Λίγο μετά την έναρξη του Α Βαλκανικού Πολέμου η
Αλεξανδρούπολη (τότε Δεδεαγατς) καταλήφθηκε από τους Βουλγάρους. Είναι γνωστή η
σφαγή πολλών Μουσουλμάνων κατοίκων του από τους Κομιτατζήδες κατά την είσοδο
τους τον Οκτώβριο του 1912 και την διάσωση αρκετών από αυτούς από τον τότε
Μητροπολίτη Αίνου και Δεδεαγατς Ιωακείμ. Μετά την πρώτη χαρά για τους Έλληνες
κατοίκους εξαιτίας της απελευθέρωσης της πόλης τους από τον Οθωμανικό ζυγό
ήρθαν και τα πρώτα σύννεφα, που κατέληξαν σε καταιγίδα: διώξεις, εκτοπίσεις,
δολοφονίες κλπ. Διαβάζουμε στην Εφημερίδα ΣΚΡΙΠ της 20-7-1913(π.ημ.):
«Αποκεκλεισμένοι παντελώς πρό μηνός, εγκεκλεισμένοι διαταγή των Βουλγάρων είς τας οικίας μας, εστερημένοι του Μητροπολίτου μας όν είχον φυλακίσει, εξηρχόμεθα μόνον οσάκις οδηγούμενοι παρα των στρατιωτών Βουλγάρων είς τον περίβολον της Μητροπόλεως, ως πρόβατα επί σφαγήν, ενεκλειόμεθα εκεί όπως υποστώμεν τας ληστρικάς αυτών επιθέσεις. ‘Οσοι επλήρωναν αφίνοντο προσωρινώς ελεύθεροι, οι άλλο εφυλακίζοντο. Ούτως ολίγας ημέρας πρό της εκκενώσεως συνέλεξαν παρά των πτωχών κατοίκων περί τας 1000 λίρας. Αλλά το χείριστον πάντων είναι, ότι, οι μέχρι της χθές εκθειαζόμενοι και θαυμαζόμενοι υπό της Ευρώπης επί πολιτισμώ Βούλγαροι στρατιώται λαμβάνοντες το παράδειγμα από τους αξιωματικούς των προέβησαν εις βιασμούς κατά κορασίδων, ιδίως Μουσουλμανίδων, από ηλικίας επτά ετών και άνω. Ταύτα πάντα γνωρίζουσι καταλεπτώς οι Πρόξενοι οίτινες, ως πληροφορούμεθα, τα εξέθηκαν εις τους αξιωματικούς του στόλου. Εκ Δεδεαγατς παρέλαβεν 240 προκρίτους Ελληνας και 90 εκ Μάκρης όπου και μεταξύ άλλων έσφαξαν τον Θ. Παναγιώτου και Αντώνιο Αποστόλου εβδομηκοντούτην γέροντα, αφού προυγουμένως είδε φρικώδη όργια εις βάρος των μελών της οικογενείας του. Πάντα τα πλοιάρια πρό πολλού είχον εγκλείσει εν τω λιμενίσκω φράξαντες το στόμιον αυτού, τα δε επί της ακτής άλλα επυρπόλησαν και άλλα ετρύπησαν»
Μεσολάβησε ως ένα ευχάριστο διάλειμμα η απελευθέρωση της
πόλης από τον Ελληνικό στόλο τον Ιούλιο του 1913 κατά τη διάρκεια του Β
Βαλκανικού Πολέμου, ο οποίος τερματίστηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου (28
Ιουλίου (π.ημερ) / 10 Αυγούστου (ν.ημ.) του 1913, σύμφωνα με την οποία το
Δεδεαγατς παραχωρήθηκε στην Βουλγαρία.
Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 12-8-1913(π.ημ.):
«Ο εν Δεδεαγατς Έλλην Μητροπολίτης προσκαλέσας τους Έλληνας και Μουσουλμάνους της πόλεως ταύτης συνέστησεν αυτοίς όπως εγκαταλείψουν την πόλιν ειπών ότι την Παρασκευήν έρχονται οι Βούλγαροι και ότι ούτος την Πέμπτην θα εγκαταλείψη το Δεδεαγάτς. Ο Μητροπολίτης προσεκάλεσεν εις Δεδεαγάτς τον ενταύθα αρχιερατικόν Επίτροπον.»
Οι Έλληνες Δεδεαγατσιανοί άκουσαν τον Δεσπότη τους και εγκατέλειψαν οι περισσότεροι τις εστίες τους. Διαβάζουμε στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 9-8-1913(π.ημ.)
«Δια του εκ Δεδεαγάτς καταπλεύσαντος χθές εις τον λιμένα Πειραιώς ατμοπλοίου «Πέλοψ» ήλθον 80 περίπου οικογένειαι εκ 400 περίπου ατόμων. Μετά των προσφύγων αφίκετο και ο επίσκοπος Αίνου κ. Ιωακείμ. Ο «Πέλοψ» μεθωρμίσθη εις το Λοιμοκαθαρτήριον του Αγ. Γεωργίου δια την τυπικήν κάθαρσιν.»
Επίσης διαβάζουμε πάλι στη ίδια εφημερίδα (ΕΜΠΡΟΣ 14-8-1913):
«ΟΙ ΕΝ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ ΠΡΟΞΕΝΟΙ ΦΟΒΟΥΝΤΑΙ ΤΟΥΣ ΚΟΜΙΤΑΤΖΗΔΕΣ
Κατά χθεσινάς τηλεγραφικάς πληροφορίας, οι εν Δεδεαγατς Πρόξενοι της Γερμανίας, Ιταλίας, Αυστροουγγαρίας απηύθυναν δια των εν Θεσσαλονίκη συναδέλφων των προς τα εν Κων/πολει Γενικά Προξενεία των ως άνω Δυνάμεων το κάτωθι τηλεγράφημα. «Επιβεβαιούμεν το από 6/19 Αυγούστου τηλεγράφημα μας, καθ’ο ο ενταύθα Ελληνικός Στρατός και αι ναυτικαί αρχαί έλαβον εντολήν όπως εκκενώσωσιν οριστικώς την πόλιν την εσπέραν της Πέμπτης 15/28 Αυγούστου. Η πόλις είνε σχεδόν έρημος παραμειναντων εν αυτή ελαχίστων μόνον κατοίκων και τινών ξένων υπαλλήλων. Κατά συνέπειαν οι υπήκοοι μας θέλουσιν ευρεθή άμα τη αποχωρήσει του Ελληνικού στρατού εις την διάθεσιν των κομιτατζήδων και των βασιβουζούκων. Κρίνομεν άξιον ιδιαιτέρας μνείας το γεγονός ότι λεηλασίαι έλαβον ήδη χώραν εις Ξάνθην και Γκιουμουλτζίναν, όπου δεν υπάρχει τακτικός Βουλγαρικός στρατός. Υπό τοιαύτας συνθήκας επικαλούμεθα επειγόντως την υμετέραν συνδρομήν προς προστασιαν των υπηκόων μας από της 15 Αυγούστου, ότε θέλουν αποχωρήσει τα Ελληνικά στρατεύματα»
Με την κατάληψη του Δεδέαγατς οι Βούλγαροι εστράφησαν κατά
παντός Ελληνικού. Διέρρηξαν τις κλειστές οικίες των φυγάδων Ελλήνων και εγκαταστάθηκαν
σε αυτές. Στις ωραιότερες οικίες που ήταν πλούσια επιπλωμένες εγκαθίσταντο
ανώτεροι αξιωματικοί και πολιτικοί υπάλληλοι. Στο μεταξύ έσπευδαν να γυμνώσουν
αυτές, αποστέλλοντας στην Σόφια βαγόνια επίπλων και κλειδοκυμβάλων, τα
τελευταία μάλιστα προξενούσαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση και κατάπληξη ταυτόχρονα. «Όσα
πιάνα, έλεγαν, εύρομεν εις Δεδέαγατς, δεν ύπήρχον εις ολην τήν Σόφιαν».
Την 24ην Οκτωβρίου κατέλαβαν οι Βούλγαροι τα ελληνικά
σχολεία και το μητροπολιτικό μέγαρο, εκδιώξαντες τον Ελληνα Αρχιερατικό Επίτροπο
που κατέφυγε στην Αίνο. Την 26ην οι Έλληνες που μετέβησαν να εκκλησιασθούν στο ναό
του Αγιου Νικολάου βρήκαν Βουλγάρους λογχοφόρους οι οποίοι τους έδιωξαν.
Αυθημερόν κατελήφθη και το Κατάστημα του Συλλόγου «Ορφεύς».
Ας δούμε πως περιγράφει τα γεγονότα η Εκκλησιαστική Αλήθεια στο φύλλο της 7ης Δεκεμβρίου 1913:
«Ο στρατός εισήλθε τη 16η Οκτωβρίου. Η διαρπαγή κοινοτικής τε και ιδιωτικής περιουσίας από της ημέρας εκείνης ήρξατο, η δε κήρυξις του στρατιωτικού νόμου, χωρίς τινος ανάγκης αυτοσχεδιασθείσα, συνετέλεσεν εις την ησυχωτέραν και μάλλον ανενόχλητον διεξαγωγήν των αρπαγών και βιασμών, γινομένων-κατά την κοινήν φρασεολογίαν- εν ονόματι του νόμου και του βασιλέως. Ούτω και τα τυραννικά μέτρα του περικλεισμού των κατοίκων εντός των οικιών επί τη δύσει του ηλίου, του κλεισίματος των καταστημάτων, της απαγορεύσεως πάσης επικοινωνίας και συναθροίσεως των Ελλήνων εν ταις οδοίς, εδικαιολογήθησαν δήθεν. Εν τούτοις αδικαιολόγητοι μένουσιν υπό οιουδήποτε νόμου, εκτός αν είναι βουλγαρικός στρατιωτικός η παρακώλυσις της εις το Δεδέαγατς επιστροφής των κατοίκων-Ελλήνων, διότι χάριν αυτών ο νόμος εκηρύχθη-η παρακώλυσις της αποστολής -υπό Ελλήνων- οιωνδήποτε ουν αντικειμένων έξω της πόλεως, η αυθαίρετος και παρά τον νόμος-και βουλγαρικός στρατιωτικός αν είναι- κατάληψις των κτημάτων απόντων Ελλήνων και η κατοχή πολλών ελληνικών οικιών, ως οι κάτοικοι διαμένουσιν εν τη πόλει. Ουδείς δε ποτε νόμος, καν τε βουλγαρικός είναι στρατιωτικός καν τε βαρβαρικός, δικαιολογεί τας εις την ύπαιθρον χώραν γενομένας κακοηθείας και τα κοινά κακουργήματα. Στίφη κομιτατζήδων και ορδαί δήθεν τακτικού στρατού κατέκαυσαν ερημώσασαι τουρκικούς συνοικισμούς, τους οποίους και ούτως ή άλλως, κρυφά και φανερώς ηραίωσαν εις τοιούτον βαθμόν και μετά τοσαύτης απηνείας, ώστε να καταφύγωσιν εις Αίνον αφηγούμενοι τας κακώσεις των ομοθρήσκων και οι ολιγάριθμοι μωαμεθανοί του Δεδέαγατς, ους επιδεικτικώς και προς το θεαθήναι θωπεύουσιν οι νέοι κύριοι των. Θύματα βαρβαρικής μανίας τυγχάνουσιν οι δυστυχείς Έλληνες ορθόδοξοι κάτοικοι των ελεεινών χωρίων Καβατζίκι(σημ. Λεικίμη) και Πασμακτζί(σημ.Τριφύλι), κλεπτόμενοι, δερόμενοι, βασανιζόμενοι, φονευόμενοι, ενώ αθεοφόβως ατιμάζεται το έτερον ήμισυ του πληθυσμού, όστις ιστορικώς και εθνολογικώς και κατά παν δίκαιον ανθρώπινον και θείον έχει δικαίωμα κυριότητος επί της ατυχούς χώρας, την οποίαν οι Βούλγαροι κατέχουσιν σήμερον. Εν Δεδέαγατς, όπου καινουργή, σεμνά μετά μεγαλοπρεπείας υπερηφάνως υπό την τουρκικήν διοίκησιν υψούντο το αρρεναγωγείον, το παρθεναγωγείον, το νηπιαγωγείον, το μητροπολιτικόν οίκημα, ο Σύλλογος, αναντίρρητα τεκμήρια φιλογενείας ελληνικής αγνής και πατρωζούσης ευσεβείας, ετολμήθη και της κοινοτικής ακινήτου περιουσίας η κατοχή και λεηλασία κατά την 26ην Οκτωβρίου, χρησιμοποιουμένων ως ύλης καυσίμου των μαθητικών θρανίων, των διδασκαλικών εδρών, των μαυροπινάκων, εξαλειφομένου τοιουτοτρόπως παντός ίχνους Ελληνισμού, τέως ανθούντος υπό την προστασίαν των συνετών του πορθητού Μωάμεθ διαδόχων. Κατ’αυτήν την ημέραν κατέλαβον οι νέοι κύριοι της Δυτικής Θράκης και τον ιερόν των ορθοδόξων Ελλήνων ναόν δια της λόγχης εξήγαγον εξ αυτού ιερουργούντα τον αρχιερατικόν επίτροπον του μητροπολίτου κυκλώσαντες πρότερον δια λόγχων τον περίβολον και απαγορεύσαντες την είσοδον των χριστιανών εις τον ναόν κατά την εορτήν του Αγίου Δημητρίου. Ο ναός έκτοτε διατελεί υπό φρουράν, θέλομεν αναγγείλει δε την θλιβεράν αυτού τύχην. Καταδιώκεται δε και ο Μητροπολίτης ουχί μόνον υπό των εν Σόφια βουλγαρικών εφημερίων, αλλά και υπό των Βουλγάρων Δεδέαγατς, θεωρούντων και κηρυττόντων αυτόν σφαγέα τετράκισχιλίων δήθεν Βουλγάρων. Ακολουθεί επιστολή του Μητροπολίτου Αίνου, ήτις αναγγέλουσα την αποσφράγισιν και παράδοσιν του ναού εις βούλγαρον ιερέα επάγεται : «Αδυνατώ, παναγιώτατε Δέσποτα, έγραφεν ο Μητροπολίτης Αίνου προς τον Οικουμενικόν Πατριάρχην, να περιγράψω την οικτράν θέσιν των ομογενών. Αι οικίαι αυτών κυριολεκτικώς ελεηλατήθησαν, τα καταστήματα διηρπάγησαν, ύβρεις και προπηλακισμοί κατ’αυτών και συστηματικός διωγμός κατά παντός Ελληνικού. Τα καθ’ εκάστην καταγγελλόμενα παρα την αυστηράν λογοκρισίαν και την εξασκουμένην επιτήρησιν, όπως εις ουδεμίαν μετ’εμού, του σφαγέως και αρχισυμμορίτου, ως δημοσία με αποκαλούσιν, επικοινωνίαν έρχωνται οι χριστιανοί μου, φρικώδη την εκεί κατάστασιν εικονίζουσι, προσεχή δε την έξωσιν όλων των Ελλήνων, ων τα κτήματα και τας περιουσίας θα κατάσχωσιν. Από του ανωτέρου αξιωματικού μέχρι του κατωτέρου στρατιώτου η ιδία, ουχί πλέον μόνο ανθελληνική, αλλά απάνθρωπος τηρείται διαγωγή, απίστευτος δε ήθελε φανή η ακριβής πληροφορία, οτ’ αυτός ούτος ο στρατηγός Σαβόφ διελθών και διαμείνας την παρελθούσαν εβδομάδα εις Δεδέαγατς εκάλεσε παρ’αυτώ ιδιαιτέραν εκ των άλλων εθνών επιτροπήν συστήσας και συμβουλεύσας, όπως πιέζωσι, συναγωνίζονται και μη συναλλάττωνται μετά των Ελλήνων, ους εκείνος κυβερνητικώς αποτελεσματικώτερον θα πιέση».
Πλην άλλων αφαίρεσαν το μέγα κρυστάλλινο πολυέλαιο, όπως και
τα αρχεία και τις καμπάνες του Αγίου Νικολάου. Καταστροφές επέφεραν και στο
Μητροπολιτικό Μέγαρο και στα κοινοτικά σχολεία. Τα άμφια και τα ιερά σκεύη
σώθηκαν γιατί απεκρύβησαν. Ο Παπά Σταύρος Κοιμτζόγλου ήταν τον Οκτώβριο του
1913 ο τελευταίος ιερέας του Δεδεαγατς που απελάθηκε χωρίς να του επιτραπει να
παραλάβει ούτε τις αποσκευές του.
Μεταξύ των 50-60 οικογενειών που έμειναν στο Δεδέαγατς, ελπίζοντας
ότι υπό τις νέες περιστάσεις οι Βούλγαροι θα τους σεβασθούν, συγκαταλέγονται
και οι εξής οικογένειες προκρίτων εκ των επισημοτέρων:
1) Ίω. και Κων. Φιμερέλλης, μεγαλέμποροι.
2) Χαρίλαος Λεονταρίδης, μεγαλέμπορος.
3) Δ. Κοίδης, δερματέμπορος.
4) Χαρίλ. Παπουτσάκης, κτηματίας και έμπορος.
5) Ίωάν. Κουτσουβέλλης, έμπορος.
6) Ίωάν. Γιαννούσης, έμπορος.
7) Άθανάσ. Πελτέκης, διευθυντής ατμομύλου.
8) Κωνσταν. Κορδέλης, έμπορος.
9) Μιχ. Ασπιώτης, ανώτερος Εμπορικός υπάλληλος.
10) Θησεύς Σαμοθρακιώτης, διευθυντής φορτηγίδων.
11) Χρήστου Ηλίας, εκ των πλουσιωτέρων.
12) Ψαρρόπουλος, ενοικιαστής των θερμών λουτρών Φερών.
13) Κωνστ. Κουρής, έμπορος.
14) Χαράλ. Λαμπουσιάδης, εμπορομεσίτης.
Αλλά η ελπίδα των να παραμείνουν στο Δεδέαγατς διαψεύσθηκε. Οι Βούλγαροι άρχισαν τμηματικά να τους συλλαμβάνουν, να τους φυλακίζουν μέχρι του κατάπλου του πρώτου ατμόπλοιου, με το οποίο του τους απέλαυναν. Έτσι τον κ. Ψαρρόπουλο, καθ' ήν στιγμή μετέβη για να αποχαιρετίσει την κόρη του Καν Κολουζώφ, τον ώθησαν στην λέμβο και τον συναπέστειλαν. Τον κ. Ίωάν. Κουτσουβέλλην που στεκόταν έξωθεν του γραφείου του κ. Βερνάτζα συνέλαβαν και έδωσαν προθεσμία 1/4 ώρας για να αναχωρήσει, τον μπαρκάρισαν δε μόλις εξέπνευσε η διορία. Ό κ. Φιμερέλλης ο οποίος συνελήφθη για να απελαθεί πέτυχε αναστολή, διότι στην οικία του είχε σημαίνοντα Βούλγαρο αξιωματικό. Τέλος, απέλαυναν τους εναπομείναντες Έλληνες ανά δέκα και δέκα πέντε, είτε συλλαμβάνοντάς και φυλακίζοντας αυτούς από το βράδυ, είτε απ’ ευθείας τους οδηγούσαν στο ατμόπλοιο. Μεταξύ τούτων καταλέγεται και ο Χαρίλ. Λεονταρίδης, τον όποιον από τον δρόμο οδήγησαν στο ατμόπλοιο. Οι απελάσεις αυτές ξεκίνησαν δύο μήνες μετά την ανακατάληψη του Δεδέαγατς. Κατά το διάστημα αυτό είχαν κατορθώσει να μείνουν, δωροδοκώντας τον αστυνόμο Μαρή Μπογατσήεφ. Και όλα αυτά γινόταν υπό την επίνευση ενός προσώπου με δύναμη μεγίστη περιβεβλημένου, εμφανισθέντος ως διοικητού και προέδρου της επιτροπής προς εγκατάσταση Βουλγάρων προσφύγων, του Ρόζενταλ, Ίσραηλίτου, έκχριστιανισθέντος και εκβουλγαρισθέντος γαμβρού τού πρωθυπουργού Ραδοσλαβώφ. Ύπό τις οδηγίες αυτού διεξήχθησαν οι απελάσεις και οι καταδιωγμοί των Ελλήνων της Δυτικής Θράκης και η δήμευση των ακινήτων περιουσιών τους. Τέλος, ελάχιστοι των Ελλήνων εναπέμειναν στο Δεδέαγατς, όπως οι Αδελφοί Φιμερέλλη, Κοΐδης, Χρήστου Ηλίας, ή οικογένεια Κολοζώφ, ή χήρα Πασκάλ. Και αυτοί εκδιώχθηκαν ως έξης: Τον Αύγουστο του 1914 έγινε γνωστό ότι το καταπλεύσαν ατμόπλοιο «Μαίιν» της εταιρείας Χατζήνταούτ μετέφερε στην Μυτιλήνη τέσσερις Βουλγάρους κομιτατζήδες. Και ενώ άλλοι των Ελλήνων οδηγήθησαν στο Διοικητήριο ως όμηροι, υπό θανάτου απειλούμενοι, επιτροπή εκ των κ.κ. Κοΐδου, Καμπούρη και τριών Βουλγάρων ανήλθε στο ατμόπλοιο και έπεισε τον πλοίαρχο και ελευθέρωσε τούς κομιτατζήδες. Παρόλα αυτά ξεκίνησε από το επεισόδιο αυτό να εξωτερικεύεται η έχθρα κατά των εναπομεινάντων Ελλήνων. Αυτός ο Ρόζενταλ έλεγε:
«έως τώρα τούς εκράτησα αυτούς τούς Έλληνας, αλλά τώρα με το επεισόδιον θα τούς εκδιώξω. Πρέπει να φύγουν χωρίς άλλο». Έτσι εκδιώχθηκαν και οι τελευταίοι εναπομείναντες Έλληνες και δεν έμεινε κανείς, πλην των μαουνιέρηδων και λεμβούχων, τους οποίους είχαν απόλυτη ανάγκη, αλλά και αυτούς ύστερα αφού τους αντικατέστησαν με Βουλγάρους από τη Βάρνα τους απέλασαν, κατάσχοντας τις φορτηγίδες και τις λέμβους τους. Χαρακτηριστικό του σκοπού της απελάσεως των Ελλήνων είναι το έξης, όπως μας το διασώζει η Μουσιοπούλου: ένας υποδηματοποιός, ο Κώτσος Σεραφειμίδης, είχε ένα σπιτάκι. Καθημερινά ένας Βούλγαρος πρόσφυγας του έλεγε: - «Πρέπει να φύγης». - «Διά ποίον λόγον;» - «Θέλομεν νά φύγης διά να σού πάρωμεν τό σπίτι».
Επίσης, εκβιάσθηκαν να αφήσουν τα Ξενοδοχεία Δεδέαγατς,
Ρούμελη, Χατζή Μαργαρίτη, οι ιδιοκτήτες αυτών, τα οποία με τα έπιπλα τους κατέλαβαν
οι Βούλγαροι. Μετά την απέλαση των Ελλήνων διαρπάζονταν τα έπιπλα των οικιών τους,
και αφήνονταν μερικά μόνο ανάξια λόγου, τα οποία πωλούνταν σε δημοπρασίες, που
διενεργούνταν σε στενό κύκλο και στις οποίες απαγορευόταν να προσέλθει κάποιος
ως πλειοδότης. Έτσι έπιπλα αξίας 50 λιρών επωλήθησαν αντί 2 λιρών. Ένα κιβώτιο με
τιμαλφή υαλικά της αίθουσας της κας Πελτέκη πωλήθηκε και αγοράσθηκε από
αξιωματικούς αντί 2 λεβίων. Πολλές κυρίες αξιωματικών και υπαλλήλων φορούσαν καπέλα
και ενδύματα Ελληνίδων κυριών που είχαν απελαθεί. Ή φωτογραφία της κας Πελτέκη,
σε φυσικό μέγεθος, χρησίμευσε για τον στολισμό της αίθουσας του συνταγματάρχη του
ιππικού Πετρώφ. Ο υπάλληλος της δημοπρασίας ήταν συνεννοημένος με Βουλγάρους
πρόσφυγες από τη Μακεδονία, οι οποίοι από το βράδυ έκλεπταν τα πολυτιμότερα
έπιπλα και άφηναν τα χειρότερα για να πωληθούν την επομένη. Ή οικία του ιατρού κ.
Λεφάκη κατελήφθη και χρησιμεύει ως Δημαρχείο, του δέ κ. Κορδέλη είναι η διοίκηση
του ανυπάρκτου στόλου του Αιγαίου, του οποίου αρχηγός είναι ό Φουρνατζήεφ,
αντιπλοίαρχος, που κατοικεί στην οικία αυτή. Ή οικία του κ. Παπουτσάκη
κατελήφθη υπό της Εθνικής Βουλγαρικής Τράπεζας. Τέλος, όλα τα ακίνητα των
Ελλήνων περιήλθαν στην δικαιοδοσία του εγκατασταθέντος οικονομικού εφόρου. Οι πρόσφυγες
από τη Μακεδονία, ιδίως από το Κιλκίς, εγκατεστάθησαν στις ελληνικές οικίες με
ενοίκιο και καθένας που κατοικούσε σε ελληνική οικία ή εγκαταστάθηκε σε
κατάστημα θεωρούνταν ενοικιαστής του βουλγαρικού δημοσίου. Τα ενοίκια των
προσφύγων, αν και ευτελή, δεν εισπράττονταν, επειδή αρνούνταν αυτοί να τα
πληρώσουν και ο οικονομικός έφορος, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε, δεν ασκούσε
σε αυτούς καμία πίεση. Το τραγικό ήταν ότι ο οικονομικός έφορος, ενώ εισεπράττε
ενοίκια οικιών και καταστημάτων εκδιωχθέντων Ελλήνων, ζητούσε από αυτούς τον φόρο
οικοδομών.-
Το έτος 1915 εκδόθηκε στην Αθήνα από τον εκδοτικό τύπο ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟΥ
ΚΡΑΤΟΥΣ εκ μέρους των επιτροπών Μικρασιατών προσφύγων της Μυτιλήνης το βιβλίο «Οι
Διωγμοί των Ελλήνων εν θράκη & Μικρασια», που περιλαμβάνει αυθεντικές
εκθέσεις και επίσημα κείμενα και απευθύνει έκκληση προς το Ελληνικό Γένος και
την δημόσια Γνώμη του Πολιτισμένου κόσμου ώστε να γίνουν γνωστά τα εγκλήματα
που διαπράχθηκαν στην Θράκη και Μικρασία τα χρόνια των Βαλκανικών πολέμων και
του Α παγκόσμιου πολέμου. Διαβάζουμε λοιπόν:
«Κατ' αξιόπιστους πληροφορίας επιστήμονος παραμένοντος έν τη βουλγαρική θράκη παρά τας επισήμους διαβεβαιώσεις, οι Βούλγαροι προέβησαν προ ήμερων, επί τη αφίξει των 1.500 Βουλγάρων εκ θεσσαλονίκης εις Δεδέαγατς, εις νέες καταστροφάς και διαρπαγάς κατά των ολίγων εκεί απομεινάντων Έλλήνων.
Απο τους τελευταίους διωγμούς δεν είχον απομείνη 120-130 το όλον Έλληνες εκ των 4,500- 5,000 χιλ.
Έκτοτε, από της δευτέρας επιδρομής των Βουλγάρων, από του παρελθόντος δηλ. 8)βρίου, εζων με παντοίας στερήσεις και εξευτελισμούς ήμερα τη ήμερα λιγοστεύοντες και αναμένοντες μετ' αγωνίας την άφιξιν του Έλληνος Προξένου και τον οριστικόν διακανονισμόν των περιουσιακών ζητημάτων, όστις θα έθετε προσωρινών τέρμα εις τα βασανιστήρια μέχρι της εκποιήσεως των ακινήτων.
Καθ' όλον δε τούτο το διάστημα της εκεί παραμονής, όχι μόνον δεν τους επιτρέπετο να εργασθώσιν, άλλ' ούτε να ομιλώσιν ελληνιστί, ήσαν δε υποχρεωμένοι να μη κυκλοφορώσιν εις τούς δρόμους από τον φόβον των κομιτατζήδων, οι οποίοι τούς ελήστευον εν πλήρει μεσημβρία.
Μεταξύ αυτών των 130 Ελλήνων υπήρχαν και έμποροι τίνες εκ Δεδέαγατς οι οποίοι ύπεχρεώθησαν νά συνεταιρισθώσι μετά Βουλγάρων άεργων και κακοποιών άνευ καταθέσεως κεφαλαίου, την επαύριον δε του αναγκαστικού τούτου συνεταιρισμού ευρέθησαν έξω του καταστήματος των και εις την επιγραφήν είδον άναγραφόμενον το όνομα του Βουλγάρου συνεταίρου ως ιδιοκτήτου του Εμπορικού καταστήματος των. Είς διατηρών το καλλίτερον και κεντρικώτερον καφενείον του Δεδέαγατς, υπεχρεώθη να βρέχη τα πατώματα με έλαιον δια να μη σηκώνεται δήθεν σκόνη ! Ή αξία του ελαίου εν Δεδέαγατς είναι 3-4 φράγκα ή οκά. "Όλα δ' αυτά και άλλα πολλά παραπλήσια μεθ' υπομονής υφίστανται οι δυστυχείς, απλώς και μόνον διά ν' ασφαλίσωσι μέρος των περιουσιών των.
Δυστυχώς ή νέα άφιξης των τελευταίων 1.500 Βούλγαρο μακεδόνων εξήγειρε τα φυλετικά μίση των εκεί ευρισκομένων άεργων νεοαφιχθέντων, οι οποίοι μετά ροπάλων επετέθησαν εναντίον των και αφού τους εφυλάκισαν και εις πλήθος εξευτελισμών τους υπέβαλαν, τους εξεδίωξαν επί τέλους μετά γυναικών και τέκνων, καθ' ον χρόνον άλλοι εξυπνότεροι τους απεγύμνωσαν των περιουσιών των, μη επιτρέποντες ουδέ και αυτά τα κλινοσκεπάσματα των να συμπαραλάβωσι!»
Αυτό ήταν το τέλος της Ελληνικής Κοινότητας του Δεδεαγατς. Στις 4 Φεβρουαρίου του 1915 ο Έλληνας Υποπρόξενος στο Δεδεαγατς Αθ. Χαλκιόπουλος πληροφορούσε στο Υπουργείο Εξωτερικών ότι δεν έμειναν Έλληνες στη περιοχή του. Οι τελευταίοι που είχαν παραμείνει και επειδή ήταν άποροι δεν είχαν που να πάνε με τη συνδρομή του Υποπροξένου εστάλησαν στον Πειραιά. Διαβάζουμε στο φύλλο της 17-4-1915 (π.ημ.) της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ:
«ΟΜΟΓΕΝΕΙΣ ΕΚ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ. Δια του καταπλεύσαντος χθες εις τον λιμένα Πειραιώς ατμοπλοίου «Αβνη-Χουντά» αφίκοντο εκ Δεδεαγατς 15 ομογενείς άποροι, αποσταλέντες παρά του αυτόθι Έλληνος Προξένου»
Στις 19 Φεβρουαρίου 1915 οι Βούλγαροι γιόρτασαν την επέτειο
της απελευθέρωσης της Βουλγαρίας με δοξολογία στο ναό του Αγίου Νικολάου.
Υπάρχει μια γερμανική καρτ-ποστάλ που πιθανόν να έχει αποτυπώσει αυτήν την
γιορτή, γιατί φαίνονται πολλές βουλγαρικές σημαίες. Μάλιστα αναφέρει ότι ο ναός
ήταν της Αγίας του Θεού Μητέρας, δηλαδή της Παναγίας, γιατί πιθανόν έτσι οι
Βούλγαροι είχαν μετονομάσει το Μητροπολιτικό Ναό του Δεδέαγατς.
Και ενώ ξεκινάει η εκστρατεία της Καλλίπολης η Βουλγαρία
παρά τις προσπάθειες της ΑΝΤΑΝΤ (Entente Cordiale) διστάζει να μπει στο πόλεμο
και παραμένει ουδέτερη.
Στο φύλλο της 24ης Απριλίου 1915 της βρετανικής εφημερίδος Daily Mirror διαβάζουμε σε μετάφραση από τα Αγγλικά ότι
«Δυο βρετανικά πολεμικά πλοία εμφανίστηκαν χθές (22 Απριλίου) έξω από το Δεδεαγατς και απέδωσαν τιμές στη βουλγαρική σημαία. Πρόσφυγες από την τουρκική Θράκη που έφθασαν στην Βουλγαρία λένε ότι κυριαρχεί ο πανικός ανάμεσα στους κατοίκους κατά μήκος ολόκληρης της τουρκικής ακτής στο Αιγαίο εξαιτίας του βομβαρδισμού της Αίνου. Αναφέρουν επίσης ότι οι σύμμαχοι έχουν επιβιβάσει καινούργια στρατεύματα στην Αίνο.»
Μάλιστα εκείνο τον καιρό ο Βούλγαρος Βασιλιάς Φερδινάρδος περιόδευσε στη Δυτική Θράκη. Διαβάζουμε σχετικά (σε μετάφραση από τα Αγγλικά):
«Ο ανταποκριτής των «ΚΑΙΡΩΝ» στο Δεδέαγατς αναφέρει ότι ο βασιλιάς Φερδινάνδος έχει χορηγήσει αμνηστία σε όλους τους αξιωματικούς που έχουν καταδικαστεί μετά τους Βαλκανικούς πολέμους.
Η ΑΜ προσέγγισε με τους πρίγκιπες Βόρις και Κύριλλο το Δεδέαγατς αφού επιθεώρησαν τα στρατόπεδα στην Ξάνθη και την Κομοτηνή και συνεχάρη τους διοικητές για την άψογη εμφάνιση των στρατιωτικών. Μεγάλη πολιτική σημασία έχει δοθεί στο ταξίδι αυτό» (28-4-1915 THE DOMINIO NEW ZEALAND).
Ήταν η δεύτερη φορά που ο Βούλγαρος Μονάρχης επισκέφθηκε το
έρμο Δεδεαγατς. Η πρώτη ήταν στα τέλη Ιανουαρίου του 1913, όπως πληροφορούμαστε
από σχετικά δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής.
Ο αχός των πυροβόλων και ο καπνός από τις μάχες στην Καλλίπολη φτάνει μέχρι το Δεδεαγατς. Αυτό αποκαλύπτει με όσα γράφει για την πόλη μας η Ruth Stanley Farnam Αμερικανίδα νοσοκόμος, στρατιωτικός και συγγραφέας στο βιβλίο της «A Nation at Bay: What an American Woman Saw and Did in Suffering Serbia»:
«Φτάσαμε στο Δεδεαγατς (Dedeagatch), το βουλγαρικό λιμάνι (Τότε ουδέτερο), όπου εκφορτώθηκαν όλες οι προμήθειες και τα εφόδια για τα συμμαχικά στρατεύματα στα Δαρδανέλια, και θα μπορούσαμε να ακούσουμε τη βροντή από τα μεγάλα πυροβόλα όπλα, καθώς τα πολεμικά πλοία διεξήγαγαν άκαρπες προσπάθειες για να περάσουν τα Στενά.
Βλέπαμε τα πλοία εφοδιασμού που βρίσκονταν αγκυροβολημένα με τους ναύτες να μαστιγώνονται από τον άνεμο. Είδαμε τις γυμνές, γκρίζες αποθήκες στην ξηρά και τις πυραμίδες από κιβώτια με τις φιγούρες των στρατιωτών να σκαρφαλώνουν από πάνω τους, για να τα τοποθετήσουν ή να τα απομακρύνουν κομμάτι -κομμάτι. Πάνω από όλα κρεμάστηκε ένα βαρύ πέπλο από χρωματισμένη ομίχλη που έφερε ο άνεμος από πέρα από τους λόφους. Αυτό ήταν καπνός της μάχης! Πάνω από μας τα χαμηλωμένα σύννεφα και από κάτω η αγέλαστη, ασταθής γκρίζα θάλασσα - ταίριαζε με την τραγωδία που επρόκειτο σύντομα να ακολουθήσει τη Συμμαχική εκστρατεία εναντίον της Κωνσταντινούπολης».
Από τον τύπο της εποχής μαθαίνουμε ότι συχνά μοίρες του συμμαχικού
στόλου περιπολούσαν στη περιοχή κάνοντας εμπάργκο στο λιμάνι του Δεδεαγατς
προκειμένου να αποτρέψουν τον εφοδιασμό των Οθωμανών με σιτάρι προκαλώντας έτσι
την αντίδραση της Βουλγαρίας, η οποία περίμενε τη έκβαση των επιχειρήσεων στην
Καλλίπολη για να εκδηλωθεί.
Η πλάστιγγα όμως είχε αρχίσει να γέρνει εις βάρος των Συμμάχων γι’αυτό σε δημοσίευμα της Αυστραλιανής εφημερίδας The Argus της 9.10.1915 διαβάζουμε σε μετάφραση ότι
«Οι Βούλγαροι έχουν εκκενώσει όλα τα σπίτια στην παραλία, έχουν τοποθετήσει στα οχυρά πανίσχυρα πυροβόλα και διπλές σειρές ναρκών έξω από το λιμάνι. Το Δεδεαγατς περιγράφεται ως γεμάτο από στρατεύματα με Γερμανούς αξιωματικούς»
Πράγματι η Βουλγαρία εισέρχεται στον πόλεμο στο πλευρό των
κεντρικών δυνάμεων και στις 14 Οκτωβρίου 1915 κηρύσσει τον πόλεμο εναντίον της
Σερβίας ενώ τις αμέσως επόμενες ημέρες οι δυνάμεις της Ανταντ κηρύσσουν τον
πόλεμο εναντίον της Βουλγαρίας.
Η εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» της 15-10-1915 (παλαιό ημερολόγιο) αναφέρει:
«Οι Έλληνες είχον εκδιωχθεί υπό των Βουλγάρων. Τα καταστήματα, αι οικίαι, τα κτήματα ήσαν όλα ελληνικά αλλ’ είχον δημευθή. ... Επίσης ο μύλος Πρωτόπαππα εξηκολούθει να είνε ελληνικός αν και δεν ειργάζετο, διότι η Βουλγαρία εζήτει να τον ενοικιάση εις Βουλγαρικήν εταιρείαν. Ο Πρωτόπαππας απέθανε. Το ζήτημα έμεινεν εκκρεμές»
Οι Σύμμαχοι αλλά ιδίως η Μεγάλη Βρετανία έχοντας υποστεί τις
μεγαλύτερες απώλειες στην αιματοβαμμένη και αποτυχημένη πλέον εκστρατεία της
Καλλίπολης είναι πολύ θυμωμένοι. Ο Sir Henry Jackson, Πρώτος Λόρδος του
Ναυαρχείου έριξε την ιδέα του βομβαρδισμού του Δεδεαγατς. Έτσι δίνεται η εντολή
στον Πλοίαρχο Larken με μια μοίρα του συμμαχικού στόλου που έδρευε στον Μουδρο
της Λήμνου αποτελούμενη από είκοσι βρετανικά πολεμικά πλοία, την Πέμπτη 21
Οκτωβρίου 1915 (7.10.1915-παλαιο ημερολόγιο) να βομβαρδίσει το Δεδεαγατς.
Αυτόπτης μάρτυρας του βομβαρδισμού ήταν και ο πρόξενος τη Ελλάδος Αθ. Χαλκιόπουλος που έμεινε μέχρι τέλους και κατόρθωσε να διασώσει τα αρχεία του προξενείου. Σε σχετική του έκθεση(έγγρ. 654/11.10.15-παλ. ημερολόγιο) στο Υπουργείο Εξωτερικών, έγραψε
«... Άμα τω αρξαμένω σφοδροτάτω βομβαρδισμώ της Πέμπτης άπασαι αι πολιτικαί αρχαί Δεδεαγατς κατέλιπον την πόλιν, τελεία δε ερήμωσις εβασίλευσεν εν τη πόλει πάντων ανεξαιρέτως εγκαταλειψάντων αυτήν λόγω ενσκήψαντος πανικού… Επί του βομβαρδισμού αναφέρω ότι ούτος αρξάμενος την παρελθούσαν Πέμπτη τη μια και δέκα λεπτά μετά μεσημβρίαν διήρκεσε μέχρι της πέμπτης και ημισείας. Μετέσχον εν όλω είκοσι αγγλικά πολεμικά, εν οις τρία θωρηκτά, δυο μεταγωγικά κι τα λοιπά αντιτορπιλικά. Προ του βομβαρδισμού προηγήθη κατόπτευσις δια δυο υδροπλάνων των στρατώνων, εν οις ευρίσκετο κατεσκηνωμένος στρατός. Ο βομβαρδισμός υπήρξε σφοδρότατος και συνεχής, καταλήξας εις πυρκαιάν».
Ο βομβαρδισμός χαρακτηρίστηκε από τον τύπο της εποχής ιδιαίτερα σκληρός σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που «αντήχησε μέχρι Βάρνας» (εφημ. Παρισινός Χρόνος (Le Τemps) της 11.10.1915-παλ.ημερολογ.). Από την εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ της 12-10-1915 (π. ημ.) μαθαίνουμε για τον «απολογισμό» του βομβαρδισμού και τις ζημιές που προκάλεσε:
«Ο βομβαρδισμός υπήρξε σφοδρότατος και προεκάλεσε πυρκαιάς.… Οι στρατώνες κατεστράφησαν εξ ολοκλήρου με τας πρώτας οβίδας. Δυο λόχοι του 40ου συντάγματος πεζικού ... κατελήφθησαν εντός των στρατώνων κατά τον βομβαρδισμόν και ετάφησαν υπό τα ερείπια ... πλέον των χιλίων στρατιωτών εφονεύθησαν, πολυάριθμοι δε τραυματίσθηκαν. Εκ των ιδιωτών αριθμούνται δέκα θύματα εκ των οποίων δυο γυναίκες ... Αι εν τη πόλει προξενηθεισαι ζημίαι είνε μέγισται. Αι πλείσται των οικιων και των καταστημάτων καστράφησαν. Ανήκον σχεδόν αποκλειστικώς εις Έλληνας. Αι ζημίαι δε ανέρχονται εις πολλά εκατομμύρια. Πυρκαιά βοηθούμενη υπό σφοδρού ανέμου, εξερράγη εις το καφενείον Καραμανλή, το οποίο εχρησιμοποιείτο ως Ναυτών, μετεδόθη δ’ έπειτα εις το ξενοδοχείο Ντελή-Μιχάλη και τη λαικήν συνοικίαν. Τα γραφεία του ατμοπλοικού πρακτορείου Χατζή - Δαούτ, το ξενοδοχείον Χατζή - Μαργαρίτη, το ωρολογοποιείον Αγκωπ, το ραφείον Αβρααμ Χαδεμ, το ξενοδοχείον Καπάτη, το υποκατάστημα της Τραπέζης Θεσσαλονίκης και άλλα παρακείμενα καταστήματα απετεφρώθησαν. Πυρκαιαί εξερράγησαν και εις άλλας συνοικίας. Το ξενοδοχείον «Ρούμελη», ιδιοκτησία Λεφάκη, τα ακίνητα Τιμαρέλη (Φιμερέλη) και Τακέλλα, Μιλλιόν, Γούδα, Βερμόζα, Ιωάννου, το καφενείον Φεμέρογλου, τα γραφεία Σιγγερ, το λιμεναρχείον, το πρακτορείον Μεσσαζερη, η οικία και τα καταστήματα αδελφών Καψελλέρη, αι σιταποθήκαι των σιδηροδρόμων, το κατάστημα του τελωνείου, ο μέγας ατμόμυλος Πρωτοπαππα, Οι δυο σιδηροδρομικοί σταθμοί, και ο στρατιωτικός σταθμός και η πρώτη γέφυρα των Ανατολικών σιδηροδρόμων κατεστράφησαν εκ του βομβαρδισμού και των πυρκαιών. Όλες αι φορτηγίδες και τρείς ατμάκατοι ευρισκόμενοι εν τω λιμένι κατεβυθίσθησαν.»
Στις συνέπειες του βομβαρδισμού πρέπει να προσθέσουμε και
την αποχώρηση των ξένων αντιπροσωπειών από την πόλη. Στους “NEW YORK TIMES” της
25.10.1915 αναφέρεται ότι «ύστερα από εντολές της βουλγαρικής διοίκησης οι
ξένοι πρόξενοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το Δεδεαγατς» μεταξύ αυτών και ο Αθ.
Χαλκιόπουλος ο οποίος ζήτησε να μεταφέρει την έδρα του στην Ξάνθη.
Πέντε ημέρες μετά ο βομβαρδισμός επαναλήφθηκε από τρία Βρετανικά
πολεμικά πλοία όπως επίσης και στις 18-1-1916.
Στο φύλλο των N.Y Times της 2-6-1916 δημοσιεύθηκε ανακοίνωση του Γερμανικού Ναυαρχείου ως ακολούθως (σε μετάφραση από τα Αγγλικά):
«Στις 22 Μαΐου Γερμανικά αεροπλάνα ναυτικής συνεργασίας επιτέθηκαν σε ένα εχθρικό στόλο αποτελούμενο από 4 πολεμικά πλοία μεταξύ Δεδεαγατς και Σαμοθράκης. Το ένα από αυτό που κουβαλούσε αεροπλάνα χτυπήθηκε δυο φορές. Τα εχθρικά πλοία μετά απέπλευσαν με κατεύθυνση την Ίμβρο.»
Ο Άγγελος Ποιμενίδης με γλαφυρότητα συνοψίζει την εικόνα που παρουσίαζε το Δεδεαγατς εκείνη την εποχή:
«... το Δεδεαγατς σαν άδειασε από τους δραστήριους δημιουργούς του έμεινε από το 1914 ως το 1920 γυμνό και έρημο ολότελα. Έγινε μια στρατιωτική πόλις με λίγους Βουλγάρους, που φύλαγαν τα οχυρώματα που είχαν ανασκάψει κατά μήκος της παραλίας ως την Καβάλα και το Σταυρό για να σταματήσουν τυχόν αποβάσεις στρατευμάτων της Ανταντ. Έμοιαζε με απέραντο κοιμητήριο με άδεια και λεηλατημένα σπίτια, η ωραία πόλις. Ψυχή δεν υπήρχε.»
Ώσπου στις 29 Σεπτεμβρίου 1918, η Βουλγαρία υπέγραψε ανακωχή
σύμφωνα με τους όρους της οποίας θα έπρεπε να διαλύσει το στρατό της, να
παραδώσει τον οπλισμό της και να επιτρέψει τους Συμμάχους να χρησιμοποιούν το
έδαφος και τους σιδηροδρόμους της για να συνεχιστεί ο πόλεμος. Για να νικηθεί η
Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Σύμμαχοι σχεδίασαν μια επιχείρηση κατά της ίδιας της
Πρωτεύουσας, της Κωνσταντινούπολης! Σε εφαρμογή του σχεδίου αυτού η 22η
Βρετανική Μεραρχία που βρισκόταν στην περιοχή των Σερρών μετακινήθηκε στο
Σταυρό της Χαλκιδικής όπου και έφθασε στις 20 Οκτωβρίου 1918. Από εκεί
επιβιβάσθηκε στις 25 Οκτωβρίου σε 17 Βρετανικά αντιτορπιλικά για να μεταφερθεί
στο Δεδεαγατς. Η απόβαση θα καλυπτόταν και από ανιχνευτικά. Έχοντας όμως
σαλπάρει, ο καιρός δεν επέτρεπε την απόβαση και έτσι επέστρεψαν στο Σταυρό
Χαλκιδικής. Στις 27 Οκτωβρίου επιβιβάστηκαν ξανά και τελικά αποβιβάστηκαν με
επιτυχία στις 28 Οκτωβρίου 1918 στο Δεδεαγατς.
Πώς όμως αντίκρυσαν την πόλη μας τα βρετανικά στρατεύματα;
Μια χαρακτηριστική εικόνα μας δίνει ένα χρόνο βέβαια μετά (20-11-1919) ο
δημοσιογράφος Κονιτόπουλος απεσταλμένος της αθηναϊκής εφημερίδας «Πατρίς»!
«Παντού ερείπια, παντού σπίτια χωρίς παράθυρα και πόρτες, χωρίς προσόψεις, χωρίς στέγας. Μέγαρα ολόκληρα είχον μεταβάλει εις σταύλους και άλλα εις αποθήκας. Έάν εσώθησαν δέ μερικά έξ αυτών, τούτο συνέβη, διά τον απλούστατον λόγον, ότι εχρησιμοποιούντο ώς δημόσια καταστήματα.. .. Από τον ωραίον όσov και απέραντον ατμόμυλον Πρωτόπαπα δέν σώζονται παρά ερείπια. .. Τα πλείστα των καταστημάτων είνε κλειστά ... Εντός του λιμένος δέν υπάρχουν παρά συντρίματα ναυαγίων, θυμάτων των βομβαρδισμών ... Οι ωραίοι λιμενοβραχίονες και αί ωραιότερα αποβάθραι του λιμένος έχουν καταστραφεί τελείως, η δε παραλία ολόκληρος έχει μεταβληθή εις άμορφον σωρόν ερειπίων. Διακρίνομεν ακόμη τά βουλγαρικά χαρακώματα, μπουαγιώ, αμπρι και πυροβολεία, τα οποία είχον κατασκευάσει οι Βούλγαροι προς άμυναν του λιμένος και τα οποία ό Συμμαχικός στόλος κατέστρεψε τελείως κατά το 1915. Μόνον ο φάρος παραμένει άθικτος. Πειό πέρα βρίσκεται σωριασμένη μια μάζα σκελετών, βαγονιών που κατέστρεψαν τα κανόνια των στόλων. Τα πάντα εδώ μας παρουσιάζουν το πεδίον μίας μάχης. Και δείχνουν την θέσιν των ηττημένων.»
Το Δεδεαγατς του 1918 δεν είχε καμία σχέση με το Δεδεγατς του 1912. Ένα κεφάλαιο της ιστορίας του τόπου μας γραμμένο με μελανά χρώματα τελείωσε και άνοιξε ένα καινούργιο που μύριζε με το άρωμα της ελευθερίας, της ανάπτυξης και της προόδου. Ήταν πλέον η ιστορία μιας νέας πόλης που θα δημιουργούνταν στα ερείπια του Δεδεαγατς, της σημερινής Αλεξανδρούπολης. Με την κατοχή του Δεδεαγατς από τις συμμαχικές δυνάμεις έγινε το πρώτο βήμα. Απέμενε το επόμενο βήμα, δια μέσου της επίπονης και μακροχρόνιας διπλωματικής οδού για να ενσωματωθεί η πόλη μας στον Εθνικό κορμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου