(υπ'αριθ.79/2021 τεύχος του περιοδικού ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ και υπ'αριθ. 17.023/10-12-2021 φύλλο της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΘΡΑΚΗ)
Τελευταία υποστηρίχθηκε η άποψη ότι λύθηκε το ζήτημα της προέλευσης της πρώτης ονομασίας της πόλης μας: Δεδε αγατς (Dedeagac ή Dedeaghadje ή Dedeagh ή Dédéagatch), ότι δηλαδή τελικά οφείλεται σε έναν Δερβίση που είναι θαμμένος στην παραλία στο ύψος περίπου του σημερινού Νομαρχείου όπως προκύπτει από φωτογραφία των αρχών του 20ου αιώνα που δήθεν δείχνει και τον τάφο αυτό. Πέραν του ότι δεν μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι φαίνεται στην εν λόγω φωτογραφία πράγματι τάφος ή κάποιο πηγάδι, η άποψη αυτή δεν μπορεί να αιτιολογήσει πως και δεν υπάρχει καμιά γραπτή μαρτυρία τόσο Ελληνική, ή Τουρκική ή άλλη που να επιβεβαιώνει την ύπαρξη του συγκεκριμένου τάφου.
Πάντως ο θρύλος του ερημίτη για πρώτη φορά αναφέρεται το 1897 από τον Αχιλλέα Σαμοθράκη(1879-1944) [1], ο οποίος υπό το ψευδώνυμο Σαρπηδών, μας λέει τα εξής:
«Λέγεται ότι εις ο μέρος υψούται νυν ο φάρος υπό γηραιάν δρυν εμόναζεν Οθωμανός ερημίτης, εις ον οφείλεται και η ονομασία της πόλεως, δένδρον του ερημίτου. Δάσος μέγα εξετείνετο μέχρι της αξένου ακτής ενθα σήμερον η πόλις κρυσφήγετον διαβοήτου ληστείας, ης τα φοβερά άθλα διασώζονται ως απαίσια παράδοσις. Πόσον άγριος ήν ο τόπος. Μόνον ο ερημίτης ηδύνατο να κατοικήσει εκεί εντρυφών εν τη αγριότητι του τόπου και απολαύων της βροντοφώνου μουσικής των επι της ακτής θραυομένων λυσσαλέων του νώτου κυμάτων. Και μόνο η σκληρά δρυς περιφρονούσα πάντα ανθρώπινον φόβον ην η σιωπηλή σύντροφος του θεολήπτου αυτού ανθρώπου.»
Η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια Britannica (11η έκδοση 1910-1911) στο λήμμα -Dedeagatch- αναφέρει την ύπαρξη τάφων δερβίσηδων στην πόλη μας, που έδωσαν το όνομα σε αυτήν, χωρίς όμως να μνημονεύει καμιά γραπτή πηγή (σε μετάφραση από τα Αγγλικά):
«το 1871 όταν οι πρώτοι οικιστές της πόλης έσκαβαν τα θεμέλια των σπιτιών τους, βρήκαν πολλούς αρχαίους τάφους. Πιθανόν αυτά ήταν λείψανα όχι της νεκρόπολης της αρχαίας Ζώνης, αλλά μιας μοναστικής κοινότητας δερβίσηδων, της αίρεσης των Dede, που εγκαταστάθηκαν εδώ στο 15ο αιώνα, αμέσως μετά την τουρκική κατάκτηση και έδωσαν το όνομα στην περιοχή».
Ο Α. Ποιμενίδης(1904-1968) [2], πολύ αργότερα, προσπαθεί να δώσει μια ευλογοφανή εξήγηση για την ιστορία του Ντεντέ, χωρίς όμως να παραθέτει πηγές και τεκμήρια με αποτέλεσμα να μην πείθει τελικά:
«Πολύ αφελείς επίσης είναι εκείνοι πού λένε ότι ο Ντεντές με το καντήλι που έκαιγε κάτω από μια βελανιδιά, πολλοί το πρόφτασαν και το 1920 να καίει στην βελανιδιά πού βρισκόταν ακόμα μπροστά στο παραλιακό κέντρο «Κύπρος» ήταν ό κράχτης των οικιστών του Ντεντέ-άγάτς. Ο Ντεντές ήταν ένας ερημίτης από τoυς πολλούς πού υπήρχαν τότε στους δύο Τεκέδες, της Μάκρης και του Λουτρού, για τούς οποίους πολλά λέγει o περιηγητής Eλβιγιά Τσελεμπή. Διάλεξε τη ρωμαντική τότε τοποθεσία, πού κατέχει σήμερα η πόλις μας και πού, να προσθέσετε ακόμα, τότε είχε άφθονα νερά, όπως φαίνεται και στην τοποθεσία "Μάννα του Νερού". Αυτό το νερό, άλλωστε, που με άντληση θα διοχετεύεται στην πόλη, δεν είναι πολλά χρόνια πού το θυμούμαστε ότι έτρεχε σαν ποτάμι από φυσική πηγή. Τέτοιες πηγές πολλές θα είχε τότε όταν το λεκανοπέδιο μας ήταν απέραντο δάσος πού έφτανε ως τα κράσπεδα της θάλασσας. Ο Ντεντές αυτός του Τεκέ της Μάκρης ή των Λουτρών-Λίτζα, Φερών, Τραϊανουπόλεως όπως μπερδεμένα λέγονται-ίσως να ήταν σταλμένος από τον προϊστάμενο του αυτού για να βοηθεί τυχόν ναυαγούς γιατί ή θάλασσά μας εδω είναι πολύ άγρια και πολλά ναυάγια σημειώθηκαν και το φανάρι του γι' αυτόν το σκοπό το έκαιγε, για να οδηγούνται οι ναυαγοί κατά τις έωσφορικές νύχτες της μανιασμένης νοτιάς, προς αυτόν και απ' αυτόν ή άλλους βοηθούς του, πρός τούς Τεκέδες, πού ήταν ξενώνες φιλόξενοι των οδοιπόρων ή των καραβανιών, που απ΄ εδώ περνούσαν ακολουθώντας την Εγνατία οδό.»
Πάντως είναι γεγονός ότι στην ευρύτερη περιοχή υπήρξαν κατά το παρελθόν τεκέδες δερβίσηδων και όλη η περιοχή ήταν ιερή και η γη ανήκε σε βακούφι του Σουλτάνου Βαγιαζήτ Βελή Χαν (Veli II Beyazit) [3] χωρίς όμως να αποδεικνύεται ιστορικά η σύνδεση της ονομασίας της πόλης μας με κάποιο Δερβίση παρά μόνο στη σφαίρα του θρύλου.
Είναι γνωστό ότι στην κατάκτηση της Θράκης από του Οθωμανούς
συνετέλεσαν και οι δερβίσηδες του τάγματος των Μπεκτασήδων (Bektaşi) που ήταν
για το Ισλάμ ότι οι Ναίτες ιππότες για τη Δύση. Αυτοί καταλάμβαναν για το
Σουλτάνο χριστιανικές περιοχές και σε ανταμοιβή των υπηρεσιών τους έπαιρναν από
το Σουλτάνο γη, όπου κατασκεύαζαν ξενώνα και συνέχιζαν τη μυστικιστική ζωή τους
με αγροτικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες.
Απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρήσουν το βακούφι που τους είχε παραχωρήσει ο
Σουλτάνος ήταν να παρέχουν φροντίδα στους διερχόμενους. Ένα τέτοιο μοναστήρι (τεκές)
υπήρχε πάνω στο λόφο των Λουτρών, της κοινότητας πλέον Τραιανούπολης όπου από τον Εβλιά
Τσελεμπί (Evliya Çelebi) το διάσημο αυτό Οθωμανό περιηγητή του 17ου αιώνα, που γύρω
στα 1667 πέρασε από την περιοχή, μαθαίνουμε ότι βρήκε εκεί δερβίσηδες
γυμνοπόδαρους που ζούσαν σαν ερημίτες. Επίσης υπήρχε και ο τεκές της Μάκρης.
Όπως όμως μας λέει ο Ζεγκίνης Ευστράτιος(1938-2020) [4]
«Από τους τεκκέδες που είχαν ιδρυθεί στη Θράκη οι περισσότεροι έχουν καταστραφεί κατά την περίοδο της βασιλείας του σουλτάνου Μαχμούτ Β' (1808-1839). Ο σουλτάνος αυτός με φερμάνι που εξέδωσε το 1826 διέταξε την κατάργηση του Σώματος των Γενιτσάρων και ταυτόχρονα και την κατάργηση του μπεκτασικού τάγματος. Με βάση το διάταγμα αυτό δημεύτηκαν τα περιουσιακά στοιχεία των τεκκέδων, εκτοπίστηκαν πολλοί σεΐχηδες και σε πολλές περιπτώσεις κατεδαφίστηκαν ολοτελώς οι τεκκέδες. Η ενέργεια αυτή του σουλτάνου Μαχμούτ έγινε αιτία να εξαφανισθούν ή να παραμεληθούν πολλοί τεκκέδες των Μπεκτασήδων στο χώρο της Θράκης.»
Έτσι τον τεκέ των Λουτρών βρήκε κατεστραμμένο το 1831, όταν πέρασε από την περιοχή, ο Adolphus Slade(1804-1877), υποπλοίαρχος του Βρετανικού Ναυτικού, ο οποίος στο Βιβλίο του «RECORDS OF TRAVELS IN TURKEY, GREECE AND A CRUISE IN THE BLACK SEA WITH THE CAPITAN PASHA IN THE YEARS 1829, 1830 AND 1831» μεταξύ άλλων περιγράφει ένα ταξίδι του που έκανε με εμπορικό πλοίο από την Αδριανούπολη (Edirne) μέχρι την Αίνο (Enez) - ήταν πλωτός ο ποταμός Έβρος:
«Tο απόγευμα περάσαμε από τα Ύψαλα ένα ανθηρό μουσουλμανικό χωριό 800 σπιτιών, δύο μίλια από την αριστερή όχθη και δύο ώρες πιο μακριά από τη Φέρα, μια τουρκική πόλη, δύο μίλια από τη δεξιά του όχθη. Εκεί προμηθεύτηκα άλογα και ίππευσα, για να εξακριβώσω εάν υπήρχαν υπολείμματα της αρχαιότητας, που εικάζεται ότι βρίσκονται στην περιοχή της Τραιανούπολης.
Δεν βρήκα τίποτα, αλλά είδα ένα καλό τζαμί και τα ερείπια ενός ευρύχωρου Χανίου, που αποδείκνυαν ότι η πόλη είχε μεγάλη σημασία. Από εκεί κατευθυνθήκαμε στην κορυφή ενός γειτονικού λόφου για να δούμε κάποια ερείπια, τα οποία, σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη μου στην Αδριανούπολη, ανήκαν σε ένα παλιό κάστρο. Ερείπια υπήρχαν, βέβαια, αν και όχι αυτά που ανέμενα να βρω -ιερά στο χρόνο ανακαλώντας σκηνές από τις Σταυροφορίες- αλλά πρόσφατα, προδίδοντας βίαιη καταστροφή. Όμως ανάμεσά τους ήταν ένα οικοδόμημα, ολόκληρο, χαμηλό και συμπαγές, που μοιάζει με πυριτιδαποθήκη ή μπουντρούμι, και μοναδικό, προκαλώντας περιέργεια, καθώς διέφυγε από την περιρρέουσα καταστροφή: σκύβοντας κάτω από μια χαμηλή καμάρα, μπήκα μέσα και αντιλήφθηκα ότι βρισκόμουν σε ένα μαυσωλείο που περιείχε τα φέρετρα πέντε δερβίσηδων, όπως τα περίεργα καλύμματα, φθαρμένα στο κεφάλι του καθενός και τα κουρελιασμένα ενδύματα, κρεμασμένα γύρω, υποδείκνυαν.
Ένας ηλικιωμένος Οσμανλής ήταν στο λόφο: όταν τον ρώτησα έμαθα ότι αυτός ήταν ο τάφος του Ιμπραήμ Μπαμπά, ενός ιερού δερβίση του τάγματος των Μπεκτασήδων και ότι τα γειτονικά ερείπια ήταν σπίτια για τη στέγαση προσκυνητών. Σε ό,τι αφορά το μέγεθος των δύο από τα φέρετρα, τα οποία είχαν μήκος πάνω από εννέα πόδια, είπε ότι κρατούσαν τον evel zeman adam, (μια φορά κι ένα καιρό έναν άντραν)»
Πρέπει να επισημανθεί ότι τα γύρω βουνά ονομάζονταν πολύ πριν την ίδρυση της πόλης μας ως «Βουνά του Θεού». Η πρώτη γραπτή μαρτυρία προέρχεται από τον Ενετό ΤΖΟΒΑΝ ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΖΟΛΕΛΛΟ ο οποίος τον Αύγουστο του 1470 πέρασε από την περιοχή μας, αιχμάλωτος μαζί με άλλους ύστερα από την Άλωση της Χαλκίδας (τότε Νεγρεπόντε) ακολουθώντας το στρατό του Μωάμεθ του Πορθητή, που επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη. Στο βιβλίο που έγραψε όταν μετά από πολλά χρόνια γύρισε στην πατρίδα του με τίτλο “Viaggio di Negroponte” αφηγείται την περίοδο της ζωής του δίπλα στον Πορθητή. Ερχόμενος λοιπόν από την Χαλκίδα το στράτευμα όταν άφησε πίσω την πόλη της Γκιουμουρτζινας (Κομοτηνής) και διασχίζοντας τον κάμπο, μπήκε στο Παπίκιον όρος. Αυτό το όρος, και ειδικά το τμήμα του που βρίσκεται μεταξύ Βήρας (σημερινές Φέρες) και Κομοτηνής, ονομαζόταν «Βουνά Θεού» και στα τουρκικά «Tanri Dagi», «Despot Dagi» ή «Tanri verdi» και στα βουλγαρικά «Despotska planina» λόγω του ότι υπήρξε από τον 11ο εως και τον 14ο αιώνα σημαντικό μοναστικό κέντρο.
«Ο Αντζολέλλο», λέει ο Γ.Σ Βογιατζής [5], « φαίνεται ότι από όλα τα παραπάνω ονόματα προτίμησε ή άκουσε το πιο παραστατικό, δηλαδή το «Tanri verdi» («Το έδωσε ο Θεός»), για να το μεταφράσει στη συνέχεια κατά τη συνήθειά του στα ιταλικά, αποδίδοντάς το ως «Ντέντιο», που προφανώς σημαίνει «Από το Θεό» (de Dio), εκτός κι αν το πρώτο συνθετικό «Ντε» το συσχετίσουμε με τη λατινική λέξη do (= δίνω, «έδωσε», τουρκ. «verdi»), φθάνοντας έτσι ακόμη πιο κοντά στην κατά λέξη μετάφραση του «Tanri verdi». Αν και στο κείμενο δεν αναφέρεται ακριβής τοποθεσία που στρατοπέδευσε ο Μεχμέτ, (Μωάμεθ ο Πορθητής) ο Γ.Σ Βογιατζής πιστεύτει ότι τα οθωμανικά στρατεύματα θα πρέπει να στρατοπέδευσαν στην περιοχή της σημερινής Κίρκης, για να συνεχίσουν την επομένη το ταξίδι τους προς το Διδυμότειχο.
Στη Γεωγραφία του Μελετίου του 1728 διαβάζουμε για την περιοχή μας τα εξής:
«πέραν του Έβρου ποταμού είναι η Βερροία, κοινώς λεγόμενη Φέρε, είτα η Τραιανούπολις, περί ής είρηται. Μετά την Φέρε, απερνώντας τα όρη, άτινα υπό των πολλών Θεού Βουνά λέγονται, ευρίσκομεν κατά την λεωφόρον οδόν, Κωμόπολιν τινά, Σαψιά λεγομένην, εις την οποίαν κατασκευάζουσι την στυπτηρία, είτα κατά την αυτήν οδόν προς τον Νέσον ποταμ. οδεύοντες, την Κιμουρτζίνα, πόλιν μετρίαν.»
Μόνο μετά την ίδρυση της πόλης μας αρχίζουμε να βρίσκουμε διάσπαρτες γραπτές μαρτυρίες που αποδεικνύουν το δασώδες της περιοχής όπου εγκαταστάθηκε ο πρώτος πυρήνας του νέου οικισμού. Έτσι στο περιοδικό «The Nautical Magazine for 1873», βρίσκουμε υπό τον τίτλο: «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ-ΑΚΤΗ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ», ένα ενδιαφέρον άρθρο για το Dede Agatch:
«Η ακόλουθη πληροφορία που αφορά το Dede Agatch ή Dede Agh στον κόλπο της Αίνου, στην ακτή της Ρούμελης, έχει ληφθεί από τον κυβερνήτη του Βασιλικού Ναυτικού William J.L. Wharton, του ωκεανογραφικού σκάφους Shearwater, το 1872. Dede Agatch ή Dede Agh είναι η νότια απόληξη μιας γραμμής που ανήκει στο σύστημα των σιδηροδρόμων της Ρούμελης.. Η πόλη στέκεται σε χαμηλό έδαφος που είναι καλυμμένο με δέντρα στα δυτικά και καθαρό από έλη που περιβάλλουν το στόμιο της Μαρίτσα, αλλά δυστυχώς δεν είναι πολύ μακριά, με αποτέλεσμα να έχει καταντήσει προς το παρόν ανθυγιεινή και να επικρατούν πυρετός και ένας κακού τύπου ελώδης πυρετός. Προς το παρόν υπάρχουν μόνο ο σταθμός, τα κτίρια του σιδηροδρόμου καθώς και τα σπίτια και οι καλύβες των αξιωματούχων και των εργατών.»
Την ίδια περίπου εποχή έρχεται στην πόλη μας και ο Franz von Löher (1818-1892) Γερμανός δημοσιογράφος και ιστορικός που ταξίδεψε στην Αμερική, την Ευρώπη και τον Καναδά. Διαβάζουμε σχετικά όσα έγραψε και διάσωσε ο Π.ΕΝΕΠΕΚΙΔΗΣ στο βιβλίο του «ΑΡΧΙΠΕΛΑΓΟΣ 1800-1923», Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.:
«Παραπλέουμε τη θρακική ακτή πού φαίνεται έρημη κι εγκαταλελειμμένη. Το πλοίο έκανε στροφή προς τον όρμο του Αίνου όπου εκβάλλει η Μαρίτζα (Έβρος) κατεβαίνοντας από τούς χαρούμενους κάμπους της Φιλιππούπολης κι άπ' την Άδριανούπολη. Στην ξηρά ένα σκοτεινό φαράγγι πού ανεβαίνει και προχωρεί βαθιά στη χέρσα γη, στην ακτή όμως τα πάντα ρηχά βαλτοτόπια γεμάτα έλη. Ξαφνικά τινάζεται στην όχθη κάτι σαν ένα τεράστιο μαύρο φίδι. .. Και πράγματι όταν πλησιάσαμε είδαμε πώς ήταν σιδηροδρομικά βαγόνια ανάμεσα στα δέντρα. Καλή σας τύχη, κουβαλητάδες τής προόδου και του πολιτισμού στα σκυθρωπά τούτα βουνά!»
Στις απαρχές της δημιουργίας της, επισκέφτηκε την πόλη μας και o Adolf Werthner (1828 -1906) δημοσιογράφος και ιδρυτής της αυστριακής εφημερίδας Neue Freie Presse ο οποίος δημοσίευσε σε συνέχειες το 1874 στην εφημερίδα του, με τον τίτλο «Θρακικοί Σιδηρόδρομοι» το ταξίδι του με το τραίνο στην καινούργια σιδηροδρομική γραμμή επισκεπτόμενος την Φιλιππούπολη, την Αδριανούπολη, το Δεδεαγατς και τέλος την Κωνσταντινούπολη. Γράφει λοιπόν λυρικά για τα γύρω δασωμένα περίχωρα του Δεδεαγατς:
«Το τρένο μας έφθασε στις μία ώρα στο Dédé-Aghadj. Δεν είναι πόλη, ούτε λιμάνι, ούτε χωριό, παρα μια ρηχή ακτή, στην οποία τα κύματα χτυπούν, και πίσω της μια ευρεία πεδιάδα, που σκιάζεται από ένα μεγάλο δάσος και περιβάλλεται από μέτρια βουνά σε ένα ημικύκλιο. Ο σιδηρόδρομος διασχίζει αυτά τα δάση και συναντά τη θάλασσα ξαφνικά. Πρόκειται για μια ευχάριστη είσοδο, αλλά περίμενα κάτι άλλο, τουλάχιστον ένα τζαμί με μερικές αγροικίες. Το σπίτι του σταθμού, φυσικά, είναι εκεί, δίπλα σε μια ξύλινη καλύβα, που είναι το μεγάλο café de Dédé Aghadj, και λίγο πιο πίσω κατά μήκος της άκρης του δάσους, ένα μονώροφο ξύλινο σπίτι όπου ζουν οι μηχανικοί και ο αυστριακός Lloyd έθεσε προσωρινά το Γραφείο του .. Στα ψηλώματα των βόρειων ακτών, κοντά στην πόλη που στο μέλλον θα αναπτυχθεί, όπου τώρα εξαπλώνονται υπέροχα δάση, βρισκόταν ένας αρχαίος ελληνικός οικισμός, ίσως μια φορά κι έναν καιρό, ο Ίσμαρος, το φρούριο των Κικόνων, στο οποίο επιτέθηκε ο Οδυσσέας ή τα πιο ιστορικά Τέμπηρα. Εν πάση περιπτώσει, όπως υπονοεί το όνομά του, ένα ελληνικό μέρος που δεν υπάρχει πιά. Και πάλι πίσω στα ανατολικά, τοποθετημένα στις ανατολικές υπώρειες των οροσειρών, θα βρείτε τα ερείπια της Τραιανούπολης. Αν κάποιος ψάξει στο δάσος, μπορεί κανείς να βρει ακόμα το οδόστρωμα και το πεζοδρόμιο του παλιού ρωμαϊκού δρόμου, της Egnatia, που εκείνη την εποχή, καθώς δημιουργήθηκε ο σιδηρόδρομος, κυριολεκτικά σχεδόν εξαφανίστηκε. Είναι ένα ξέφωτο σε αυτά τα δάση, σε απόσταση λίγα βήματα από αυτόν τον ρωμαϊκό δρόμο, ο νέος σιδηρόδρομος και η καταθλιπτική άθλια προηγούμενη διαδρομή της τουρκικής κυβέρνησης δίπλα-δίπλα .. Νωρίς το πρωί, που ήταν μια χρυσή ημέρα, ο κ. Huber με οδήγησε στην Τραιανούπολη με draisine. H σιδηροδρομική γραμμή που χρησιμοποιήσαμε κόβει τις υπώρειες των μεγάλων δασών του Dédé-Aghadj. Δεν μπορούσα να φανταστώ την αφθονία από πλατάνια, σφεντάμια, βελανίδια και πώς οι τεράστιοι κορμοί και τα κλαδιά τους περιπλέκονται με αναρριχώμενα φυτά, πόσο ψηλά οι θάμνοι, οι μυρτιές, τα άγρια κρίνα και οι νάρκισοι μεγαλώνουν. Όποιος θέλει να ξέρει τι αξίζει μια γη, ας ρωτήσει τα ζιζάνια της. Στις κληματαριές ζουζούνιζαν πολύχρωμοι μελισσοφάγοι και ο αέρας γεμίζει με το σφύριγμα των νυχτερίδων. Κάτω από τους μικρούς κορμούς ήταν γεμάτο πέρδικες και φασιανούς που τους χτυπάς από το βαγόνι, όταν οι μηχανικοί πρέπει να σταματήσουν. Μόνο τα αγριογούρουνα τα ζαρκάδια και τα ελάφια έχουν φύγει μακριά από τους ανθρώπους στα βουνά. Έτσι, όχι μόνο ο αρχαιολόγος, αλλά και ο κυνηγός βρίσκει την τύχη του εδώ. Άφοβοι βοσκοί στέκονταν με τις ψηλές γλίτσες τους και τα σκυλιά τους και κοιτάζουν περίεργα στα πόδια τους. Από το σκοτάδι των δασών, μπήκαμε στον ζεστό ήλιο των αμμουδερών αναχωμάτων της σιδηροδρομικής γραμμής και βρήκαμε χελώνες, γηραιές και νέες με ανοιχτό κίτρινο χρώμα….»
Στα τέλη του 19ου αιώνα ήρθε στην πόλη μας ο Henry Fanshawe Tozer (1829 - 1916) Άγγλος συγγραφέας, καθηγητής και ταξιδευτής. Στο βιβλίο του που εξέδωσε στα 1890 με τίτλο: «ISLANDS OF THE AEGEAN» γράφει σχετικά:
«Το χωριό του Dede-agatch είναι εξ ολοκλήρου ένα δημιούργημα της σιδηροδρομικής γραμμής, μέχρι να επιλεγεί το σημείο ως τερματικός σταθμός δεν υπήρχε ούτε ένα απλό σπίτι και έχει τον αδιάφορο χαρακτήρα όλων αυτών των τόπων της αιφνίδιας ανάπτυξης. Στο πίσω μέρος μια πεδιάδα, τρία περίπου μίλια σε πλάτος, φτάνει στους πρόποδες των βουνών, που είναι ένα παρακλάδι από το Despoto Dagh ή της Ροδόπης.»
Για να έρθουμε στον 21ο αιώνα όπου ο αναπληρωτής Γεν. Διοικητής Θράκης Κ. Γεραγάς στο βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-22» γράφει για την πόλη μας:
«.. Την ύπαρξιν της οφείλει εις την κατασκευήν των σιδηροδρόμων Θράκης, των οποίων ως τέρμα πρός την μεσόγειον είχεν ορισθεί η δασώδης ακτή, επί της οποίας εκτείνεται η ωραία πόλις 120 χιλ. νοτιοδυτικώς της Ανδριανουπόλεως επι σχεδίου ευρωπαϊκού, ..»
Η ονομασία λοιπόν της περιοχής μας που έδωσε το πρώτο όνομα
στην πόλη μας δεν μπορεί να προέρχεται από κάποιο Δερβίση του οποίου ο τάφος δήθεν
υπήρχε στο σημείο που ανεγέρθηκε ο πρώτος οικισμός του Δεδεαγατς και μάλιστα διατηρήθηκε
μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, γιατί ήδη από το 1826 είχαν απαγορευθεί και
καταστραφεί οι τεκκέδες των δερβίσηδων.
Σφόδρα πιθανή συνεπώς παραμένει η εξήγηση να προέρχεται η ονομασία του Dede agatch από το δάσος των γηραιών δρυών, που υπήρχαν στην περιοχή και φαίνονται σε πρώιμες φωτογραφίες της πόλης μας. Εξάλλου Dedeagac στα τουρκικά σημαίνει κατά ακριβολογία «παπόδεντρο», δηλαδή δέντρο παππού, όρο που χρησιμοποίησε και ο Ίων Δραγούμης όταν υπηρέτησε Πρόξενος στο Δεδεαγατς. Η δρυς ως γνωστό αποτελούσε το ιερό δένδρο του Διός. Για το λόγο αυτό θεωρούνταν ιερό στην αρχαία Μακεδονία και μάλιστα πολλά χρυσά στεφάνια που έχουν βρεθεί και χρησιμοποιούνταν σε τελετες και ως ταφικά κτερίσματα, ήταν στεφάνια δρυός, όπως το στεφάνι του Βασιλιά Φιλίππου Β' της Μακεδονίας, που βρέθηκε στον βασιλικό τύμβο των Αιγών, στη σημερινή Βεργίνα. Επίσης η μαντική δρυς θεωρούνταν πως αποτελούσε την κατοικία του Δία στη Δωδώνη. Λόγω της ιερότητας του δάσους των δρυών η περιοχή μας ήταν ιερή, όπως αποδεικνύεται από το χάραγμα που ανακάλυψε στα τέλη του 19ου αιώνα ο Albert Dumont(1842-1884), Γάλλος ιστορικός και αρχαιολόγος, σε βράχο, νότια της ακρόπολης της Τραϊανούπολης που αναγράφει «ΟΡΟΣ (σημ. όριο) ΙΕΡΑΣ ΧΩΡΑΣ».
Δεν πρέπει να παροράται ότι ο σχολιαστής του έργου του Νικάνδρου [6], Θηριακά [7], ονομάζει την περιοχή μας Ορφέως Δρύες:
«Της Αίνου πλησίον εισίν ο ποταμός Εβρος, ού μακράν δε του ποταμού η Ζώνη πόλις, μεθ' ήν αι Ορφέως Δρύες εισιν, υφ' ας το Ζηρύνθιον άντρον.»
Το θρύλο του Οθωμανού ερημίτη πρέπει επιτέλους να αντικαταστήσει ο θρύλος των δρυών του Ορφέα, εκείνων των γιγάντιων δρυών που λέει ο μύθος ότι ξεσηκώνονταν από τις ρίζες τους να σύρουν το χορό όταν έπαιζε τη λύρα του ο Ορφέας και σύμβολο της πόλης μας να γίνει η Ορφική δρυς.
[1] Ιατρός με μεγάλο συγγραφικό έργο όχι μόνο για την
ιατρική, αλλά και την ιστορία, λαογραφία κλπ
[2] Δάσκαλος με μεγάλο συγγραφικό έργο για την ιστορία του
τόπου και όχι μόνο
[3] Πρόκειται για τον Βαγιαζήτ
τον δεύτερο (σουλτάνος από το 1481 έως το 1512) υιό του Μωάμεθ του
Πορθητή (Meḥmed-i s̠ānī, ή el-Fātiḥ)
που γεννήθηκε στο Διδυμότειχο και μάλιστα πέρασε ως Σουλτάνος από την
περιοχή μας το 1490 όπως μαθαίνουμε από την «Ιστορία της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας του Ι. Χάμμερ εξελληνισθείσα υπο Κων/νου Κροκίδα τόμος 3ος
σελ.30» «εξήλθεν επι θήραν προς την Αδριανούπολιν, τα Κύψελα και την
Κουμουλτζίναν, είτα δε επανήλθεν εις Αδριανούπολιν...». Επηρεασμένος από
τους «ουλεμάδες», ερμηνευτές του ισλαμικού νόμου, και από μεγάλους
αξιωματούχους, ευθυγραμμισμένος μαζί τους, ο Βαγιαζήτ επανέφερε κτήματα
αφιερωμένα σε φιλανθρωπικούς και θρησκευτικούς σκοπούς (vakf), τα οποία είχε δημεύσει ο σουλτάνος Μωάμεθ προς όφελος του
κράτους. Για το λόγο αυτό και οι τίτλοι κυριότητας που δόθηκαν κατά καιρούς από
τους Σουλτάνους στην πόλη του Δεδε αγατς αναφέρουν ότι προέρχονται από
τα αφιερώματα Μπεγιαζητ όπως έγινε με τον Ιερό Ναό του «ΑΓΙΟΥ ΙΩΣΗΦ»
των καθολικών και το παρακείμενο Επισκοπείο που περιήλθαν στην κυριότητα του
Τάγματος των ελαχίστων Φραγκισκανών Μοναχών από αγορά δυνάμει αυτοκρατορικού
τίτλου κυριότητος επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 15 Ιουνίου 1896 από τα
αφιερώματα Μπεγιαζίτ.
[4] Διετέλεσε ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Ποιμαντικής
και Κοινωνικής Θεολογίας του Α.Π.Θ, Άρχων Μαΐστωρ, Διευθυντής του Ιστορικού
Αρχείου του Οικουμενικού Πατριαρχείου
[5] Γεννήθηκε το 1961 στην Ίμβρο, σπούδασε ιστορία στο
Αριστοτέλειο και στη συνέχεια στη Βιέννη έκανε το διδακτορικό του στους τομείς
της Βυζαντινολογίας και Οθωμανολογίας. Συγγραφέας πολλών βιβλίων.
[6] Νίκανδρος ο Κολοφώνιος (2ος αιώνας
π.Χ.), ήταν Έλληνας μαθηματικός, φαρμακοποιός, γεωπόνος, βοτανολόγος, ιατρός
και γραμματικός.
[7] ποίημα σε δακτυλικό εξάμετρο, αποτελούμενο από 958 στίχους. Περιγράφεται η φύση δηλητηριωδών ζώων και τις επιδράσεις των δηλητηρίων τους που προκαλούν, καθώς και τα αντίστοιχα αντίδοτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου