«Άποψη του λιμανιου του Δεδεαγατς την 15 Νοεμβρίου 1912»
Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος άρχισε στις 5 Οκτωβρίου 1912(παλαιό ημερολόγιο) με τις Ελληνικές δυνάμεις να προελαύνουν ταχύτατα μέχρι την Κατερίνη και από εκεί 6 μίλια περίπου έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου και μπήκαν στις 26 Οκτωβρίου, ενώ άλλα τμήματα του Ελληνικού στρατού έφθασαν μέχρι την Κοζάνη και άλλα είχαν αρχίσει να πολιορκούν τα Ιωάννινα. Οι σύμμαχοι Βούλγαροι από την άλλη σημείωσαν μεγάλες νίκες στο Μπουνάρ Χισαρ και στο Λουλέ Μπουγκας, ενώ στις αρχές Νοεμβρίου επικέντρωσαν την επιθετική τους προσπάθεια εναντίον της Αδριανούπολης. Προκειμένω να επιτύχουν το στόχο τους αυτό ζήτησαν από την Ελλάδα να μεταφέρει με πλοία της Βουλγαρικές δυνάμεις στο λιμάνι του Δεδεαγατς.Ο Ηλίας Οικονομόπουλος στο δίτομο έργο του «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΑΛΚΑΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΓΡΑΦΕΙΣΑ ΕΠΙ ΤΗ ΒΑΣΕΙ μόνον των επισήμων Ανακοινωθέντων των Στρατιωτικών και διοικητικών Αρχών, συμπληρωθείσα δε δια της περιγραφής των καταλειφθησών χωρών, των αμεροληπτοτέρων κρίσεων του Ευρωπαικού τύπου, των γνωστών επισήμων εγγράφων και των ειδικών εκθέσεων ή ανακοινώσεων των κατά τόπους Στρατιωτικών και Ναυτικών αρχών», που εξέδωσε το 1929 γράφει για την επιχείρηση την οποίαν ακολούθησε ο φωτογράφος Αλέκος Γαζιαδης, φωτογραφίες του οποίου αναδημοσιεύουμε από το ΕΛ.Ι.Α. και το ΝΑΥΤΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΕΛΛΑΔΟΣ: «Επι τη αιτήσει της Βουλγαρικής Κυβερνήσεως ζητησάσης την συνδρομήν του Ελληνικού ναυτικού προς μεταφοράν ολοκλήρου της εν Θεσσαλονίκη 7ης Μεραρχίας του Βουλγαρικού στρατού….προτιμηθείσης δ’ όμως κατόπιν υπό των Βουλγαρικών στρατιωτικών αρχών της δια ξηράς μεταφοράς μέρους της βουλγαρικής 7ης Μεραρχίας, εξετελέσθησαν συγχρόνως δια του ελληνικού εμπορικού στόλου η εκ Θεσσαλονίκης μεταφορά μιας ελληνικής Μεραρχίας και η εκ Θεσσαλονίκης εις Δεδεαγάτς μεταφορά μιας βουλγαρικής ταξιαρχίας… Η μεταφορά της ταξιαρχίας ταύτης, δυνάμεως 13.000 ανδρών και 3000 κτηνών υπό τον συνταγματάρχην Μιτώφ, εγένετο δια των ατμοπλοίων «Σπέτσαι», «Ιγγλέση», «Μαρκέτη», «Κύθηρα», «Σοφία», «Θράκη», «Αγία Πελαγία», «Κύπρος», «Ερμούπολις», «Μαργαρίτα». «Βαρβάρα», «Ελπίς», «Αθήναι», «Άσσος», «Πηνειός», «Άγιος Γεώργιος» και «Στενήμαχος», ήτοι εν συνόλω 17. Η κίνησις αύτη εγένετο υπό την προστασίαν του Ελληνικού στόλου, φρουρούντος την είσοδον των Δαρδανελλίων δια της μοίρας των αντιτορπιλλικών, ενώ συγχρόνως έπλεε προς Δεδεαγατς η θωρηκτή μοίρα μετά των ανιχνευτικών.
«Τα μεταγωγικά πλοία που μετέφεραν την βουλγαρική ταξιαρχία»
Η παραπομπή αύτη απέπλευσεν εκ του λιμένος Θεσσαλονίκης επι μιας γραμμής την 9.20 π.μ. της 14ης Νοεμβρίου υπό την οδηγίαν του ευδρόμου «Μυκάλη», ούτινος επέβαινεν ο αρχηγός του Γεν. Επιτελείου του Ναυτικού αντιπλοίαρχος Μ. Ματθαιόπουλος, ηγούμενος του πλού.
Άμα τη παραλλάξει του ακρωτηρίου «Μεγάλον Έμβολον» (Καρά Μπουρνού), η παραπομπή ετάχθη, κατόπιν σήματος της «Μυκάλης», εις 3 φάλαγγας, της αριστεράς ης ηγείτο η «Μυκάλη» της μεσαίας ηγούντο αι «Σπέτσαι», ων επέβαινεν ο συνταγματάρχης κ. Μιτώφ και της δεξιάς ης ηγείτο η «Αγία Πελαγία». Ο χειρισμός ούτος εγένετο μετά δεξιότητος επιμαρτυρούσης την παγκοσμίως παραδεδεγμένην ικανότητα του ημετέρου εμπορικού ναυτικού. Το θέαμα ήτο όντως μεγαλοπρεπές. Αι τρεις φάλαγγες εν τάξει διέσχισαν τα ύδατα του Θερμαϊκού. Αι αποστάσεις μεταξύ των πλοίων ήσαν 400 μέτρα, μεταξύ δε των φαλαγγών 800 μέτρα.

«Η παραπομπή πλέοντας προς Δεδεαγατς»
Την 6.20΄ η παραπομπή παρήλλαξε την Κασσάνδραν, της οποίας ο φάρος ανήφθη δια πρώτην φοράν από της κηρύξεως του Ιταλοτουρκικού πολέμου και απεδόθη εις την διεθνή ναυτιλίαν. Η παραπομπή την νύκτα έπλεε κατάφωτος λόγω απολύτου κυριαρχίας του Ελληνικού στόλου εν τω Αιγαίω η έκτασις δ’αυτής εξικνείτο εις μήκος τριών και ημίσεως χιλιομέτρων και πλάτος δυο χιλιομέτρων. Την 1.30΄ της πρωίας της 15ης Νοεμβρίου παρηλλάχθη ο Άθως εν πλήρει σεληνόφωτι.
Οι Βούλγαροι ενθουσιαζόμενοι εκ του ωραίου θεάματος- Η ανατολή του ηλίου εχρύσιζε τας κορυφάς της Λήμνου, της πρώτης απλευθερωθείσης Ελληνικής νήσου του Αιγαίου. Εν πλήρει τάξει έπλευσεν η παραπομπή προς το Δεδεαγατς, ένθα αφίκετο περί την 1ην ώραν μ.μ. της 15 Νοεμβρίου. Προ του Δεδεαγατς ώρμει από πρωίας μοίρα του στόλου του Αιγαίου, αποτελουμένη εκ των τεσσάρων θωρηκτών «Γ. Αβέρωφ», «Ύδρας», «Ψαρών» και «Σπετσών», εν γραμμή μετώπου, των ανιχνευτών «Λέοντος» και «Πάνθηρος», των τορπιλοβόλων 11 και 14 και του τορπιλλοφόρου «Κανάρη», έτι δε μετά ρυμουλκών φορτηγίδων και πάντων των χρειωδών δια την απόβασιν.

«Νηοπομπή του ελληνικού στόλου, στο λιμάνι»
Πάντα είχον προβλεφθή και υδροφόρον έτι πλοίον ώρμει αυτόσε δια την ύδρευσιν εν ανάγκη των πλοίων της παραπομπής. Ο Ελληνικός στόλος έφερε τας σημαίας μεσιστίους ένεκα του εθνικού πένθους επι τω θανάτω του Πατριάρχου. Ομοίως υπέστειλαν τας σημαίας τα πλοία της παραπομπής. Κατά τον είσπλουν της παραπομπής ο Βουλγαρικός στρατός ήτο παρατεταγμένος επι του καταστρώματος και μόλις αντίκρυσε την ναυτικήν παράταξιν, η οποία εδείκνυε την ναυτικήν ισχύν της συμμάχου χώρας, εξερράγη εις ζητωκραυγάς υπέρ της Ελλάδος. Εις τας ζητωκραυγάς ταύτας μετά ίσου ενθουσιασμού ανταπεκρίνοντο οι ημέτεροι ναύται από των καταστρωμάτων των οικείων πλοίων.

«Εκφόρτωση πλοίου σε φορτηγίδες»
Άμα τω κατάπλω της παραπομπής, φορτηγίδες και ιστιοφόρα εγχώρια πλοία ρυμουλκούμενα υπό των ρυμουλκών και τορπιλλοβόλων παρέλαβον τα πλοία και ήρξατο αμέσως η αποβίβασις, εκτελουμένη μετά ταχύτητος και τάξεως χάρις εις τα ληφθέντα εκ των προτέρων κατάλληλα μέτρα και την επικρατήσασαν την πρώτην ημέραν γαλήνην, ήτις όλως εξαιρετικώς διέκοψε την εν των Αιγαίω από τεσσαρακονθημέρου διαρκούσαν κακοκαιρίαν.
«Το πετρελαιοφόρο "Κούτσης"»
Η απόβασις διεκόπη την νύκτα κατ’αίτησιν του Βουλγάρου ταξιάρχου και επανελήφθη την πρωίαν, εξηκολούθησε δε μετά της αυτής τάξεως παρα την επικρατούσαν την εσπέραν θαλασσοταραχήν και επερατώθη το εσπέρας.
Ήτοι υπό περιστάσεις ουχί πάντοτε ευνοικάς επετεύχθη η αποβίβασις 13.000 ανδρών και 3000 ίππων μετά του υλικού των κλπ. εν διαστήματι 18 ωρών κατά συντεταγμένας μονάδας εις απόστασιν 260 μιλίων από του κυριωτέρου Ελληνικού λιμένος του Πειραιώς, του μόνου διαθέτοντος τοσαύτα μέσα αποβιβάσεως.

«Το ατμόπλοιο "Αγία Σοφία" στο λιμάνι του Δεδεαγατς»
Μετά την απόβασιν ο στόλος απέπλευσεν εκ Δεδεαγατς.
Ο Βούλγαρος ταξίαρχος επεσκέφθη τον υποναύαρχον αρχηγόν, κατά δε την αποβίβασιν αυτού απενεμήθησαν αι κεκανονισμέναι δια κανονιοβολισμών τιμαί. Πολλοί Βούλγαροι αξιωματικοί επεσκέφθησαν τον «Αβέρωφ» και εξέφραζον τας ευχαριστίας των δια τας περιποιήσεις ως έτυχον και την χαράν αυτών δια την υπεροχήν του Ελληνικού Ναυτικού….

«Τα μεταγωγικά πλοία»
Επί της σημασίας των κατά θάλασσαν τούτων επιχειρήσεων μας και ιδίως της μεταφοράς των Βουλγάρων από Θεσσαλονίκης εις Δεδεαγατς, ιδού οποίας εξέφερε κρίσεις –θαυμασμού σχεδόν – η Παρισινή έκδοσις του «Κήρυκος της Νέας Υόρκης»:
Ο ανταποκριτής ετηλεγράφει από το Δεδεαγατς ότι «αι στρατιωτικαί και ναυτικαί επιχειρήσεις ήρχισαν αυτόθι εν συνδυασμώ. Ο Βουλγαρικός στρατός μετά του ιππικού, βοών και μεγάλης προμηθείας υλικού εκστρατείας, μεταφερθείς εκ Θεσσαλονίκης δια Ελληνικών πλοίων, απεβιβάσθη κροτούντων των τηλεβόλων του Ελληνικού στόλου προς χαιρετισμόν της Βουλγαρικής σημαίας.
Ο Ελληνικός στόλος συνώδευε την μεταφοράν μέχρι του λιμένος του Δεδεαγατς. Η θάλασσα ήτο γαληνιαία.

«το Γαλλικόν καταδρομικόν «Ζουριέν δε λα Γκραβιέρ» (JURIEN DE LA GRAVIERE)»
Η μοίρα έφθασε προ του Δεδεαγατς περί την 5ην πρωινήν ώραν της Τετάρτης. Εις τον λιμένα ήτο ηγκυροβολημένον το Γαλλικόν καταδρομικόν «Ζουριέν δε λα Γκραβιέρ» (JURIEN DE LA GRAVIERE), το οποίον μόλις εισήλθεν η μοίρα του Ελληνικού στόλου παρατεταγμένη κατά μέτωπον εχαιρέτισε δια κανονιοβολισμών την σημαίαν της ναυαρχίδος και μετ’ολίγον ανεχώρησε.

«Φορτηγίδες προσεγγίζουν μεταγωγικό πλοίο προς εκφόρτωση ανδρών»
Ο Ελληνικός στόλος ηγκυροβόλησεν εις απόστασιν περίπου 15000 γιαρδών. Ο στόλος των τορπιλλικών και των αντιτορπιλλικών έφθασε περί την μεσημβρίαν εις τρεις φάλαγγας. Η δεξιά και αριστερά φάλαγξ είχεν επι κεφαλής τα εύδρομα «Σφακτηρία» και «Μυκάλη», η δε κεντρική φάλαγξ το εμπορικόν πλοίον «Σπέτσαι», επι του οποίου επέβαινεν ο συνταγματάρχης Μιτώφ, αρχηγός του μεταφερόμενου Βουλγαρικού στρατού. Η παραπομπή ετήρει τας αποστάσεις της παρατάξεως με αξιοθαύμαστον κανονικότητα, ηγκυροβόλησε δε εις τα εκ των προτέρων ορισθέντα σημεία με ακρίβεια ωρολογίου.

«Το θωρηκτό "Ψαρά", λήψη από το "Μυκάλη"»
Τα πληρώματα του «Αβέρωφ» ήρχισαν την αποβίβασιν του στρατού από των πλοίων χωρίς να χάσουν καιρόν. Η αποβίβασις διεξήχθη μετά θαυμαστής τάξεως, άνευ εμποδίων, με κανονικότητα μοναδικήν και ταχύτητα εκπληκτικήν, βοηθήσαντος και του καιρού μεγάλως.

«Το τορπιλλοβόλο πλοίο "15"»
Η τελειότης της οργανώσεως της δυσκολωτάτης ταύτης ναυτικής επιχειρήσεως είνε εύγλωττος απόδειξις της μεγάλης και αδιαφιλονεικήτου επαρκείας και δεξιότητος του Ελληνικού στόλου και του επιτελείου των αξιωματικών.
Λίαν αξιοθαύμαστος υπήρξεν η ταχύτης, με την οποίαν συνηθροίστη εν Θεσσαλονίκη τεραστία δύναμις Ελληνικού εμπορικού ναυτικού, ουδενος αναγκαίου μέτρου παραλειφθέντος και προβλεφθεισών απασών των λεπτομερειών.
«Φορτηγίδες προσεγγίζουν μεταγωγικό πλοίο προς εκφόρτωση ανδρών»
Ο εμπορικός ούτος στόλος, εφ’ου επέβαινον οι Βούλγαροι στρατιώται, καταδεικνύει την μεγάλην επάρκειαν της Ελληνικής ναυτιλίας. Πλοίον ειδικώς κατασκευασθέν προς τούτο ηκολούθει τον εμπορικόν στόλον, φέρον ύδωρ, ίππους και κτήνη.
Ο μεταφερθείς στρατός απετελείτο από την 1ην ταξιαρχίαν της 7ης μεραρχίας του Βουλγαρικού στρατού. Εις το Δεδεαγατς ευρίσκοντο ήδη 25 χιλ. Βούλγαροι υπο την αρχηγίαν του στρατηγού Γκινέφ.
Πολλοί Βούλγαροι αξιωματικοί επεσκέφθησαν τον «Αβέρωφ» διαρκούσης της ημέρας. Εγκαρδιώταται σχέσεις ανεπτύχθησαν μεταξύ των αντιπροσώπων των κατά ξηράν και θάλασσαν δυνάμεων.
Η συνδεδυασμένη αύτη επιχείρησις του Ελληνικού ναυτικού μετά του Βουλγαρικού στρατού υπήρξε το θαύμα Ελληνικής ναυτικής οργανώσεως, υπήρξεν επιχείρησις τιμώσα μεγάλως το Ελληνικόν ναυτικόν, επιχείρησις πλέον ή στρατιωτική, επιχείρησις της οποίας τα πολιτικά αποτελέσματα διαφαίνονται υψίστης σημασίας…»
Αλλά και ολόκληρος ο Αγγλικός τύπος ανωμολόγει πάλιν εξ αφορμής της μεταφοράς του βουλγαρικού στρατού εκ Θεσσαλονίκης εις Δεδεαγατς, την σπουδαιοτάτην κατά τον πόλεμον δράσιν του Ελληνικού Στόλου.
Αι εφημερίδες «Σφαίρα», «Πελ-Μελ», «Ημερήσια Νέα» και το εβδομαδιαίον «Έθνος» ετόνιζον ότι και αι Ελληνικόν Βουλγαρικαί επιτυχίαι εις τα πεδία της Θράκης ωφείλοντο και αύται εις τον στόλον, όστις απέκλεισεν όλας τας εξ Ασίας Τουρκικάς επικουρίας και προεκάλεσε παρα τω εχθρώ την σύγχισιν, την παραλυσίαν και την αδράνειαν.»
ΠΕΤΡΟΣ Γ. ΑΛΕΠΑΚΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Βιβλιογραφία:
1. Η ΕΝΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ, DAKIN DOUGLAS, έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ).
2. Φωτοαρχείο Γεωργίου Π. Αλεπακου - ΕΛΙΑ & Nαυτικού Μουσείου Ελλάδος.-
3. Ηλ. Οικονομόπουλος: Ιστορία του Βαλκανοτουρκικού Πολέμου Έκδοση Αναγνωστοπουλου & Πετράκου εκδ.1929.
Οι δραματικές ειδήσεις που είδαμε και ακούσαμε τις τελευταίες ημέρες στην Ινδονησία και στα νησιά Σαμόα μας υπενθυμίζουν τη σεισμικότητα της περιοχής μας που στο παρελθόν έχει δώσει πολλούς και μεγάλους σεισμούς. Ένας από αυτούς συνέβη στη Σαμοθράκη
Ύστερα από κάποιες διαπραγματεύσεις με επιτροπή σαμοθρακιτών αποτελούμενη απο τον λιμενάρχη και υγειονόμο που μιλούσε ελληνικά, τους πρωεστώτες Κων/νο Καραπαναγιώτη και Χατζή Ευάγγελο Παπαμιχαήλο, δυο ιερείς, τον Δήμαρχο Νικόλαο Φαρδύ, τον διερμηνέα και εισπράκτορα των φόρων της τουρκικής κυβερνήσεως Ιωάννη Εμ Μπογιατζή και το δάσκαλο Χρήστο Ρηγόπουλο, βγήκε μια λέμβος από το θωρηκτό στη ξηρά όπου οι ναύτες των «Ψαρών» έστησαν μερικές σκηνές και παρέδωσαν στο Δήμαρχο της Σαμοθράκης 100 σκηνές και 277 σάκους με διπυρίτη. Ο Χρηστομάνος παρατήρησε ότι η Καμαριώτισσα αποτελούνταν από 6 φτωχικές πηλόκτιστες καλύβες από τις οποιες οι πέντε, μεταξύ των οποίων του ζευγαρά, Πέτρου Παπανικολάου, του Αθανασίου Παπαβασιλείου, του καφεπώλου Κωστή Αιβαζή, είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές.
Σύμφωνα με πληροφορίες που συνέλεξε ο Χηστομάνος και παραθέτει στο βιβλίο του ο σεισμός της Σαμοθράκης εγένετο αισθητός στο Δεδεαγατς, όπου κατέρρευσε μανδρότοιχος, στην Αδριανούπολη, όπου κάποιες παλιές οικίες κατέρρευσαν πολλές δε άλλες λιθόκτιστες βλάφθησαν, μεταξύ των οποίων και ο καθολικός ναός του Αγίου Αντωνίου, του οποίου σχίσθηκε ο κυκλικός θόλος του, επίσης τα Δαρδανέλλια, τη Λήμνο, τη Σάμο, όπου ακούονταν «υποχθόνιοι μυκηθμοί», την Ίμβρο, σε ένα χωριό της οποίας κατέρρευσαν 30 περίπου οικίες, σε μέρος της Μυτιλήνης και της Χίου, στον Τσεσμέ και στο ανατολικό μέρος της Θάσου. Στα Λουτρά όλος ο συνοικισμός που αποτελούνταν από 40 μικρές οικίες κατέρρευσε καταπλακώνοντας μάλιστα τον Τριαντάφυλλο Κάνο με το παιδί του. Από τον έλεγχο των 600 οικιών της Σαμοθράκης ο Χρηστομάνος διαπίστωσε ότι οι 52 κατέπεσαν ακαριαίως, 300-350 κατέστησαν ακατοίκητοι και μόνο 80-100 που ήταν κτισμένες με πλίνθους και λίθους παρέμειναν σώες. Έκανε μάλιστα αυτοψία στις κατεστραμμένες οικίες των Ανδρέα Μαυρογλώσση, Νικολάου Καρελή, Αποστόλου Τσιγγέλια, Λασκαρίνας Αράξενας, Γ. Μανιώτη, Μανωλούδη Σάββα για να διαπιστώσει τη φορά και το μέγεθος του σεισμού. Ιδιαίτερα γλαφυρή είναι η περιγραφή της αντιμετώπισης της ώρας του σεισμού από τους σαμοθρακίτες τη οποία παραθέτομε με την ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην του πολυτονικού:

Την ώρα του σεισμού σεισμικό κύμα έπληξε την παραλία του Δεδεαγατς 



ουδέ μία φωνή έσχε την δύναμιν να ζητωκραυγάση εκδηλούσα τον ενδόμυχον ενθουσιασμόν του Ελληνικού Δεδεαγατς. Την 3ην πρωινήν της 11ης Ιουλίου οι 1200 στρατιώται Βούλγαροι, ως επί τον πλείστον γέροντες και ωπλισμένοι με όπλα παλαιότατα εκείνα δι΄ών οι Ρώσσοι είχον οπλίσει τους Βουλγαρικούς πληθυσμούς κατά τον Ρωσσοτουρκικόν πόλεμον του 1878, μετά των αξιωματικών και αποσκευών συναποκομίζοντες τα τοπομαχικά πυροβόλα των, ηλεκτρικόν προβολέα και πυρομαχικά ως και τα αναρίθμητα οικιακά σκεύη άτινα αξιωματικοί και στρατιώται έκλεψαν ερημώσαντες τας οικίας και τα καταστήματα, επιβάντες αμαξοστοιχίας έφυγαν διά Γιουμουλτζίναν προτιθέμενοι εκείθεν δια των ατραπών της Ροδόπης να εισελθωσιν εις το Βουλγαρικόν έδαφος. Μόνον εκ του σταθμού τούτου ηδύναντο να φύγωσιν διότι είτε προς Δυσμάς είτε προς Ανατολάς έβαινον, θα συλαμβάνοντο υπό του Ελληνικού ή του Τουρκικού στρατού. Προτού εγκαταλείψουν το πολυπαθές Δεδεαγατς έθεσαν πύρ εις τας αποθήκας της παραλίας, απάσας ιδιωτικάς ως και εις σωρούς εμπορευμάτων και τροφών άτινα επίσης ανήκον είς ιδιώτας. Εκ της πυρκαιάς ταύτης ήτις λόγω του πνέοντος ανέμου έλαβε μεγίστας διαστάσεις, ηπειλήθη ολόκληρος η πόλις. Επτά μέγισται αποθήκαι εκάησαν πλήρεις εμπορευμάτων και τροφών και νύν έτι καίονται. Το θέαμα είναι απελπιστικόν. Θεριστικαί μηχαναί, άροτρα, άλευρα έπιπλα αναμίξ καίονται, οδέ εκ της πυρκαιάς καπνός καλύπτει ολόκληρον την πόλιν.




Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η ονομασία της περιοχής από την οποία πήρε το όνομα της αυτή η πόλη - Δεδε αγατς (Dédéagatch) - ξεκινά από την κατάκτηση της χώρας από τους Οθωμανούς στα τέλη του 14ου αιώνα. Όλη η περιοχή από το Δέλτα του Έβρου μέχρι τη Μάκρη ήταν διάσημος κυνηγότοπος όπου προηγουμένως οι βυζαντινοί αυτοκράτορες κυνηγούσαν καθόσον «μέγα δάσος εξετείνετο μέχρι της αξένου ακτής, ένθα σήμερον η πόλις, κρυσφήγετον διαβοήτου ληστείας….Πόσον άγριος ήν ο τόπος ούτος», λέει ο Αχιλλέας Σαμοθράκης υπό το ψευδώνυμο Σαρπηδών το 1897. «Κέντρο θηραμάτων», αναφέρει για την περιοχή μας ο Α. Ποιμενίδης, «μοναδικός χώρος της όλης πατρίδος μας…Αγριογούρουνα, ζαρκάδια, λύκοι, τσακάλια κλπ τον επισκέπτονταν τις νύχτες. Κέντρο ήταν κυνηγητικών περασμάτων. Ορτύκια, τρυγόνια, μπεκάτσες, φασσοπερίστερα, υδρόβια και κύκνοι.». Στη περιοχή αυτή βρισκόταν το Σουλτανικό πάρκο που περιγράφει στο δεκάτομο έργο, το «Seyahatname» (βιβλίο των ταξιδίων) ο Εβλια Τσελεμπί (Evliya Çelebi) ο διάσημος αυτός Οθωμανός περιηγητής του 17ου αιώνα, που γυρω στα 1667 περιηγήθηκε στην περιοχή. Για το πάρκο αυτό λέει ότι «πρόκειται για ένα τεράστιο δάσος που σκεπάζει μια ολόκληρη οροσειρά του Αίμου. Αγέλες από σαράντα χιλιάδες κέλητες, φοράδες και ατίθασα πουλάρια ξεχειμωνιάζουν στις πλαγιές του». Επίσης μαθαίνουμε ότι όλη η περιοχή ανήκε στο Καζα των Φερών από τον οποίο αποσπάσθηκε το “βοεβοδελίκ” της Μάκρης και ήταν Σουλτανικό Βακούφι του Βαγιαζήτ Βελή Χαν
Επηρεασμένος από τους «ουλεμάδες», ερμηνευτές του ισλαμικού νόμου, και από μεγάλους αξιωματούχους, ευθυγραμμισμένος μαζί τους, ο Βαγιαζήτ επανέφερε κτήματα αφιερωμένα σε φιλανθρωπικούς και θρησκευτικούς σκοπούς, τα οποία είχε δημεύσει ο σουλτάνος Μωάμεθ προς όφελος του κράτους. Για το λόγο αυτό και οι τίτλοι κυριότητας που δόθηκαν από τους Σουλτάνους στην πόλη του Δεδε αγατς αναφέρουν ότι προέρχονται από τα αφιερώματα Μπεγιαζητ όπως έγινε με τον Ιερό Ναό του «ΑΓΙΟΥ ΙΩΣΗΦ» των καθολικών στο Dedeagatch και το παρακείμενο Επισκοπείο που περιήλθαν στην κυριότητα του Τάγματος των ελαχίστων Φραγκισκανών Μοναχών από αγορά δυνάμει αυτοκρατορικού τίτλου κυριότητος επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στις 15 Ιουνίου 1896 από τα αφιερώματα Μπεγιαζίτ.
Στην κατάκτηση της περιοχής συντέλεσαν και οι δερβίσηδες του τάγματος των Μπεκτασήδων που ήταν για το Ισλάμ ότι οι Ναίτες ιππότες για τη Δύση. Αυτοί καταλάμβαναν για το Σουλτάνο χριστιανικές περιοχές και σε ανταμοιβή των υπηρεσιών τους έπαιρναν από το Σουλτάνο γη όπου κατασκεύαζαν ξενώνα και συνέχιζαν τη μυστικιστική ζωή τους με αγροτικές, οικονομικές κοινωνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες. Απαραίτητη προϋπόθεση για να διατηρήσουν το βακούφι που τους είχε παραχωρήσει ο Σουλτάνος ήταν να παρέχουν φροντίδα στους διερχόμενους. Ένα τέτοιο μοναστήρι (τεκές) υπήρχε πάνω στο λόφο των Λουτρών όπου από τον Εβλιά Τσελεμπί μαθαίνουμε ότι όταν πέρασε από εκεί βρήκε δερβίσηδες γυμνοπόδαρους που ζούσαν σας ερημίτες.
Μέχρι την έλευση του σιδηροδρόμου και την κατασκευή του πρώτου λιμανιού η περιοχή του Δεδε αγατς ήταν τόπος έρημος και ακατοίκητος, «γιαμπαν γιερ», όπως έγραψε στις 29.5.1872 ο εκπαιδευτικός από την Αίνο Νικόλαος Χατζόπουλος. Ο Γαλλικός γεωγραφικός οδηγός «Em. Isambert, Itinéraire descriptif, historique et archéologique de l’Orient. I. Grèce et Turquie d’Europe, 16ο, Παρίσι (Guides Joanne)», που εκδόθηκε το 1861 αναφέρει για τη διαδρομή από Φέρες μέχρι τη Μάκρη «σύντομα θα κατευθυνθούμε στα παράλια του Αιγαίου πελάγους και ακολουθούμε το δρόμο μέχρι την Μάκρη μέσω μιας γραφικής διαδρομής που θυμίζει αυτή της La Corniche». Στο χάρτη που περιέχεται μάλιστα στις πρώτες σελίδες βλέπουμε τον οδικό άξονα Κωνσταντινούπολης - Θεσσαλονίκης να περνά από τις Φέρες και τον Άβαντα (Dervend) , ενώ πουθενά δεν φαίνεται το Δεδε αγατς.
Επιπλέον σε χάρτη που περιέχεται στο βιβλίο «ETHNOGRAPHIE de la TURQUIE D’EUROPE» του G. Lejean που εκδόθηκε το 1861 δεν φαίνεται να υπάρχει οικισμός στη περιοχή του Δεδε αγατς. 
Ο Hirsch ίδρυσε στις 5.1.1870 την «SOCIETE IMPERIALE DES CHEMINS DE FER DE TURQUIE D’EUROPE» ως κατασκευαστική εταιρία και 10 ημέρες μετά ίδρυσε την «COMPAGNIE GENERALE POUR L’EXPLOITATION DES CHEMINS DE FER DE TURQUIE D’EUROPE» με κύριους χρηματοδότες τη Γαλλική «SOCIETE GENERALE DE PARIS», την Αγγλο Αυστριακή «BANK OF VIENNA» και τη «BANQUE BISCHOFSHEIM DE HIRSCH» των Βρυξελών. Το σχέδιο του Hirsch για τους σιδηροδρόμους ενθουσίασε την Οθωμανική Διοίκηση γιατί έδινε λύση στη προβληματική συγκοινωνία της Αυτοκρατορίας. Την Διοίκηση ενδιέφερε επίσης να συνδεθεί ο αγροτικός τομέας που αναπτυσσόταν με τη βοήθεια της τεχνολογίας με τις παγκόσμιες αγορές μέσω των Οθωμανικών λιμανιών. Ίσως πιο σημαντική σκέψη ήταν η έγνοια για τον εφοδιασμό της Κωνσταντινούπολης με τρόφιμα από την περιφέρεια, ενώ επίσης οι σιδηρόδρομοι θα μπορούσαν να αυξήσουν τους φόρους που συλλεγόταν από την επαρχία. Από την άλλη οι ξένοι επενδυτές όχι μόνο αποκτούσαν οικονομικά προνόμια στην εκμετάλλευση των γραμμών αυτών αλλά είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν τις αγορές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας για την προώθηση των ευρωπαϊκών βιομηχανικών προϊόντων.
Έτσι οι μηχανικοί που σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό από την Αίνο Νικόλαο Χατζόπουλο επισκέφτηκαν ήδη από το 1847 την περιοχή όπως ο Γάλλος μηχανικός Ποαρέλ ή ο επίσης Γάλλος μηχανικός Βίλεν μπορεί να στάλθηκαν από την Οθωμανική κυβέρνηση για να μελετήσουν την πλωιμότητα του Έβρου ποταμού που γινόταν όλο και πιο δυσχερής λόγω των συνεχών προσχώσεων, αλλά και τη δημιουργία νέου λιμένος, αφού το λιμάνι της Αίνου είχε πάψει να είναι λειτουργικό, ταυτόχρονα έδωσαν πολύτιμες πληροφορίες που αξιοποίησε ο Hirsch. Η δημιουργία λοιπόν λιμανιού στο Δεδε αγατς ήταν απαραίτητος όρος του όλου εγχειρήματος προκειμένου να είναι επικερδής η εκμετάλλευση της γραμμής Κωνσταντινούπολης-Βιέννης ταυτόχρονα όμως εξυπηρετούσε και τα σχέδια της Οθωμανικής Διοίκησης όπως αναφέραμε προηγουμένως τη στιγμή που ο ποταμός Έβρος έπαυε να είναι πλώιμος.







Με αφορμή λοιπόν την επέτειο αυτή θα επιχειρήσουμε μια γνωριμία με την πόλη την χρονική εκείνη περίοδο, για να κατανοήσουμε την ζωή της, τους ανθρώπους της και την εποχή μέσα από έγγραφα και φωτογραφίες της εποχής.
Την ύπαρξιν της οφείλει εις την κατασκευήν των σιδηροδρόμων Θράκης, των οποίων ως τέρμα πρός την μεσόγειον είχεν ορισθεί η δασώδης ακτή, επί της οποίας εκτείνεται η ωραία πόλις 120 χιλ. νοτιοδυτικώς της Ανδριανουπόλεως επι σχεδίου ευρωπαϊκού, χαραχθέντος υπό Ρώσου μηχανικού κατά την ρωσικήν κατοχήν 1878-1880... Από της ιδρύσεώς της η πόλις έλαβε Ελληνικόν χαρακτήρα διότι οι πρώτοι της κάτοικοι όλοι Έλληνες, προσήλθον εκ των γειτονικών πόλεων Αίνου, Μάκρης, Μαρωνείας και Αδριανουπόλεως.
Τούρκοι κάτοικοι ήσαν μόνον οι δημόσιοι υπάλληλοι. Βραδύτερον η σλαβική προπαγάνδα μεθ όλας τα προσπαθείας της μόλις κατώρθωσε να εποικίση εις έν ακρον της πόλεως δεκάδας τινάς οικογενειών, ιδίως κηπουρών... Τη ευγενεί φροντίδι Μητροπόλεως και του Δημάρχου Αλτιναλμάζη ευρε και ο υποφαινόμενος με τον αχώριστον φίλον κ. Φραγκόπουλον στέγην δια την πρώτην νύκτα. Την πρωίαν αι χείρες και τα πρόσωπα μας ήταν ηλλοιωμένα από τα δήγματα των κωνώπων. Από της ιδίας ημέρας οι περισσότεροι εκ της ακολουθίας εδοκίμασαν σοβαράς ενοχλήσεις οφειλομένας και εις την πολλήν άσβεστον την οποία περιέχει το ύδωρ της πόλεως. Και μέχρι σήμερον δεν έχει κατορθωθεί η μεταφορά του ωραίου ύδατος εκ πηγής παρά το χωρίων Ποταμόν την οποίαν και η τουρκική διοίκησης προ πολλών ετών είχε μελετήση.»... «Από της επομένης της αφίξεως μας εύρομεν και ημείς ο υποφαινόμενος με τον αγαπητόν σύντροφον κ.Φραγκοπουλον εν δωμάτιον εις το παρα την θάλασσαν ξενοδοχείον Ακταίον. 
Πρωτεύουσα του Νόμου Έβρου και των ομωνύμων αυτώ Υποδιοικήσεων και Δήμου. Πόλης νέα παράλιος επι του Θρακικού πελάγου δυτικώς των εκβολών του Έβρου. Λιμήν ανοικτός και εκτεθειμένος είς τους νότιους και νοτιοδυτικούς ανέμους. Μέχρι της κατασκευής του σιδηροδρόμου προς Αδριανούπολη η θέσης αυτή ήτο έρημος έκτοτε όμως συνωκίσθη ταχέως συντελέσασα εις την κατάπτωσιν της Αίνου. Είναι κύριο επίνειο της Αδριανουπόλεως και ολοκλήρου της κοιλάδας του Έβρου. Σταθμός των εκ Κων/πόλεως και είς Κων/πολιν πλεόντων ατμόπλοιων. 


Τράπεζαι: (Υποκαταστήματα) «Εθνικής» διευθυντής Στεφανίτσης Ιωάννης «Λαικής» ανταποκριτής Γανώσης Γ. «Αθηνών» Ανταποκριτής Ζαφειριαδου Αδελφοί.-


Οινοπνευματοποιίας: «Καμπά» αντ/πος Γιαννόπουλος Γ. "Νεστλε" διευθυντής Φριντζ Λανδις «Ανώνυμος Γαλλική Εταιρεία Pariς-Maroc» διευθυντής Μιχαηλίδης Αστ. Χρηστίδης Γ.-«Εταιρίας Οίνων και Οινοπνευμάτων - χημικών Προϊόντων και Λιπασμάτων» αντ/πος Κανέτσος Χ.και Υιοί.-
Βιβλιοπωλεία και Χαρτοπωλεία: Αθανασόπουλος Ιωάννης, Σακελλαρίδου Αδελφοί, Μιχράν Σισακιάν.-
Ζυθοπωλεία: Γκιρτζής Ελευθ., Παυλίδης Κ., Σοφιανόπουλου Αδελφοί.-
Ναυτικών ειδών έμποροι: Πομάκης Γεώργιος Σιναχειρης Βασ.-


Η εμποροεπαγγελματική δραστηριότητα της εποχής διαγράφεται ανάγλυφα στον ανωτέρω οδηγό του 1921 όταν στην πόλη κατοικούσαν 6.800 κάτοικοι. Το διαμετακομιστικό εμπόριο του Δεδεαγατς εξυπηρετούσαν 3 τράπεζες και 3 αργυραμοιβοί 25 αντιπροσωπείες και 10 ασφαλιστικές εταιρίες, 7 Εμπορομεσίτες και εκτελωνιστές .Υπήρχαν 5 έμποροι οικοδομών και ναυτικών ειδών 10 έμποροι αποικιακών και εγχωρίων προϊόντων 19 παντοπώλες 7 υφασματέμποροι λειτουργούσαν 8 ξενοδοχεία και πανδοχεία, 14 εστιατόρια καφενεία και ζαχαροπλαστεία, 4 Σιδηρουργοί και 14 ραφτάδες και υποδηματοποιοί, και κοντά σ΄αυτά δούλευε πλήθος τεχνιτών αλλά και επιστήμονες 5 αρχιτέκτονες 7 Δικηγόροι 7 γιατροί και 2 φαρμακοποιοί.