαθηματικός, φαρμακοποιός, γεωπόνος, βοτανολόγος, ιατρός και γραμματικός.

[7] ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο, αποτελούμενο από 958 στίχους. Περιγράφεται η φύση δηλητηριωδών ζώων και τις επιδράσεις των δηλητηρίων τους που προκαλούν, καθώς και τα αντίστοιχα αντίδοτα.

Πέτρος Γ. Αλεπάκος
Δικηγόρος – ιστορικός ερευνητής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Γ. Σ. Βογιατζής Οι πληροφορίες του ενετου Τζοβανι Μαρια Αντζολελλο για τη Θράκη κατα το ετος 1470 και η σημασία τους για τη γνώση της πρώιμης οθωμανοκρατιας στο θρακικό χώρο, αντλήθηκε από ηλεκτρονική διεύθυνση.
2. ΘΡΑΚΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΕΤΗΣΙΟΝ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΘΡΑΚΙΚΗΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΟΣ Ετος πρώτο 1897 θρακικαί αναμνήσεις. -εν αθηναις εκ του τυπογραφείου των καταστημάτων Ανεστη Κωνσταντινιδου 1897.
3. Μελετίου Γεωγραφία Παλαιὰ καὶ Νέα Συλλεχθεῖσα ἐκ διαφόρων Συγγραφέων Παλαιῶν τε καὶ Νέων, καὶ ἐκ διαφόρων Ἐπιγραφῶν τῶν ἐν Λίθοις, καὶ εἰς κοινὴν Διάλεκτον ἐκτεθεῖσα, χάριν τῶν πολλῶν τοῦ ἡμετέρου Γένους. Πλείστοις δὲ σημειώμασιν ἐπαυξηθεῖσα μετὰ καί τινων Παραρτημάτων, καὶ Πέντε Γεωγραφικῶν Πινάκων, καὶ ἐπιδιορθωθεῖσα, ἐξεδόθη τὸ Δεύτερον ὑπὸ Ἀνθίμου Γαζῆ. Τοῦ Μηλιώτου. Τόμος, Γ΄. Ἐν Βενετίᾳ Τύποις Πάνου Θεοδοσίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων .. 1807. Αντλήθηκε από ηλεκτρονική διεύθυνση.
4. Ιστορία της Θράκης Α.Ποιμενιδη 1952 (επιμελεια - εκδοση θ. Αποστολιδη 1988).
5. Η Δυτική Θράκη κατά τον Εβλιγιά Τσελεπη, (Evliya Çelebi-1668-1670),περιηγητή του XVII αιώνος. Μετάφραση Ι. Σπαθάρη, πτυχιούχου της σχολής των ανατολικών γλωσσών και φιλολογικών του Πανεπιστημίου της Πετρουπόλεως, θρακικά δ-ε.
6. ΖΕΓΚΙΝΗΣ, ΕΥΣΤΡΑΤΙΟΣ (1985, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ)), ο Μπεκτατισμος στη δ. Θράκη. συμβολή στην ιστορία της διαδόσεως του μουσουλμανισμού στον ελλαδικό χώρο.
7. Τζοβάν Μαρία Αντζολέλλο, Ένας Ενετός τον Ι5ον αιώνα στην αυλή του μεγάλου Τούρκου, μετάφραση - εισαγωγή Δ. Δεληολάνης, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1990-91.
8. Εγκυκλοπαίδεια Britannica, 11η έκδοση (1910-1911).
9. Χαμμερ, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εξελληνισθείσα υπο Κων/νου Κροκίδα τόμος 2ος.
10. RECORDS OF TRAVELS IN TURKEY, GREECE AND A CRUISE IN THE BLACK SEA WITH THE CAPITAN PASHA IN THE YEARS 1829, 1830 AND 1831, Adolphus Slade.
11. The Nautical Magazine for 1873.
12. The islands of Aegean 1890-HENRY FANSHAWE TOZER.
13. ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ 1800-1923, Π.ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ Βιβλιοπωλείο της ΕΣΤΙΑΣ.
14. Neue Freie Presse 1874.
15. Κώστας Γεραγάς, Αναμνήσεις εκ Θράκης , Εν Αθήναις , 1926.
16. Inscriptions et monuments figurés de la Thrace 1876 Albert Dumont.
17. ΣΥΛΛΟΓΗ ΤΩΝ ΕΝ ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΟΙΣ ΠΑΛΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΗΘΕΝΤΩΝ τύποις εκδοθέντων φιλοτίμω δαπάνη των εξ Ιωαννίνων φιλογενεςάτων αδελφών Ζ Ω Σ Ι Μ Α Δ Ω Ν χάριν των της Ελληνικής παιδείας εφιεμένων Ελλήνων. ΤΟΜΟΣ ΠΡΩΤΟΣ, ΕΝ ΒΙΕΝΝΗ ΤΗΣ ΑΥΣΤΡΙΑΣ ΑΩΖ.
18. ΝΙΚΑΝΔΡΟΥ ΚΟΛΟΦΩΝΙΟΥ Θ Η Ρ Ι Α Κ Α- NICANDRI COLOPHONII THERIACA. LIPSIAE MDCCCXVI.
19. ΦΩΤΟΑΡΧΕΙΟ ΓΕΩΡΓΙΟΥ Π.ΑΛΕΠΑΚΟΥ, ΑΛΕΚΑΣ ΚΑΡΑΔΗΜΟΥ-ΓΕΡΟΛΥΜΠΟΥ( από το βιβλίο της Μεταξύ Ανατολής και Δύσης, εκδ.ΤΡΟΧΑΛΙΑ), Κ ΚΟΥΤΣΙΚΑ -Α ΘΕΟΔΟΣΙΑΔΗ(από το βιβλίο ΕΛΒΙΑ ΤΣΕΛΕΜΠΙ απόδοση Ν ΧΕΙΛΑΔΑΚΗ) και ΟΘΩΜΑΝΙΚΑ ΑΡΧΕΙΑ.

Το καταραμένο φθινόπωρο του 1821. Η σφαγή της Σαμοθράκης.

(Φύλλο 16970 Σεπτέμβριος 2021 της εφημερίδας ‘ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ’)

Συμπληρώνονται το φετινό Σεπτέμβριο, 200 χρόνια από τη σφαγή της Σαμοθράκης. Ας δούμε τι συνέβη μέσα από την διήγηση ενός γέρου Σαμοθρακίτη, ο οποίος είχε λάβει μέρος στον αγώνα, όπως δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «ΜΠΟΥΚΕΤΟ» στις 26 Ιουνίου του 1932.

Προτού λοιπόν εκραγεί ακόμη το εθνικό κίνημα των Ελλήνων, πέρασε από τη Σαμοθράκη ένα ελληνικό πλοίο, ο πλοίαρχος του οποίου συνέστησε στους προεστούς του νησιού, μόλις πληροφορηθούν την έκρηξη της επανάστασης, να διώξουν τους λίγους Τούρκους που βρισκόντουσαν εκεί και ν’ αναλάβουν οι ίδιοι τη διοίκηση της Σαμοθράκης.

Οι κάτοικοι άκουσαν τα λόγια του μ’ ενθουσιασμό και ορκίστηκαν πίστη και υποταγή στους αρχηγούς του κινήματος. Έτσι όταν τον Απρίλιο του 1821 τους διαβιβάστηκε σχετική προκήρυξη του Ελληνικού Στόλου, δήλωσαν στο Μουδίρη του νησιού ότι ανακηρύσσονται ελεύθεροι και παύουν πια να πληρώνουν φόρους στο Σουλτάνο. Δημογέρων τότε του νησιού ήταν ο Χατζή-Γιώργης.

Η είδηση της στάσεως του νησιού έγινε γνωστή αμέσως στην Κωνσταντινούπολη, αλλά η Τουρκική Κυβέρνηση ήταν μπλεγμένη σε σοβαρότερες ασχολίες κι έκανε την αδιάφορη για μερικούς μήνες. Στο μεταξύ οι κάτοικοι, υπό την αρχηγία του Χατζή-Γιώργη, του μόνου σχεδόν γραμματισμένου στο νησί, έλαβαν μέτρα αμύνης και οχύρωσαν μερικά μέρη, περιμένοντας από μέρα σε μέρα τον ερχομό του τουρκικού στόλου.

Η αβέβαιη αυτή κατάσταση βάστηξε πολύ καιρό. Οι επαναστατημένοι κάτοικοι της Σαμοθράκης δεν είχαν όπλα και πολεμοφόδια, αλλ’ ούτε και φρόντιζαν να εξοικονομήσουν. Η αμέλεια τους έτσι έγινε αφορμή της καταστροφής τους, μιας καταστροφής από τις φοβερότερες που αναφέρει η ιστορία μας.

Ο πληθυσμός του νησιού εκείνη την εποχή υπολογιζόταν σε 10.000 περίπου ψυχές.

Η Υψηλή Πύλη αργούσε βέβαια, αλλά δεν σκόπευε ν’ αφήσει ατιμώρητους τους Σαμοθρακίτες. Τέλη Αυγούστου του 1821 ο Καπουδαν Πασάς Καρά Αλής (Nasuhzade Ali Paşa), ηγήθηκε μιας εκστρατείας με μια ναυτική μοίρα τριών πλοίων της γραμμής, πέντε φρεγατών και είκοσι μικρότερων σκαφών (κορβέτες και μπρίκια). Την 1η Σεπτεμβρίου 1821 ο Καπουδαν Πασάς με το στόλο του προσέγγισε στη νοτιοδυτική παραλία της Σαμοθράκης και αποβίβασε στη θέση Μακρυλιές χίλιους στρατιώτες για να υποτάξουν τους επαναστατημένους νησιώτες.

«Ο Καπουδάν Πασάς.»

Προτού ο τουρκικός στρατός αρχίσει τις εχθροπραξίες, έστειλε, όπως λέγεται, πρέσβεις για ν’ ανταμώσουν τους επαναστάτες και ν’ αξιώσουν απ’ αυτούς να υποταχθούν. Ο αρχηγός τους όμως, ο ατρόμητος Χατζη-Γιώργης, τους απάντησε ως εξής:

«Εμείς δεν έχουμε να δώσουμε πια φόρους, αλλά μπαρούτι και μολύβι. Προτιμούμε να πεθάνουμε λεύτεροι παρά να ζούμε σκλάβοι ...»

Η ηρωική αυτή απάντηση εξαγρίωσε τους Τούρκους. Αποφάσισαν λοιπόν να καταλάβουν δια της βίας το νησί. Η πρώτη συμπλοκή μεταξύ των αντιπάλων έλαβε χώρα στη θέση Μύλους. Οι Έλληνες είχαν προλάβει κι’ έπιασαν τα υψώματα. Όταν οι Τούρκοι έφτασαν σε μικρή απόσταση απ’ αυτούς, δέχτηκαν μια δυνατή ομοβροντία και αρκετοί απ’ αυτούς έπεσαν κάτω πληγωμένοι.

Η απροσδόκητη αυτή προσβολή τρόμαξε τους Τούρκους και τους έκαμε να οπισθοχωρήσουν. Μόλις όμως βεβαιώθηκαν πως οι εχθροί τους ήσαν λίγοι, πήραν πάλι θάρρος κι’ όρμησαν ακράτητοι εναντίον τους. Οι Σαμοθρακίτες δεν μπόρεσαν ν’ αντισταθούν ως το τέλος κι έτσι οι Τούρκοι έμειναν απόλυτοι κύριοι της καταστάσεως.

Τότε αντί να περιοριστούν στην εύκολη νίκη τους, χύμηξαν με άγριους αλαλαγμούς στη γειτονική κωμόπολη κι επετέθησαν κατά των κατοίκων. Οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γέροι που βρέθηκαν μπροστά τους, έπεσαν στη λύσσα των επιδρομέων.

Η σφαγή και οι διωγμοί όμως δεν περιορίστηκαν μόνο ως εκεί, αλλά συνεχίστηκαν μερικές μέρες ακόμα. Όσους ανθρώπους έπιασαν οι Τούρκοι κατά τις τρεις πρώτες ημέρες, τους πήραν και τους φυλάκισαν. Κατόπιν τους μετέφεραν στην όχθη του κοντινού ρυακιού κι εκεί άρχισαν να τους σφάζουν σαν αρνιά. Το νερό του ρυακιού έγινε όλο κατακόκκινο απ’ το αίμα των αθώων. Υπολογίζεται ότι μέσα σε μια μέρα σφάχτηκαν σ’ εκείνο το μέρος εφτακόσια άτομα. Διασώζεται μάλιστα ακόμη σχετική φράση, κατά την οποία οι σημερινοί κάτοικοι του νησιού, όταν θέλουν να κατηγορήσουν έναν συμπατριώτη τους ως άνανδρο, του λεν ότι «βαστάει από τους εφτακόσιους».

Αλλά και τις ακόλουθες ημέρες οι επιδρομείς έτρεχαν απάνω στα βουνά καταδιώκοντας και πυροβολώντας τους ανθρώπους σαν αγρίμια. Το ανθρωποκυνηγητό αυτό βάσταξε περίπου ένα μήνα. Ωστόσο, μερικοί από τους κατοίκους κατόρθωσαν να σωθούν φεύγοντας με περαστικά καράβια. Άλλοι πάλι κρύφτηκαν μέσα σε σπηλιές απόκρημνων βράχων κι έτσι γλύτωσαν. Φεύγοντας οι Τούρκοι πήραν μαζί τους όσα παιδιά είχαν μείνει ζωντανά, για να τα πουλήσουν κατόπιν στα σκλαβοπάζαρα.

Όταν οι Σαμοθρακίτες που είχαν καταφύγει στις απλησίαστες βουνοκορφές, βεβαιώθηκαν για την αναχώρηση των Τούρκων, κατέβηκαν στην κωμόπολη και άμα μετρήθηκαν, βρέθηκαν μόνο εκατό. Στο μεταξύ γύρισαν και όσοι είχαν φύγει με τα πλοία, άλλοι τριακόσιοι κι αυτοί. Ωστόσο αποφάσισαν όλοι μαζί να ξαναρχίσουν την προηγούμενη ζωή τους.

«Η Χώρα στα 1815  (Ο. Richter 1822).»

Αλλά η δυστυχία των κατοίκων δεν σταμάτησε εδώ. Η σφαγή των Τούρκων είχε προξενήσει τόσο φόβο στους νησιώτες, ώστε άμα έβλεπαν να αποβιβάζεται κανένας ξένος και μάλιστα Οθωμανός, άφηναν τα σπίτια τους κι έτρεχαν στα βουνά. Την ψυχολογική τους αυτή κατάσταση την εκμεταλλεύθηκαν τότε διάφοροι πειρατές, προπάντων Τουρκαλβανοί, οι οποίοι κάνοντας επιδρομές στη Σαμοθράκη, λήστευαν τους κατοίκους της, άρπαζαν τα ζώα τους και εν γένει έκαναν ό,τι ήθελαν, χωρίς να δίνουν λόγο σε κανένα. Η ελεεινή αυτή κατάντια βάσταξε οκτώ ολόκληρα χρόνια, μέχρι του 1829. Στο διάστημα αυτό έγιναν πολλές επιδρομές και το νησί λεηλατήθηκε επανειλημμένως. Γι’ αυτό όταν στο τέλος απελευθερώθηκε, δεν είχε μείνει πέτρα απάνω σε πέτρα και ήταν αδύνατο πια στους κατοίκους να ξαναβρούν την παλιά τους ευπορία που είχε χαθεί πια για πάντα, έπειτα απ’ το καταραμένο φθινόπωρο του 1821.

Είναι αλήθεια ότι το πρώτο φθινόπωρο της Εθνεγερσίας ο Ελληνικός αγώνας σημαδεύτηκε από πολλά αρνητικά γεγονότα, πέρα από το Ολοκαύτωμα της Σαμοθράκης: στις 8 Σεπτεμβρίου, οι Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης πολιορκούνται στη Μονή Σέκκου στη Μολδαβία. Ο Ολύμπιος ανατινάζει το κωδωνοστάσιο της μονής συμπαρασύροντας στο θάνατο δεκάδες Τούρκους. Στις 23 Σεπτεμβρίου ο καπουδάν Καρα-Αλής πυρπολεί το Γαλαξείδι. Τέλη Σεπτεμβρίου οι Τούρκοι εξουδετερώνουν τους επαναστάτες στο Σκουλένιο και στη Μονή Σέκκου. Ο Φαρμάκης παραδίνεται και μεταφέρεται στην Κωνσταντινούπολη όπου και αποκεφαλίζεται. Στις 30 Οκτωβρίου με τη μάχη της Ποτίδαιας οι Τούρκοι καταπνίγουν την Επανάσταση στη Χαλκιδική. Όμως όλες οι αρνητικές αυτές εξελίξεις επισκιάστηκαν από την άλωση της Τριπολιτσάς από τους Έλληνες στις 23 Σεπτεμβρίου του 1821. Η Ελληνική επανάσταση είχε ριζώσει για τα καλά στο Μωριά και σε λιγότερο από ένα χρόνο από τη σφαγή της Σαμοθράκης, ο Κανάρης σκότωσε τον Καπουδάν Πασά πυρπολώντας τη ναυαρχίδα του στη Χίο τον Ιούνιο του 1822.

Η θυσία των Σαμοθρακιτών δεν πήγε χαμένη, όπως άλλωστε και οι θυσίες όλων των Ελλήνων, ώστε μετά από 9 χρόνια από το Ολοκαύτωμα δημιουργήθηκε το ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος ενώ μετά από 91 χρόνια η Σαμοθράκη απελευθερώθηκε από τον Ελληνικό Στόλο υπό το Ναύαρχο Κουντουριώτη.

Πέτρος Γ. Αλεπάκος
Δικηγόρος – ιστορικός ερευνητής

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
1. Περιοδικό Μπουκέτο. Εβδομαδιαία Εικονογραφημένη Φιλολογική Επιθεώρησις που κυκλοφόρησε στην Αθήνα από το 1924 έως το 1946
2. Φωτογραφική Συλλογή Γ. Π. Αλεπάκου