(Φύλλο 16804 Ιανουάριος 2021 της εφημερίδας ‘ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ’)
Η έλευση του προηγούμενου αιώνα (20ος αι.) βρήκε την Ευρώπη να απολαμβάνει ανέφελη την αισιοδοξία της Belle Époque. H ειρήνη είχε επικρατήσει μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης, οι νέες τεχνολογίες βελτίωναν τη ζωή, ενώ το θέατρο ανακάλυπτε νέες σύγχρονες μεθόδους, συμπεριλαμβανομένου του εξπρεσιονισμού και πολλοί συγγραφείς έγραψαν έργα που συγκλόνισαν το σύγχρονο κοινό. Πίσω όμως από την επίπλαστη αυτή εικόνα κρυβόταν ο μιλιταρισμός και ένας γενικός ανταγωνισμός στους εξοπλισμούς σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, αυτή η εποχή χαρακτηριζόταν από την μαζική υπερπόντια αποικιοκρατία, κυρίως στην Αφρική, γνωστή ως Νέος Ιμπεριαλισμός. Ταυτόχρονα όμως ο 20ός αιώνας σημαδεύτηκε από την εμφάνιση Πανδημιών αλλά και τους δυο Παγκόσμιους Πολέμους με εκατομμύρια θύματα.
Στα βαλκάνια, την πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, κυριαρχoύσε το
Μακεδονικό ζήτημα, ο αγώνας για τον έλεγχο της Μακεδονίας που αποτελούσε τμήμα
της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και διεκδικούνταν από τους Έλληνες, του Βούλγαρους
και τους Σέρβους.
Η Οθωμανική κυβέρνηση βρισκόταν αντιμέτωπη με μεγάλη
οικονομική κρίση-έλλειψη ρευστότητας, επενδυτικών κεφαλαίων, και χρόνια
ελλείμματα του κρατικού προϋπολογισμού-επιδείνωση του δημοσιονομικού
ελλείμματος παρά την προηγούμενη προσπάθεια εκσυγχρονισμού και μεταρρυθμίσεων,
γνωστή και ως Τανζιμάτ, που είχε ανακοπεί πλέον με την άνοδο στο θρόνο του
απολυταρχικού Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ και το Ρωσο-Τουρκικό πόλεμο του 1877-1878 που
ανέστειλαν τη διαδικασία φιλελευθεροποίησης και οδήγησαν στην επιστροφή του
παλιού απολυταρχικού καθεστώτος.
Δημιούργημα αυτής της εκσυγχρονιστικής περιόδου αποτέλεσε η
πολίχνη του Δεδεαγατς (Dedeagatch), ήδη από το 1883 έδρα του ομώνυμου
σαντζακίου στολισμένη με ένα λαμπρό Διοικητικό κέντρο, που περιλάμβανε
διοικητήριο, ταχυδρομικό και τηλεγραφικό σταθμό, αστυνομία, στρατώνες, Πρωτοδικείο,
φυλακές και Νοσοκομείο. Πέραν αυτών η πόλη είχε δυο σιδηροδρομικούς σταθμούς,
το λεγόμενο Γαλλικό όπου στάθμευαν τα τραίνα που έρχονταν από την Αδριανούπολη
και ο λεγόμενος Ενωτικός όπου στάθμευαν τα τραίνα που έρχονταν απο τη Θεσσαλονίκη.
Η ρυμοτομία και οι φαρδείς δρόμοι που έρχονταν σε αντίθεση με τους στενούς
δρόμους των συνηθισμένων τουρκικών πόλεων έκανε εντύπωση σε όλους όσους
επισκέπτονταν το Δεδεαγατς. Τέλος δεν πρέπει να παραλείψουμε και το Φάρο που
λίγες πόλεις στην Οθωμανική επικράτεια πέραν της Κωνσταντινούπολης διέθεταν,
δείγμα της προσπάθειας εκσυγχρονισμού της αυτοκρατορίας και αναχαίτισης της
προϊούσας παρακμής της.
Οι εμπορικές προοπτικές που διανοίγονταν λόγω τις
σιδηροδρομικής σύνδεσης της πόλης με Κωνσταντινούπολη και Θεσσαλονίκη και του
πολλά υποσχόμενου λιμένα της έφεραν όπως ήταν φυσικό πολλούς Έλληνες που ήδη
από τα τέλη του 19ου αιώνα αποτελούσαν τη πλειοψηφία του πληθυσμού της
πολίχνης. Για το λόγο αυτό άλλωστε είχε μεταφερθεί εδώ και η έδρα της
Μητροπόλεως της Αίνου.
Το Δεδέαγατς στα τέλη του 19ου αιώνα, είχε 4.000-5.000 κατοίκους,
διέθετε 1.500 σπίτια, εκκλησίες, σχολεία, καταστήματα, καθώς και οκτώ
προξενεία, δείγματα της οικονομικής ευμάρειας και της συντονισμένης
δραστηριότητας ποικίλων παραγόντων. Τα κύρια προϊόντα της περιοχής ήταν σιτάρι,
κριθάρι, σουσάμι, βίκος, σίκαλη, κέγχρος, άνηθος, φακές και διάφορα άλλα
δημητριακά. Άλλα προϊόντα ήταν ο καπνός, το βαμβάκι, το λινάρι, τα σταφύλια, οι
ελιές και άλλα φρούτα και λαχανικά. Η ετήσια σοδειά σιτηρών έφτανε τα 500.000
κιλά. Επίσης υπήρχαν σε αφθονία τα βελανίδια. Τα σταφύλια, ο καπνός και το
μετάξι παράγονταν κυρίως στον καζά του Σουφλίου. Επίσης υπήρχε πληθώρα
αιγοπροβάτων, βουβαλιών και χοίρων. Σε μερικά χωριά ύφαιναν ανθεκτικά και καλής
ποιότητας κιλίμια και χαλιά. Τα δάση στην περιοχή κάλυπταν έκταση 40.000
στρεμμάτων (donum) με πεύκα, βελανιδιές, οξιές, σφενδάμους και αξιοποιούνταν
για την παραγωγή ξυλείας (για κατασκευές και επιπλοποιία), κάρβουνου και
καυσόξυλων.
Σε Ιταλικό Εμπορικό Οδηγό της εποχής πληροφορούμαστε ότι τα
περισσότερα εισαγόμενα προϊόντα, καφές, δέρμα, λικέρ, ρύζι κ.λπ. πωλούνταν μετά
από 3 μήνες. Σε περίπτωση νομικής διαφοράς υπήρχε δικαστήριο, όταν η διαφορά ήταν
με Οθωμανό Υπήκοο, όταν όμως η διαφορά ήταν με αλλοδαπό Υπήκοο τότε διευθετούνταν
από τον αντίστοιχο Πρόξενο με ελάχιστα έξοδα. Η Αυστροουγγρική εταιρία Lloyd
διατηρούσε τακτική εβδομαδιαία συγκοινωνία με την Τεργέστη και τη Δαλματία,
παραλαμβάνοντας εμπορεύματα για την Ιταλία, μέσω Βενετίας. Η εταιρεία Fraissinet,
η οποία προσέγγιζε τα λιμάνια της Γένοβας και της Νάπολης, λειτουργούσε ακανόνιστα
και ήταν πολύ δύσκολο να έρθουν ορισμένα από τα σκάφη της στο λιμάνι του Δεδέαγατς.
Τέλος μία φορά το μήνα ερχόταν πλοίο της Messagérie. Οι εξαγωγείς δημητριακών
υποχρεούνταν να σχηματίσουν φορτία και να προσλάβουν βρετανικά ατμόπλοια για να
στείλουν το προϊόν στην Ιταλία και αλλού. Οι οίκοι εξαγωγών βρίσκονταν στην Αδριανούπολη,
τη Φιλιππούπολη κ.λπ. και στο Δεδέαγατς είχαν εκπροσώπους τους :
O W. Pasquali, εκπρόσωπος των οίκων Allatini - Dreyfus Cristidi
- Schenker Pohode. - Επίτροποι: Alquadiche e Benaroya - Azaria I. - Tauhella A.
C e Fils - Jemerelli Fr.lli - Vernazza H. Vernazza H. e Bonapace.
Εισαγωγείς. - Κιγκαλερία: Antippa H. - Hampouri M. - Αποικιακά:
Gonda Frères - Ovaco - Protopapa N. - Semsar P. - Stamation. - Προμηθευτές
πλοίων: Casilari A. - Hampouri A. - Lemmi S. - Κατασκευές: Antippa H. -
Pascalaki e C. - Vagliamari J.
Διαμεσολαβητές και εκπρόσωποι. - Abravanel e G. - Alguadich e
Benaroya - Tacchella A. E. e fils cadets - Vernazza H. e Bonapace
Τραπεζίτες. - Altimalmazi E. - Babul Nissim.
Δικηγόροι. - Avedisse F.
Τιμές λιμένων. - Το κόστος αποβίβασης ήταν 55 σεντς ανά 100
κιλά στην αποθήκη τελωνείου. Το κόστος αποθήκευσης και αχθοφόρου εξαρτιόνταν
από την ποιότητα των αγαθών.
Το 1900 μπήκε στο πολυεθνικό Δεδεαγατς, με την ευημερούσα
πλέον και κρατούσα Ελληνική κοινότητα να έχει αστική σχολή αρρένων,
παρθεναγωγείο, νηπιαγωγείο και να ανεγείρει το μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου
Νικολάου στο υψηλότερο σημείο της πόλης, τρανό τεκμήριο της ευσεβείας και
φιλογενείας των κατοίκων της πόλεως και δη αυτών που ανέλαβαν την πρωτοβουλία της
ανέγερσης νέου Ναού μεταξύ των οποίων οι αδελφοί Μηλιώνη, οι οποίοι είχαν
εργοστάσιο Οινοποιίας και οινοπνευματοποιίας. Όμως η Ελληνική κοινότητα ταυτόχρονα
ατένιζε δυσοίωνα το μέλλον της με την ολοένα αυξανόμενη πίεση των εξαρχικών
Βουλγάρων, όπως άλλωστε και σε ολόκληρο το Μακεδονικό και Θρακικό χώρο, που
προσπαθούσαν να αποκτήσουν ερείσματα και στη νέα πόλη.
Στην εφημερίδα ΑΓΩΝ που εκδίδονταν στην Αθήνα κάθε Παρασκευή
και ήταν δημοσιογραφικό όργανο Ηπειρωτών και Μακεδόνων, στο φύλλο της 28ης
Ιανουαρίου 1900 βρίσκουμε μια ενδιαφέρουσα ανταπόκριση από το μικρό πόλισμα του
Δεδεαγατς την οποία παραθέτουμε αυτούσια με την γλώσσα και την ορθογραφία του
πρωτοτύπου, πλην του πολυτονικού:
«ΘΡΑΚΗ Πώς έχουσι τα καθ ημάς πράγματα έν Θράκη Δεδεαγατς-Ουζούν Κιοπρού-Κεσσάνη-Μαλγαρα.
Άρχομαι από του Δεδεαγάτς της πόλεως εκείνης ην κατά τον Ελληνοτουρκικόν πόλεμον εδόξασεν ο ναυμάχος ήρως Σαχτούρης, άγνωστος τότε εις τον Τούρκο διοικητήν, όστις ητένιζε μετά εμφόβου αγωνίας προς το πέλαγος μη εμφανισθή ο Ελλην Ναύαρχος, έτοιμος ων να καταλάβη την ανοχυρωτον πόλιν. Προ τριάκοντα και πέντε ετών το Δεδεαγατς ην έρημος ακτή και αγρία, άγνωστος εις την εμπορίαν, προσιτή δε μόνον εις τους λαθρεμπόρους. Έκτοτε όμως επετράπη υπό της Τουρκικής κυβερνήσεως ο συνοικισμός του θρακικού τούτου λιμένος και από της κατασκευής ιδία του σιδηροδρόμου εις τας ερήμους όχθας του αφανούς εκείνου όρμου ωραία εφύτρωσεν πολίχνη αριθμούσα νυν περί τους τετρακισχιλίους κατοίκους ων τα 2/3 περίπου Έλληνες, οι δε άλλοι Οθωμανοί και Αρμένιοι. Εις την νεοσχημάτιστο ταύτην αποικίαν πολλαί Ελληνίδες πόλεις εχρησίμευσαν ώς μητροπόλεις, αναφέρω δε ενταύθα τας κυριωτέρας. Τοιαυται υπήρξαν αι θρακικαί πόλεις Μαρώνια, Μάκρη, Αίνος, Αδριανούπολις, αι νήσοι του Αιγαίου και η κατ εξοχήν φιλαπόδημος πατρίς των Ήπειρωτών.
Ίσως εις την ποικιλίαν των Εθνικών τούτων στοιχείων, εξ ών απηρτίσθη η πόλις, χρωστεί αυτή την γοργήν πρόοδον και τον ένθουν ζήλον, μεθ' ου προεβη εις την σύστασιν των σχολείων της, εις την ανέγερσιν προχείρου μεν το κατ αρχάς εκκλησίας, νυν δε μεγαλοπρεπέστατου ναού, όστις οσονούπου αποπερατούται. 'Εν Δεδεαγατς σήμερον λειτουργεί αστική σχολή αρρένων, εν η διδάσκουσι δυο διδάσκαλοι και παιδεύονται μαθηταί 90 παρθεναγωγείον εν ω μία διδασκάλισσα διδάσκει 50 μαθητρίας και νηπιαγωγείον εν τω οποιω μία νηπιαγωγός διδάσκει 70 νήπια. Το Δεδεαγάτς εγένετο ήδη έδρα του Μητροπολίτου Αίνου και έσχε την τύχην να ποιμανθή υπό φιλοτίμων και άξιων της αποστολής των Αρχιερέων. Δυστυχώς η προιούσα ακμή της πολίχνης ανεστάλη απότομος αφ ης εγένετο η γραμμή Φιλιπουπόλεως-Πύργου, διότι έκτοτε το κέντρον της εμπορίας των σιτηρών μετατοπίσθη εις τον λιμένα εκείνον της Ανατολικής "Ρωμυλίας”.
«Σιδηρόδρομος και λιμάνι στα τέλη του 19ου αι.»Οι Βούλγαροι δεν άφηκαν και ενταύθα ακαταδίωκτον τον Ελληνισμόν. Καίτοι ουδείς εν τη πόλει υπήρξεν απ' αρχής Βούλγαρος, εφήρμοσαν και ενταύθα την τέχνην της κατασκευής βουλγαρισμού δια της παντοίας περισυλλογής βουλγαρικών περιτριμμάτων, ου μόνον δε τούτο άλλα και εις μέτρον πολυ παράδοξον και πρωτοφανές προέβησαν το επόμενον: Εις πλέον η ωριαίαν απόστασιν έκειτο το βουλγαρόφωνον χωρίον Γενήκιοι («Νεοχώριο») δια του ονόματος αυτού μαρτυρούν, ότι πρόσφατος υπήρξεν ό συνοικισμός του. Την θέσιν ταύτην του χωρίου οι Βούλγαροι δεν εύρισκον πρόσφορον προς εξυπηρέτησιν του σχεδίου και του μανικού των πόθου, όπως καταβώσιν εις το Αιγαίον, κατώρθωσαν δε να μετατοπίσωσιν το χωρίον και φέρωσιν αυτό εις ημίωρον από του Δεδεαγατς απόστασιν και εις θέσιν ορατήν από της θαλάσσης.
«Άποψη του Δεδέαγατς από τον Άγιο Νικόλαο.»Όσο γελοίον και να η το μέτρον τούτο, δεν είναι ολιγότερων σοβαρόν δι' ήμας ώς ενδεικνύον την συστηματικήν και εσκεμμένην ενέργειαν των Βουλγάρων προσπαθούντων να δημιουργήσωσι βουλγαρισμόν εκ του μη όντος κατ' αντίθεσιν, ημών, οίτινες εγκατελειπομεν και τον υπάρχοντα ακμαίον Ελληνισμόν απροστάτευτον. Χάριν τούτων των καταχθονίων σκοπών ίδρυσαν οι Βούλγαροι και εμπορικόν Επιμελητήριον ενταυθα, εις ο άπεστειλαν άνδρα ικανότερον πολλών Ελλήνων Υπουργών και εγκρατή γνώστην της διεξαγομένης πάλης. Ευτυχώς όλα ταύτα εναυάγησαν μέχρι τούδε και ελπίζομεν είς τον θεόν, ότι μέχρι τέλους θα ναυαγήσωσιν προ του βράχου του εθνικού φανατισμού, μεθ ού αμύνονται υπέρ της φυλής των οι ημέτεροι αδελφικώς συνηνωμένοι μετα των Οθωμανών, οίτινες ήρχισαν κατανοούντες ότι Τούρκοι και Έλληνες ένα μόνον και κοινόν έχουσιν εχθρόν τον απαίσιον σλαυισμόν.-»
Ευτυχώς παρ’ όλες τις προσπάθειες εκβουλγαρισμού αλλά και
τις τρεις βουλγαρικές κατοχές που ακολούθησαν, των ετών 1912-1913, 1913-1919
και 1941-1944 η πόλη παρέμεινε τελικά Ελληνική.
Μητροπολίτης Αίνου στις αρχές του 20ου αι. ήταν ο δραστήριος
Γερμανός Θεοτοκάς, που ήρθε στο Δεδεαγατς το 1899 και συνέδεσε το όνομά του με
τα εγκαίνια του Ιερού Ναού Αγίου Νικολάου Δεδέαγατς που έγιναν την 26η
Αυγούστου 1901. Η μητρόπολη Αίνου, όπως αναφέραμε, είχε μεταφέρει την έδρα της
στο Δεδεαγατς αλλά εξακολουθούσε ο Μητροπολίτης να επισκέπτεται και να διαμένει
στην Αίνο, παρόλο που οι περισσότεροι κάτοικοι της είχαν εγκαταλείψει τις
οικίες τους μετακομίζοντας στο Δεδεαγατς. Έλληνας Υποπρόξενος Δεδεαγατς εκείνη
την εποχή ήταν ο Νικόλαος Δημητρίου Μπάρακλης (γεννήθηκε το 1859 στην Αθήνα).
Ο ιατρός Σπυρίδων Ζαβιτζιάνος, που διετέλεσε Πρόεδρος της Αυτοκρατορικής Ιατρικής Εταιρίας Κωνσταντινουπόλεως και Αντιπρόσωπος των Η.Π.Α. στο Ανώτατο Υγειονομικό Συμβούλιο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γράφει από την Κωνσταντινούπολη στην από 16-2-1900 αναφορά του ότι στο Δεδεαγατς από το Νοέμβριο του 1899 αναφέρθηκε η ύπαρξη οστρακιάς. Όμως στην από 18-5-1900 αναφορά του γράφει ότι
«ο ιατρός υγιεινής στο Dedeagatch αναφέρει ότι δεν υπάρχει πλέον οστρακιά στην εν λόγω πόλη, αλλά, αντιθέτως, υπάρχει επιδημία ιλαράς, με ήπια χαρακτηριστικά. Κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου έχουν καταγραφεί 5 θάνατοι στο Dedeagatch, εκ των οποίων 2 από ιλαρά.»
Ο 20ος αιώνας, υπήρξε ο πιο φωτεινός, λόγω ηλεκτρισμού και
επιστημονικών ανακαλύψεων, και συνάμα ο πιο σκοτεινός, λόγω πολέμων και
ποικιλώνυμων φασισμών. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις, η κβαντομηχανική, και η
πρώτη αποκωδικοποίηση του DNA, από τη μια πλευρά, και τα εκατομμύρια θανάτων
προερχομένων από ανθρώπινες επιλογές και αποφάσεις, από την άλλη πλευρά
χαρακτηρίζουν τον 20ο αιώνα. Δίπλα στα εκατοντάδες εκατομμύρια των ανθρώπινων
ζωών, που έσωσαν οι πρόοδοι της ιατρικής, βρίσκονται εκατομμύρια νεκροί των
πολέμων, των πανδημιών αλλά και τα αφανιζόμενα παιδιά ετησίως λόγω πείνας και
έλλειψης φαρμάκων.
Φυσικά οι Έλληνες του Δεδεαγατς όταν έμπαινε ο 20ος αιώνας δεν μπορούσαν να φανταστούν τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζαν τον αιώνα αυτό και τις προκλήσεις του, όμως άντεξαν γιατί είχαν υψηλό εθνικό φρόνημα και μας παρέδωσαν ως παρακαταθήκη την Ελληνικότητα της πόλης μας που διέσωσαν ως κόρη οφθαλμού έναντι όλων των επιβουλών λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Ο 20ός αιώνας εν τέλει θα μας προικοδοτούσε την ενσωμάτωση της πόλης μας στον Εθνικό Κορμό.