Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Μέρες του ’36 στην Αλεξανδρούπολη.

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο φύλλο 212 Μάρτιος 2010 της εφημερίδας ‘ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ’)
Ο ερχομός του 1936 σηματοδοτούσε το τέλος μιας εποχής, που χαρακτηρίστηκε από την παταγώδη αποτυχία των κοινοβουλευτικών κομμάτων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις ενός νέου κόσμου που με πυρετώδης ρυθμούς προετοιμαζόταν για τον επόμενο παγκόσμιο πόλεμο. Είχε προηγηθεί το 1935 το αποτυχημένο κίνημα του Βενιζέλου που άνοιξε το δρόμο για την επιστροφή του Βασιλέως Γεωργίου του Β΄ ο οποίος με τη σειρά του συγκατάθεσε στην επιβολή της Δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά στις 4 Αυγούστου του 1936. Άρχιζε λοιπόν με το 1936 μια νέα περίοδος για τον τόπο μας που διήρκεσε μέχρι και την βουλγαρική-Γερμανική κατοχή του 1941. Ενώ η χώρα ετοιμαζόταν για τη δικτατορία του Μεταξά, η πόλη μας έπλεε το καλοκαίρι του 1936 σε πελάγη ευτυχίας από την επίσκεψη του Βασιλιά Γεωργίου του Β΄ η οποία καταγράφηκε στο Αθηναϊκό αλλά και στον τοπικό τύπο της εποχής.



«Εικόνα 1: Ο Α.Σουλιωτης και οι επισημοι κατευθυνονται στην αποβάθρα.»
Την Τρίτη λοιπόν 16 Ιουνίου του 1936 ο Βασιλεύς περιοδεύοντας στη Θράκη επισκέφθηκε την πόλη μας. Από την ανταπόκριση του απεσταλμένου των «Αθηναϊκών Νέων» Δ.Ψαθά, την οποία αναδημοσιεύουμε με την ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου μαθαίνουμε ότι «η πόλις παρουσιάζει σήμερον μορφήν πανηγυρικήν. Όλα τα καταστήματα είναι κλειστά, αι δε οικίαι είναι σημαιοστόλιστοι. Απο βαθυτάτης πρωίας τα ενταύθα ευρισκόμενα πλήθη, ελθόντα εκ των περιφερειακών κωμοπόλεων, επλημμύρισαν τας οδούς, αναμένοντα την άφιξιν του βασιλέως. Εις την αποβάθραν παρετάχθη δύναμις ανδρών υπό ανωτέρους αξιωματικούς προς απόδοσιν τιμών. Εις την μητρόπολιν επίσης παρετάχθη λόχος ανδρών μετά χωροφυλακής και προσκόπων, ενώ είς τας οδούς οπόθεν θα διέλθη ο βασιλεύς παρετάχθη η χωροφυλακή και εις την μεγάλην παραλιακήν οδόν οι μαθηταί και αι μαθήτριαι. Εις την αποβάθραν ανέμενον ο γενικός διοικητής, ο σωματάρχης κ.Πολίτης, ο φρούραρχος (Εικόνα 1), ο δήμαρχος κ.Αλτιναλμάζης (Εικόνα 2)

«Εικόνα 2: Ο δήμαρχος Κ. Αλτιναλμάζης.»
μετά του δημοτικού συμβουλίου, ο ανώτερος διοικητής ως επίσης οι πρόεδροι και αντιπροσωπείαι των σωματείων μετά των λαβάρων των και η μουσική του σώματος. Αμα τω κατάπλω του πολεμικού την 9,15 ανήλθον επ’αυτού ο νομάρχης και ο λιμενάρχης όπως χαιρετήσουν τον βασιλέα. Την 9,30 απεβιβάσθη της ατμακάτου ο βασιλεύς υπό τους ήχους της μουσικής, χαιρετήσας δια χειραψίας τους ευρισκομένους είς την αποβάθραν (Εικόνα 3).
«Εικόνα 3: Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ στήν αποβάθρα.»
Ο κ.Δήμαρχος εις την αποβάθραν προσεφώνησε τον βασιλέα ως εξής: «Ως εκπρόσωπος της πόλεως χαιρετίζω την υμετέραν Μεγαλειότητα με το ως εύ παρέστητε. Το στοργικόν υμών ενδιαφέρον δι’ όλους γενικώς τους Ελληνας μιάς ηνωμένης και αδιαιρέτου Ελλάδος μας συγκινεί βαθύτατα. Η πόλις μας, ακραίος σταθμός της Ελληνίδος γής σε υποδέχεται με άκράτητον ενθουσιασμόν. Τη υψηλή υμών διακυβερνήσει ο λαός της Θράκης επανεύρε την γαλήνην και την νομιμότητα και υποβάλλει δι΄εμού την απέραντον αυτού ευγνωμοσύνην, πίστην και αγάπην. Ζήθι Βασιλεύ. Καλώς μας ήλθες».
«Εικόνα 4: Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ κατευθυνόμενος στην Μητρόπολη.»
-Ακολούθως ο βασιλεύς συνοδευόμενος υπό των επισήμων κατευθύνθη δια της πλατείας Ελευθερίας όπου υπάρχει μεγάλη αψίς μετα στέμματος και επιγραφής «Η Θράκη σε υποδέχεται με χαράν» και της οδού Βασιλέως Γεωργίου εις τον μητροπολιτικόν ναόν όπου εψάλη δοξολογία (Εικόνες 4 & 5).
«Εικόνα 5: Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ χαιρετά τον συγκεντρωμένο κόσμο.»
Ακολούθως δια της παραλιακής οδού μετέβη εις το ηρώον των πεσόντων όπου υπό τους ήχους της μουσικής και τας τιμάς της παρατεταγμένης δυνάμεως κατέθεσε στέφανον. Είτα ο βασιλεύς μετέβη εις το μέγαρον της Ζαριφείου ακαδημίας όπου έγινεν η παρουσίασις των αρχών. Την μεσημβρίαν παρετέθη πρόγευμα εις την Ακαδημίαν εις το οποίον παρεκάθησαν τριάκοντα πρόσωπα. Κατα τα επιδόρπια ο δήμαρχος προσεφώνισε τον βασιλέα δια των κάτωθι: «Ο λαός της πόλεως ταύτης αντιλαμβάνεται πλήρως την μεγίστην σημασιαν την οποιαν ενέχει η τόσον τιμητική και εμψυχωτική δι’ αυτόν επίσκεψις. Ο λαός αυτός ασφαλής και ήρεμος πλέον μίαν μόνον διάπυρον ευχήν αναπέμπει προς τον ύψιστον, να διαφυλάττη την υμετέραν Μεγαλειότητα εν πλήρει υγεία και ευδαιμονία. Συγκεκινημένος μεγαλειότατε διότι είς εμέ έλαχεν ο κλήρος της μεγάλης τιμής να καταστώ διερμηνεύς των αισθημάτων ευγνωμοσύνης και αφοσιώσεως των συνδημοτων μου προς την υμετέραν Μεγαλειότητα, παρακαλώ να μου επιτραπή να υψώσω το κύπελλον είς υγείαν, τιμήν και δόξαν της Υμετέρας Μεγαλεότητος και του διαδόχου». Ο βασιλευς απήντησεν ευχαριστών δια την θερμήν υποδοχήν. Την 3ην απογευματινήν ο βασλεύς αναχωρεί δι’ ειδικής αμαξοστοιχίας της οποίας προηγείται προπομπός διά Κομοτινήν».-

Στην τοπική εφημερίδα «Η ΠΡΟΟΔΟΣ» που εκδιδόταν στην Αλεξανδρούπολη από το 1933 μέχρι το 1936, στο φύλλο της 20-6-1936 διαβάζουμε μια πιο γλαφυρή και συνάμα πιο αναλυτική περιγραφή της υποδοχής: «Την περασμένη Τρίτη η Αλεξανδρούπολις ξύπνησε ντυμένη στα γιορτινά της. Η κυανόλευκος εκυμάτιζε εις όλα τα καταστήματα και τας οικίας... Η προκυμαία παρουσιάζει όψιν φαντασμαγορικήν. Επάνω εις την στοιβαγμένη ξυλεία των κ.κ. Τερζή και Παπαθανάση-Τζηρίτη που είνε κατά μήκος της προκυμαίας πλήθη άπειρα συνωθούνται. Γυναίκες, παιδιά, γέροι και πάσης μόδας και εποχής αμφιέσεις προσδίδουν μια όψι πανηγυρική. Μπροστά στην προκυμαία και κατά μήκος του τελωνείου και μέχρι της αποθήκης εμπορευμάτων της γαλλοελληνικής είνε παρατεταγμένος στρατός του συντάγματος προκαλύψεως υπό το γενικόν πρόσταγμα του διοικητού του συνοριακού τομέως συν/ρχου κ. Μπεγέτη και των αξιωματικών λοχαγού Τσολιζίδη και υπολοχαγών Πεδιαδίτη, Κούρδαλου και Τσακίρη, είνε παρατεταγμένος και ακολουθούν οι παλαιοί πολεμισταί με τας ωραίας των στολάς και την σημαίαν των. Παρα πίσω τα σωματεία των επαγγελματικών και εργατικών οργανώσεων με τα λάβαρά των. Η πλατεία της Ελευθερίας, η λεωφόρος Βασιλέως Γεωργίου, η οδός 14ης Μαΐου μέχρι του Μητροπολιτικού Ναού, αι εξώσται και τα παράθυρα των οικιών βρίθουν κόσμου και αναμένουν με αγωνία την διέλευσιν του Βασιλέως. Από της ιχθυαγοράς μέχρι του ηρώου των πεσόντων είνε παρατεταγμένοι οι μαθηταί και μαθήτριαι της μέσης και δημοτικής εκπαιδευσεως με ομοιομόρφους στολάς και σημαίας, εις τον περίβολον του ναού οι Πρόσκοποι Αλεξανδρουπόλεως μετά τον αρχηγόν των κ. Κ. Μαμμέλην, Ορεστιάδος με τους διδσκάλους των κ.κ. Ευαγ. Παναγιώτου, Δ. Καραμούζαν, Δ. Παναγόπουλον και Λ. Κουκουλομάτην είνε παρατεταγμένα κατά διζυγίας. Χωροφύλακες με τας στολάς των τηρούν την τάξιν ήτις καθ’όλην την διάρκειαν της υποδοχής και μέχρι της αναχωρήσεως του Βασιλέως είνε παραδειγματική, δι’ο και ο Βασιλεύς ομιλών σχετικώς εις την Ακαδημίαν εξέφρασε τας ευχαριστίας του… Περί την 9.15 διαφαίνεται εις το βάθος της θάλασσας η σιλουέτα του πολεμικού Ψαρά εφ’ου επέβαινε ο Βασιλεύς. Και τα πλήθη ξεσπούν σε ατέλειωτες ζητοκραυγές και χειροκροτήματα. Αι δε σειρήνες των πλοίων και βενζινοπλοίων και ατμακάτων συρίζουν χαρμοσύνως. Μια βενζινάκατος του Λιμεναρχείου παραλαμβάνει από την αποβάθραν τον Υπουργόν Γενικόν Διοικητήν Θράκης κ. Σουλιώτην Νικολαίδην, τον Λιμενάρχη κ. Παπανικολάου και τον Διοικητήν του Δ’ Σώματος Στρατού στρατηγόν Πολίτην, τους οποίους μεταφέρει εις το ευρισκόμενο εις απόστασιν ενός περίπου μιλίου πολεμικόν. Μετά έν τέταρον της ώρας η ατμάκατος επιστρέφει και ο υπουργός κ. Σουλιώτης μεταδίδει εις τον Δήμαρχον κ. Αλτιναλμάζην και τον συν/χην κ. Μπεγέτην μερικάς λεπτομερείας επι της υποδοχής. Τέλος υπο τας εκκωφαντικάς ζητοκραυγάς χιλιάδων λαού, που σύει μανδύλλια και χειροκροτεί αναφαίνεται η ατμάκατος εφ’ης ο Βασιλεύς Γεώργιος, ο υπαρχηγός του στρατιωτικού του οίκου στρατηγός Στρίμπερ και οι δυο του υπασπισταί. Ο βασιλεύς που φέρει στολήν εκστρατείας φαίνεται συγκεκινημένος βαθειά, από τας εκδηλώσεις του πλήθους. Σφριγηλός και χαρούμενος αποβιβάζεται εις την αποβάθρα, όπου ο Δήμαρχος κ. Κ. Αλτιναλμάζης με τους Δημ. Συμβούλους εν καταφανεί συγκινήσει τον προσφωνεί…. Είτα προσέρχεται ενώπιον του Βασιλέως λευκειμονούσα η μικρά Δ/ις Χαρ. Κανέτσου μετά τις Δ/δος Κικής Απ. Αποστολίδου και προσφέρουσα ωραίαν ανθοδέσμην προσφωνεί συγκινητικώς. Επίσης χαιρετά τους Βουλευτάς Έβρου κ. Σδρόλλαν, Χρυσοστόμου, Τυρήν, Κώστογλου και Παπανικολάου δια θερμής χειραψίας και τους Δημοτικούς Συμβούλους... Ενώ ο Βασιλεύς επιβαίνων του αυτοκινήτου χαιρετά προς όλας τας διευθύνσεις. Το αυτοκίνητον του Βασιλέως εκκινεί σιγά-σιγά και ακολουθούν τα αυτοκίνητα των επισήμων και δια της πλατείας Ελευθερίας, των οδών Βασιλέως Γεωργίου, 14ης Μαΐου, Παλαιολόγου φθάνει εις την Μητρόπολιν (Εικόνα 6).

«Εικόνα 6: Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ στην Μητρόπολη.»
Εις την είσοδον αναμένει τον βασιλέα ενδεδυμένος με την χρυσοποίκιλτον στολήν ο Μητροπολίτης μας κ.κ. Ιωακείμ κρατών χρυσούν Ευαγγέλιον το οποίον ο Βασιλεύς ασπάζεται και υπο τους ήχους της μουσικής της φρουράς του Δ’ Σ.Σ. εισέρχεται εις τον ναόν. Και άρχεται η δοξολογία ψαλείσα υπο χωροδίας διευθυνομένης υπο τον πρωτοψάλτην κ. Φ. Σακελλαρίδην. Μετά τον πολυχρονισμόν ο Μητροπολίτης εν καταφανεί συγκινήσει έχων εκ δεξιών των Μητροπολίτην Διδυμοτείχου - Ορεστιάδος κ. Ιωακείμ προσφωνεί από του ιερού βήματος τον άνακτα...
«Εικόνα 7: Ο Α. ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ στο ΗΡΩΟ.»
Ο Βασιλεύς επευφημούμενος υπό χιλιάδων λαού, διέρχεται εκ των οδών Παλαιολόγου, 14ης Μαΐου και Βασιλέως Αλεξάνδρου και φθάνει προ του ηρώου των πεσόντων (Εικόνες 7 & 8).
«Εικόνα 8: Ο Α. ΣΟΥΛΙΩΤΗΣ ΓΕΝ ΔΙΟΙΚΗΤΗΣ κατά την κατάθεση στεφάνου.»
Οι μαθηταί τον ραίνουν με άνθη και ψέλλουν διάφορα πατριωτικά άσματα, ωσαύτως βροχή ανθέων ρίπτεται από τους εξώστας ξενοδοχείων Βαλκάνια, Τουριστ, Παλλάδιον. Προ του ηρώου είνε παρατεταγμένη διμοιρία στρατού και ο Βασιλεύς καταθέτει στέφανον. Εκείθεν κατευθύνεται εις την Ζαρείφιον Ακαδημίαν όπου μετα μικράν ανάπαυσιν εδέχθη κατά πρώτον τους Βουλευτάς Έβρου ανταλλάξας θερμήν χειραψίαν και είτα τας Αρχάς Δημοτικάς Πολιτικάς και στρατιωτικάς, τους επαγγελματίας, τους Παλαιούς Πολεμιστάς. Ο κ. Γ. Σακελλαρίδης παλαιός πολεμιστής μετά του κ. Π. Γιαννοπούλου χαιρετούν τον Βασιλέα και παρακαλούν την ενίσχυσιν των παλαιών πολεμιστών. Κατά την παρουσίασιν του Δικαστικού Σώματος ο Βασιλεύς ανεγνώρισε τον κ. Καλιτεράκην παλαιόν συναγωνιστήν του στρατού ανταλλάξας θερμήν χειραψίαν. Ο Μορφωτικός Σύλλογος δια των Δ/δος Ναυσικάς Παπανικολαου και Αθ. Ψαροπούλου προσφέρει εις τον Βασιλέα μικράν επι μετάξης κεντητής σημαίαν τύπου βυζαντινής τριχαπτου. Εκ μέρους του τύπου Αλεξανδρουπόλεως χαιρετά τον Βασιλέα ο Διευθυντής μας κ. Αθαν. Ζαρδαλίδης. Κατά την παρουσίασιν των διδασκάλων Ορεστιάδος ο Δ/ντης Θρ/κης συνέστησε θερμώς αυτούς εις τον Βασιλέα τονίσας ότι αποτελούν το σέμνωμα των διδασκάλων εκεί επάνω εις την παραμεθόριον. Ο Βασιλεύς συνεχάρη θερμώς δια χειραψίας τους διδασκάλους. Προ του Βασιλέως παρουσιάσθησαν και τα προεδρεία των αλλοδόξων κοινοτήτων Μουσουλμανικής, Αρμενικής και Ισραηλιτικής. Ο Πρόεδρος των Ισραηλιτών κ. Μ. Χατεμ προσέφερε εν βιβλίον με περγαμηνήν επι της οποίας εις Χαλδαϊκήν γλώσσαν ήτο γεγραμμένη ευχή υπέρ μακροημερεύσεως του Βασιλέως ως και επτάφωτος λυχνία ζωγραφισμένη με τας λέξεις «Ούτω λαμψάτω το Φως Σου Βασιλεύ». Παρουσιάσθησαν είτα οι πρόξενοι Γαλλίας και Ιταλίας, το διδακτικόν προσωπικόν τα σχολεία των φραγκοπαπάδων και διάφοροι επιτροπαί Κοινοτήτων αι οποίαι υπέβαλον υπομνήματα εις τον Βασιλέα... Μετά την παρουσίασιν ο Βασιλεύς απεσύρθη εις την αίθουσαν της αναπαύσεως οπόθεν μετά τινά λεπτά εξελθών εξέφρασε την επιθυμία να περιέλθη την πόλιν μόνος, χωρίς να συνοδεύεται από την ασφάλειαν. Ετοιμασθέντος του αυτοκινήτου του επέβη παραλαβών και τον Γεν. Διοικητήν Θράκης και περιήλθε ολόκληρο την πόλιν μέχρι των ακραίων συνοικισμών επευφημούμενος από τα πλήθη... Η τράπεζα εις ην μετ’ολίγον θα παρεκάθητο ο Βασιλεύς ήτο ωραία στολισμένη, τούτο δε οφείλεται εις τα σωματεία των Κ/ων και Δ/δων η «Πρόοδος» αίτινες κατέβαλλον κάθε προσπάθειαν για να στολίσουν το Βασιλικόν Τραπέζι. Πράγμα το οποίον απέσπασε τα συγχαρητήρια του Βασιλέως και όλων των συνδαιτημόνων προς τας προέδρους των ωραίων αυτών σωματείων Καν. Στρουμπούλη και Δ/δαν Όλγαν Μηλιώνη. Την 12.30 ακριβώς επιστρέψαντος του Βασιλέως εκ του ανα την πόλιν περιπάτου Του ητοιμάσθη η τράπεζα. Τα γκαρσόνια με επικεφαλής τον κ. Αντ. Τζιβανάκην ενδεδυμένα μελαίνας στολάς ευρίσκονται εις τας θέσεις των. Μετ’ολίγον προσέρχεται ο Βασιλεύς και καταλαμβάνει την θέσιν Του, έχων εκ δεξιών μεν τον Μητροπολίτην Αλεξανδρουπόλεως εξ αριστερών δε τον Μητροπολίτην Διδυμοτείχου (Εικόνα 9).
«Εικόνα 9: Ο ΓΕΩΡΓΙΟΣ στο πρόγευμα της Ακαδημίας.»
Απέναντι ευρίσκεται ο Δήμαχος κ. Κ. Αλτιναλμάζης και ακολουθούν ο Γενικός Διοικητής Θράκης, οι Βουλευταί Έβρου, ο στρατηγός Στρίμπερ, οι υπασπισταί του Βασιλέως, ο Δ/της του Δ.Σ.Σ., ο επιτελάρχης, ο συνταγματάρχης Μπεγέτης, Αν. Διοικητής Χωρ/κης συν/χης Μιχαλόπουλος, ο Δήμαρχος Διδυμοτείχου κ. Ζαπάρτας, ο κ. Σιδηρόπουλος, αντιπρόσωπος του Δήμου Σουφλίου, ο Πρόεδρος της Κοινότητος Ορεστιάδος κ. Πανταζίδης, ο τεως Δημαρχών κ. Κουταβελής, ο Πρόεδρος Πρωτοδικών κ. Παπαθεοδώρου, ο Εισαγγελεύς κ. Παπαγιάννης, ο Γυμνασιάρχης, ο Δ/της της Ακαδημίας, ο Λιμενάρχης, ο Δ/της των ΣΕΚ κ. Μελησσινός, επιθεωρητής δημ. Εκπαιδεύσεως κ. Λέκας και οι αντιπρόσωποι του Τύπου κ.κ. Καλονάς της «Βραδυνής», Λεονταρίδης του «Φωτός», Χατζημιχάλης της «Ελευθέρας Σκέψεως» Κομοτηνής, Χρ. Χρηστίδης της «Φωνής της Θράκης» και ο Διευθυντής μας κ. Αθ. Ζαρδαλίδης. Το μενού κατηρτίσθη ως εξής: Μαύρο χαβιάρι Έβρου. Γαρίδες Σαμοθράκης, βούτυρο Διδυμοτείχου, μπαρμπούνια Αλεξανδρουπόλεως, κοτόπουλα Ορεστιάδος. Παγωτό Ηλ. Κυριαζή και πορτοκάλια. Το πρόγευμα διήρκεσε επι δυο περίπου ώρας καθ’ο ο Βασιλεύς ήτο ευθυμότατος αποτείνων διαφόρους ερωτήσεις εις τον Δήμαρχον κ. Αλτιναλμάζην δια την πόλιν μας, δια την οποίαν εξεδήλωσε θερμότατον ενδιαφέρον… Έτσι εν μέσω ατελευτήτου ευδιαθέσεως του Βασιλέως έληξε το γεύμα και περί ώραν 2.45 ο Βασιλεύς ηγέρθη της τραπέζης και εξήλθε μέχρι της εισόδου της Ακαδημίας αμα τη θέα του οποίου τα συγκεντρωμένα πλήθη εξέσπασαν εις ζητοκραυγάς. Κάποια στιγμή που ο κ. Αλτιναλμάζης ήτο έτοιμος να εξέλθη ο Βασιλεύς τον εκάλεσε και επι εν τέταρτον της ώρας διηρώτα μετά ζωηρού ενδιαφέροντος περί των αναγκών της πόλεως. Ο κ. Αλτιναλμάζης δραττόμενος του Βασιλικού ενδιαφέροντος ανέπτυξε δια μακρών τας ανάγκας της πόλεως μηδέ της μεταφοράς των λουτρών, λαβών ρητήν υπόσχεσιν του Βασιλέως ότι θα υποβάλλη ταύτα εις την Κυβέρνησιν του. Την 3.15 μ.μ. επιβάς αυτοκινήτου και επευφημούμενος από τα πλήθη δια των οδών Βασ. Αλεξάνδρου και 14ης Μαΐου επεβιβάσθη της εις τον σταθμόν αναμενούσης βασιλικής αμαξοστοιχίας ανεχώρησεν εις Κομοτηνήν. Προ της αναχωρήσεως Του ο Βασιλεύς απένειμε τον χρυσούν Φοίνικα εις τον συν/χην κ. Μπεγέτην, τον χρυσούν σταυρόν του Γεωργίου εις τον νομάρχην κ. Παπαθανασιάδην και τον αργυρούν σταυρόν εις τους κ.κ. Αλτιναλμάζην και Στ. Κουταβέλην

Έτσι ευχάριστα και ανέμελα περνούσαν το καλοκαίρι του 1936 οι Αλεξανδρουπολίτες. Όμως στον ορίζοντα μαύρα σύννεφα άρχισαν να μαζεύονται. Και ύστερα ήρθε η δικτατορία του Ι. Μεταξά.


ΠΕΤΡΟΣ Γ. ΑΛΕΠΑΚΟΣ
ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ
Βιβλιογραφία
ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ:
ΠΡΟΟΔΟΣ Αλεξανδρούπολης, ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ, ΑΘΗΝΑΙΚΑ ΝΕΑ
ΦΩΤΟΑΡΧΕΙΟ
Γ.ΑΛΕΠΑΚΟΥ - ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΟΥΛΙΩΤΗ - ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ

Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

«ΤΑΡΑΧΑΙ» στο ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ τον Νοέμβριο του 1912.

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο φύλλο 211 Μάρτιος 2010 της εφημερίδας ‘ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ’)

«Εικόνα 1: Tούρκοι πρόσφυγες και στρατιώτες σε αναποδογυρισμένο τραίνο κατά την υποχώρηση»

Ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος άρχισε στις 5 Οκτωβρίου 1912 (παλαιό ημερολόγιο). Οι Ελληνικές δυνάμεις προήλασαν ταχύτατα και κατέλαβαν την Θεσσαλονίκη, ενώ άλλα τμήματα του Ελληνικού στρατού είχαν επιτυχίες στη Δυτική Μακεδονία. Οι Βούλγαροι από την άλλη σημείωσαν σημαντικές νίκες στο Μπουνάρ Χισαρ και στο Λουλέ Μπουργκας, ενώ στις αρχές Νοεμβρίου επικέντρωσαν την επιθετική τους προσπάθεια εναντίον της Αδριανούπολης. Τον τακτικό στρατό μάλιστα ακολουθούσαν και κομιτατζήδες.
Μόλις ξέσπασε ο πόλεμος πολλοί τούρκοι κάτοικοι της Μακεδονίας άρχισαν να εγκαταλείπουν τις εστίες τους με ο,τι πρόσφορο μέσο διέθεταν προκειμένου να καταφύγουν στην Κωνσταντινούπολη ή τη Σμύρνη. (Εικόνα 1)
Στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ» της 14-11-1912 δημοσιεύθηκε ανταπόκριση από την Κωνσταντινούπολη με ημερομηνία 13-11-1912 ότι «Το Γαλλικόν καταδρομικόν «JULIEN DE LA GRAVIERE» απέπλευσεν εις Δεδεαγατς όπου λέγεται ότι εξερράγησαν ταραχαί». Η ίδια είδηση δημοσιεύθηκε και στους NY TIMES της 27-11-1912 και στον Ελληνικό ΧΡΟΝΟ (17-11-1912).-
Τι είχε όμως συμβεί; Ας δούμε πως περιγράφει, με την ορθογραφία του πρωτοτύπου πλην του πολυτονικού, το περιστατικό ο Κώστας Γεραγας, ως αναπληρωτής Γενικός Διοικητής Θράκης στο βιβλίο του «Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922», όπως του το αφηγήθηκαν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της πόλης: «Επι τη προσεγγίσει του βουλγαρικού στρατού εις το Δεδε Αγατς αι τουρκικαί αρχαί εγκατέλιπον την πολιν και ετράπησαν προς συνάντησιν του εκ Γκιουμουλτζινης υποχωρούντος τουρκικού στρατού. (Εικόνα 2)

«Εικόνα 2: Στρατιώτες & πρόσφυγες φεύγοντας απο το Λουλέ Μπουργκας»

Εις το Δεδε Αγατς τότε εκτός των εντοπίων τούρκων, των οποίων ο αριθμός δεν υπερέβαινε τους 500, είχον καταφύγει και περί τους 800 εισέτι Μουσουλμάνοι, ιδία γυναικόπαιδα, εκ Δράμας και Γκιουμουλτζίνης και των πέριξ προς επιβίβασιν δια Κωνσταντινούπολιν και Σμύρνην. Οι πλείστοι τούτων ήσαν τοποθετημένοι εις το τουρκικόν σχολείον, ιδίως δε εις το τζαμίον, κείμενο σχεδόν εις το κέντρον της πόλεως (Εικόνα 3).

«Εικόνα 3: Το Τζαμι που ανατιναξαν οι Βούγλαροι στο κέντρο της πόλης απένατι απο την Ακαδημία»

Την εσπέραν της 6 Νοεμβρίου 1912 σώμα εξ 120 κομητατζήδων, πρωτοπορεία τακτικού στρατού, εισήλασε δια τριών σημείων εις την πόλιν. Οι κομιτατζήδες οδηγούμενοι και βοηθούμενοι και παρ’εγχωρίων Βουλγάρων προέβησαν κατά την νύκτα εκείνην και τας δυο επομένας ημέρας εις συστηματικήν κρεούργησιν των Τούρκων και λεηλασίαν της κινητής αυτών περιουσίας.
Προχωρούντες από οικίας εις οικίαν έφτασαν και εις το τζαμίον. Εκει αφού απεγύμνωσαν όλους και δεινως εκακοποίησαν τας οθωμανίδας, ανετίναξαν με βόμβας το τζαμίον, υπό τα ερείπια του οποίου ετάφησαν όλοι οι εντός αυτού στεγαζομενοι. Εις ουδένα επι απειλή τυφεκισμού επετρέπετο να πλησιάση και ανασύρει εκ των ερειπίων πολλούς ημιθανείς, των οποίων αι οδυνηραί επικλήσεις εξέσχιζον τα καρδίας των ακουόντων».
Οι φόνοι και η λεηλασία εξηκολούθησαν καθ’όλην την νύκτα παρεβιάσθησαν όλαι αι τουρκικαί οικίαι ιδίως δε αι των προκρίτων και των ευπόρων. Αι Οθωμανίδες έγιναν αντικείμενα πάσης ύβρεως και ατιμώσεως, πολλαί δε υπο τα όμματα συζύγων και οικείων, ως συνέβη με το δικηγόρον Τζεμάλ Βέην, οστις υπεχρεώθη να παρακολουθήση την σκηνήν του μαρτυρίου της κόρης του κρατών ανημμένας λαμπάδας.-
Μόνον όσοι Τούρκοι προέλαβον και εζήτησαν άσυλον εις την Μητρόπολιν, τα πλησίον αυτής σχολεία και εις ελληνικάς οικογένειας διέφυγον τον κίνδυνον.
Τας ωμότητας διεπίστωσε και προσωπική επι τόπου άμεσος έρευνα των αξιωματικών του καταπλεύσαντος γαλλικού πολεμικού «Julien de la Graviere» (Εικόνα 4), οι οποίοι έλαβον φωτογραφίας θυμάτων και ερειπίων.

«Εικόνα 4: Το Γαλλικό καταδρομικό Julien de la Graviere»

Μετά τινάς ημέρας ήλθον ανταποκριταί ευρωπαικών εφημερίδων, εν οις ο Μαγκρίνι του «Εσπερινού Ταχυδρόμου» και άλλοι Γάλλοι, οι οποίοι κατήγγειλαν τας θηριωδίας εις τον πεπολιτισμένον κόσμον. Ο Μαγκρίνι υπελόγισεν εις 500 τους κρεουργηθέντας Τούρκους.
Είχε μείνει όρθιος και μετά τας καταστροφάς ταύτας ο μιναρες ενός τζαμίου. Κατεκρήμνισαν και τούτον, το δε τζαμίον μετέβαλον εις εκκλησίαν, όπου ελειτούργει ο Βούλγαρος παπα Θεόδωρος, μέχρι της καταλήψεως της πόλεως υπο του ελληνικού στρατού κατά το θέρος του 1913…».
Πραγματικά ο L. Magrini επισκέφθηκε την πληγωμένη πόλη ως πολεμικός ανταποκριτής του «Σεκολο του Μιλάνου» και έγραψε σε τηλεγράφημα του στις 16 Ιουλίου 1913: «Μετέβην εις Δεδε–Αγατς μετά του Γάλλου Συνταγματάρχου κ. Λεπιντύ. Ηρώτησα τον Μητροπολίτην και τας θρησκευτικάς Αρχάς των Μουσουλμάνων, επίσης τον Γάλλον Υποπρόξενον κ. Τασελά. Η διήγησις αυτών περι των ωμοτήτων των διαπραχθεισών υπό των Βουλγάρων στρατιωτών και Αξιωματικών εμποιεί αλγεινήν εντύπωσιν. «Όταν οι Βούλγαροι κατέλαβον το Δεδέ–Αγατς, μας αφηγείται ο Πρόξενος της Γαλλίας, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες κατέσφαξαν ανα τας οδούς 500 Μουσουλμάνους, εν οις και πολλάς γυναίκας. Επί τέσσερας ημέρας τα πτώματα έμειναν εις τας οδούς και οι Πρόξενοι ηναγκάσθηκαν να επέμβωσι και να σχηματήσωσιν Επιτροπήν , ίνα θάψη τα πτώματα και προληφθή ούτως ο κίνδυνος επιδημίας. Κατά την πρώτην περίοδον της κατοχής οι Μουσουλμάνοι υπέστησαν παντοειδείς βιαιοπραγίας εκ μέρους του Βουλγαρικού στρατού, κατά την δευτέραν περίοδον ήλθεν η σειρά του Ελληνικού πληθυσμού. Από 15 ημερών ο τρόμος επλανάτο επί του Δεδέ –Αγάτς»
Ας δούμε όμως τι έγραψε αργότερα και ο ίδιος ο τότε μητροπολίτης Αίνου και Δεδεαγατς Ιωακείμ που διέμενε στην πόλη όταν εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα: «..επι οκτώ ημέρας σκηναί αφαντάστου φρίκης εξετυλίχθησαν προ των ομμάτων μας…Επί οκτώ ημέρας πλέον των 400 πτωμάτων ευρίσκοντο εγκατεσπαρμενα εις τας οδούς της πόλεως ουδενός τολμώντος να επιληφθεί της ταφής των ή της περισυλλογής αυτών. Εν συνδυασμώ προς τας αγριότητας ταύτας ενηργήθη παρα των αθλίων τούτων γενική ατίμωσις των μουσουλμανίδων πάσης ηλικίας…Τόσον η υπ εμέ μητρόπολις όσον και όλαι αι ελληνικαί οικογένειαι έσπευσαν να προστατεύσωσιν εις τας οικίας των και να περισώσωσι μουσουλμανικάς οικογενείας. Ο περίβολος της ιεράς μητροπόλεως συνεκέντρωσε 3564 μουσουλμάνους και μουσουλμανίδας της πόλεως και των περιχώρων, ους έσωσα εκ της σφαγής και της ατιμώσεως δι’υπερανθρώπων προσπαθειών και με κίνδυνον αυτής της ζωής μου περιφρουρήσας και περιθάλψας αυτούς επι δέκα ημέρας εν τω ως άνω περιβόλω και τη ιερά Μητροπόλει, ως οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι ομολογούσιν….»
Το θέμα πάντως έφτασε και στο Βρετανικό Κοινοβούλιο από τα πρακτικά του οποίου μαθαίνουμε ότι στις 28-1-1913 ο Lieut-Colonel Walter Guinness ερώτησε τον υπουργό των εξωτερικών Εδουάρδο Γκρέυ, (Edward Gray, 1862- 1933), «αν τα ακόλουθα εικαζόμενα γεγονοτα σε σχέση με την κατάληψη του Δεδεαγατς από τους Βούλγαρους έπεσαν στην αντίληψη του, ότι δηλαδή πάνω από 50 σπίτια με τους κατοίκους τους και ένα τζαμί που περιείχε 300 πρόσφυγες ανατινάχθηκαν με δυναμίτη, ότι 3000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά σφάχθηκαν κατά τη διάρκεια 13 ημερών, ότι στο γειτονικό χωριό των Φερών (Ferejik) πάνω από 500 μουσουλμάνοι δολοφονήθηκαν, επίσης αν θα ζητήσει αναφορά από το Βρετανό υποπρόξενο στο Δεδεαγατς και εφόσον αυτές οι δηλώσεις αποδειχθουν αν θα κάνει (ο υπουργός) επείγουσα παράσταση διαμαρτυρίας στη Βουλγαρική κυβέρνηση να βάλει τέλος σε τέτοιου είδους ωμότητες».
Ο Βρετανός υπουργός των εξωτερικών απάντησε διπλωματικά: «Όπως ανέφερα σε προηγούμενη απάντηση στις 9 Ιανουαρίου, οι αναφορές αναφορικά με το σεβασμό των μουσουλμάνων κατοίκων των κατεχόμενων από τους Σέρβους και τους Βούλγαρους περιοχών δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυθεντικές στις λεπτομέρειες. Ενόψει όμως των προσφάτων πληροφοριών που δείχνουν ότι οι αναφορές δεν ήταν χωρίς καμία βάση , προέβην στην ενέργεια που ανέφερα στην από 16 Ιανουαρίου απάντηση μου…Προς το παρόν τίποτα δεν έχω να προσθέσω εκτός από το ότι ο Βούλγαρος Πρωθυπουργός έχει δηλώσει ότι καμία βιαιοπραγία δεν διεπράχθη από τον Βουλγαρικό τακτικό στρατό και ότι κάθε τέτοια ενέργεια από ομάδες βουλγάρων ήταν αντίθετη με τις ισχύουσες οδηγίες του Στρατηγείου».-

«Εικόνα 5: Βούλγαροι κομιτατζήδες»

Στο φύλλο της 2ας Απριλίου 1913 της εφημερίδας της Καινιξβέργης δημοσιεύθηκε η από 24 Μαρτίου (1913) αναφορά Γερμανού ναυτικού για τα προηγηθέντα γεγονότα «…Την Τετάρτην μεσημβρινήν ώρα αφίκοντο αυτόθι 150 κομιτατζήδες. (Εικόνα 5) Εύρον φρουράν τελείως απροετοίμαστον και πλείστους εχθρικώς προς αυτήν διατεθειμένους βοηθούς. Εις τον σταθμόν αντέστησαν αυτοίς τω όντι Τούρκοι στρατιώται καταβληθέντες αμέσως και ήδη κατά την ακμήν της μάχης παρήχθη τρομερά σφαγή, ην ούτε γυναίκες, ούτε παιδία διέφυγον…..»
Στην Αυστραλιανή εφημερίδα «RIVER ARGUS» στο φύλλο της 3-12-1912 αναφέρει σε μετάφραση: «Άγρια αντίποινα. Μια ομάδα από 130 βούλγαρους κομιτατζήδες κατέλαβαν το Δεδεαγατς. Ένας πυροβολισμός από ένα τζαμί με υψωμένη λευκή σημαία είχε ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο αρχηγός των Βουλγάρων και ακολούθησε σφαγή. Το τζαμί κατεδαφίστηκε με βόμβες και η τουρκική συνοικία λεηλατήθηκε ενώ 500 μουσουλμάνοι πυροβολήθηκαν επιτόπου».-
Ποια είναι όμως και η άποψη των Βουλγάρων για το περιστατικό; Ο υπολοχαγός R. Wadham Fisher ο οποίος ήταν βρετανός εθελοντής στο 5ο τάγμα της «Μακεδονικής» Λεγεώνας (κομιτατζήδες) μας πληροφορεί : «μια απότομη μάχη έλαβε χώρα έξω από την πόλη μεταξύ της λεγεώνας και του στρατού του Javer Pacha, οπουδήποτε τα τουρκικά χωριά έδειχναν λευκή σημαία τα στρατεύματα μας απαγορεύονταν να περάσουν μέσα από αυτά. Οι άνδρες μας είχαν ενοχληθεί πολύ από τις αναφορές των βιαιοπραγιών που διεπράχθησαν από τους Τούρκους στους Βουλγάρους δίπλα στην Gumurjina (Κομοτηνή). Μπήκαμε στο Dede-Agatch κάτω από πυρά γύρω στις 9 μ.μ ύστερα από ολοήμερη πορεία και μάχη. Ο Javer Pacha επέμενε να αποσυρθεί στην πόλη και ήμασταν υποχρεωμένοι να τον καταδιώκουμε. Οι σφαίρες εξακολουθούσαν να σφυρίζουν ανάμεσα στους δρόμους, αλλά οι ντόπιοι έλληνες, βγήκαν έξω να μας δείξουν τις θέσεις των τούρκων στρατιωτών. Οι έλληνες φοβόντουσαν μια σφαγή και θεωρούσαν τον ερχομό μας ως σωτηρία τους. Είδα κάτι κατά το ψάξιμο για όπλα ότι κανείς δεν τραυματίσθηκε. Στις 11 μ.μ. λάβαμε διαταγή να αφήσουμε την πόλη και να πορευτούμε σε ένα χωριό 25 χλμ μακριά. Γύρω στους 150 άνδρες έμειναν στην πόλη είτε γιατί δεν έφτασε σε αυτούς η διαταγή είτε γιατί ήταν πολύ εξουθενωμένοι για να την εκτελέσουν. Κανένας αξιωματικός δεν ήταν ανάμεσά τους και είχαν οργανωθεί από έναν στρατιώτη ονόματι Stefan Boichev... Ο Έλληνας επίσκοπος αργότερα δήλωσε ότι ο Stefan Boichev είχε προσφέρει καλές υπηρεσίες στην αποκατάσταση της τάξης. Στις 19 Νοεμβρίου η χαμηλή τάξη των ελλήνων και στρατιώτες άρχισαν από κοινού να λεηλατούν την πόλη. Ένας σοβαρός αριθμός ντόπιων τούρκων αναμφίβολα σκοτώθηκε. Αυτές οι υπερβολές οφείλονται στην απουσία των αξιωματικών.»
Ο βούλγαρος Δήμαρχος του Dede-Agatch, Boris Monchev, επιβεβαίωσε την κατάθεση του Fisher. Ο Monchev πίστευε ότι «δεν σκοτώθηκαν πάνω από 20 τούρκοι» και επέμενε «ότι οι ντόπιοι Αρμένιοι χαμάληδες του λιμανιού έπαιξαν τον κύριο ρόλο στις ταραχές. Υπήρχαν 8000 πρόσφυγες, από τους οποίους όλοι οι άνδρες ήταν οπλισμένοι και είχαν πάρει μέρος στη μάχη έξω από την πόλη μεταξύ 7-9 μ.μ. Ύστερα από την πρώτη καταστροφική βραδιά επιδιώχθηκε να διατηρηθεί η τάξη μέσα στην πόλη από μια επιτροπή που περιλάμβανε τον Έλληνα Επίσκοπο και τον ίδιο (τον Monchev). Οι 142 «μακεδόνες» εθελοντές (κομιτατζήδες) υπάκουσαν στις εντολές τους. Ο βουλγαρικός στρατός επέστρεψε στην πόλη 6 ημέρες μετά στις 25 Νοεμβρίου και η τάξη είχε πλήρως αποκατασταθεί. Το διαβόητο γεγονός της δολοφονίας του Riza Bey, του τούρκου αυτοκρατορικού επιτρόπου της γραμμής του ενωτικού σιδηροδρόμου πρέπει να εξηγηθεί από το γεγονός ότι καθώς τον οδηγούσαν αιχμάλωτο στο σχολείο προσπάθησε να αρπάξει το όπλο ενός εθελοντή και σκοτώθηκε από τον εθελοντή επιτόπου.»
Σύμφωνα πάντως με τον υπολοχαγό Hermenegild Wagner, πολεμικό ανταποκριτή της εφημερίδας «REICHSPOST» στο βιβλίο του «With the victorious Bulgarians», που εκδόθηκε το 1913, μια κολώνα του βουλγαρικού στρατού που κατέβαινε από τη δεξιά όχθη του ποταμού Έβρου συνεπλάκη στις 9 Νοεμβρίου 1912 στο Dede-Agatch με τον τουρκικό στρατό, τον οποίο νίκησε κατά τη διάρκεια της νύχτας και κατέλαβε την πόλη. Επρόκειτο για την τρίτη Βουλγαρική Ταξιαρχία ιππικού με Διοικητή τον στρατηγό Taneff και η μάχη ήταν σκληρή. Από τον Αυστριακό πρίγκιπα Ludwig Windischgraetz που υπηρετούσε στην Ταξιαρχία αυτή μαθαίνουμε από το βιβλίο του «MY MEMOIRS», που εκδόθηκε το 1921, ότι έγινε μια μάχη σώμα με σώμα με χρήση χειροβομβίδων και ότι οι Βούλγαροι αναγκάστηκαν να φύγουν από την πόλη.

«Εικόνα 6: Τραίνο με τούρκους στρατιώτες σε υποχώρηση»

Μια άλλη κολώνα επιτέθηκε στην Gumurjina (Κομοτηνή), όμως ο τουρκικός στρατός κατάφερε να ξεφύγει με τραίνα (Εικόνα 6) και να κατευθυνθεί στις Φέρες, όπου άφησε ισχυρή οπισθοφυλακή, για να καλύψει την υποχώρηση (Εικόνα 7).

«Εικόνα 7: Τούρκοι στρατιώτες υποχωρώντας απο το μέτωπο»

Ο βουλγαρικός στρατός συνέχισε να καταδιώκει τους Τούρκους και έφτασε στις Φέρες, όπου και ήρθε σε επαφή με το βουλγαρικό ιππικό που ενεργούσε από τη δεξιά όχθη του ποταμού Έβρου. Οι τούρκοι από τις Φέρες μετακινήθηκαν στο χωριό Marhamli (θυμαριά) βόρεια του οποίου πήραν θέσεις μάχης. Στις 13 Νοεμβρίου 1912 τα βουλγαρικά στρατεύματα ήρθαν σε επαφή με τους τούρκους κατά των οποίων άνοιξαν πυρ με βαριά πυροβόλα. Η μάχη κράτησε μέχρι τις 2 το μεσημέρι όταν οι τούρκοι ύψωσαν λευκή σημαία και έθεσαν όρους για να διαπραγματευθούν. Τους όρους όμως που έθεσαν δεν δέχτηκαν οι Βούλγαροι και έτσι η μάχη συνεχίστηκε μέχρι τις 2 το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου όταν οι τούρκοι συνειδητοποίησαν τη δύσκολη θέση τους και παραδόθηκαν. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους ήταν ο Mahomed Javer Pasha (Διοικητής του Στρατού του Cirdjali), ο Hamid Bey (αρχηγός του Επιτελείου) και οι συνταγματάρχες Fasil Bey και Emeuf Bey, διοικητές μεραρχιών. Οι εφημερίδες της εποχής (NY TIMES της 30-11-1912 και Povery Bay Herald της 4-12-1912) ανεβάζουν τον αριθμό των αιχμαλώτων σε 8.879 άνδρες, 252 αξιωματικούς και 2 στρατηγούς. Σύμφωνα μάλιστα με τις εφημερίδες η παράδοση οφειλόταν στην έλλειψη εφεδρειών ενώ γινόταν λόγος για τη σκληρή μάχη που είχε προηγηθεί της αιχμαλωσίας των Τούρκων.

«Εικόνα 8: Τουρκοι αξιωματικοί αιχμαλωτοι που στάλθηκαν απο το Διδυμότειχο στα σκαλιά της Ακαδημίας φρουρούμενοι απο Βούλγαρους στρατιώτες»

Οι τελευταίοι στάλθηκαν αρχικά στο Διδυμότειχο και έπειτα στο Δεδεαγατς. (Εικόνες 8, 9), εκτός από τους στρατηγούς που στάλθηκαν στις Σαράντα Εκκλησιές (Kirk Kilisse).

«Εικόνα 9: Τουρκοι αιχμάλωτοι της διαλυθείσας στρατιάς τουJ aver Pasha στο κέντρο της πόλης»

Εντωμεταξύ στις 15 Νοεμβρίου 1912 αποβιβάστηκαν στο Δεδεαγατς με τη βοήθεια μοίρας του Ελληνικού στόλου 13.000 Βούλγαροι στρατιώτες. (Η παραπομπή του Βουλγαρικού στρατού στο ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ στις 15 Νοεμβρίου του 1912.) Η μοίρα έφθασε στο Δεδεαγατς την 5ην πρωινή ώρα. Στο λιμάνι εξακολουθούσε να είναι αγκυροβολημένο το Γαλλικό καταδρομικό «Ζουλιέν δε λα Γκραβιέρ» (JULIEN DE LA GRAVIERE), το οποίο μόλις εισήλθε η μοίρα του Ελληνικού στόλου παρατεταγμένη κατά μέτωπο χαιρέτισε με κανονιοβολισμούς τη σημαία της ναυαρχίδας και μετά από λίγο αναχώρησε. Κάποιος Γάλλος ναυτικός που επέβαινε στο καταδρομικό ονόματι LOYIS έγραψε σε καρτ-ποσταλ που έστειλε από την πόλη μας πρίν αναχωρήσει:
«Προς Δαρδανέλια με μοίρα του Ελληνικού στόλου που περιμένει τα Τουρκικά καράβια. Πιθανόν από εδώ σε μερικές μέρες να πάμε στην Κωνσταντινούπολη. Η χώρα που βρισκόμαστε είναι πολύ ορεινή. Δεν ξέρεις που να χτυπήσεις γιατί είναι γεμάτη παγίδες. Οι τραυματίες έχουν μεταφερθεί σχεδόν όλοι εδώ. Η σημαία του ΕΡΥΘΡΟΎ ΣΤΑΥΡΟΥ κυματίζει παντού στην πόλη. Δεν έχω τίποτε άλλο προς στιγμήν να σου γράψω. Φίλησε για μένα τους BANTE & CHARLES. Σε φιλώ LOUIS.»
Οι αιχμάλωτοι παρέμειναν στην πόλη μας τουλάχιστο μέχρι και το Μάρτιο του 1913 αφού ο γερμανός ναυτικός που είδαμε προηγουμένως στις 24-3-1913 αναφέρει «Ήδη Τούρκοι αιχμάλωτοι και μεταξύ αυτών και αξιωματικοί βοηθούν ως εργάται ανθρακείς, ινα προμηθεύωσι τον βουλγαρικόν στρατόν. Πολλοί πληγωμένοι αποστέλλονται ενταύθα και καθ’εκάστην βλέπει τις νέα νοσοκομεία του ρωσσικού και βουλγαρικού ερυθρού σταυρού…»
Με αίμα δυστυχώς καταγράφηκε στην ιστορία της πόλης μας η απελευθέρωση της από τον Οθωμανικό ζυγό το 1912. Άνοιγε ένα νέο κεφάλαιο, μαύρο και σκοτεινό όμως, γιατί η νέα κατοχή και ο A παγκόσμιος πόλεμος που ακολούθησε ύστερα από λίγο είχαν ως αποτέλεσμα την οικονομική παρακμή της και την ερήμωσή της. Το αρχειακό υλικό εκείνης της περιοδου, φωτογραφίες, εφημερίδες καθώς και αυθεντικές προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα και τα κατέγραψαν στο τύπο της εποχής ή σε βιβλία που εκδόθηκαν στην συνέχεια, αυτό αποδεικνύουν.

ΠΕΤΡΟΣ Γ. ΑΛΕΠΑΚΟΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ

Βιβλιογραφία
1. Report of the International commission to inquire into the causes and conduct of the Balkan wars (1914)
2. ΘΡΑΚΗ ΜΟΡΦΕΣ & ΓΕΓΟΝΟΤΑ 1902-1922, Κ. Παπαθανάση-Μουσιοπουλου, 1991
3. Αναμνήσεις εκ Θράκης 1920-1922, Κ. Γεραγας
4. ΘΡΑΚΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ 1912-1920, Πέτρου Γεωργαντζή
5. With the Turks in Thrace / by Ellis Ashmead-Bartlett, special correspondent of the "Daily telegraph" in collaboration with Seabury Ashmead-Bartlett. London, 1913
6. Η ΘΡΑΚΗ ΥΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗΝ ΔΙΟΙΚΗΣΙΝ, Δημ. Σβολόπουλος (1922).
7. With the victorious Bulgarians, by Hermenegild Wagner, Houghton Mifflin Company (Boston, New York), 1913
8. My memoirs, Windisch-Graetz, 1921
9. αρχείο Εφημερίδων: NY TIMES(30-11-1912), Povery Bay Herald (4-12-1912) Σεκολο του Μιλάνου, «Εσπερινού Ταχυδρόμου, «ΕΜΠΡΟΣ» (14-11-1912), NY TIMES (27-11-1912) «REICHSPOST» και ΧΡΟΝΟΣ (17-11-1912).
10. φωτοαρχείο Γεωργίου Π.Αλεπάκου.

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2010

Οι δυνάμεις της «Entente Cordiale» στο Dedeagatch (Αλεξανδρούπολη) και η συνδρομή του Αμερικάνικου Ερυθρού Σταυρού.

(Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο φύλλο 209 Μάρτιος 2010 της εφημερίδας ‘ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ’)

«Εικόνα 1: Έρημο Δεδέαγατς»

Το 1918 βρήκε το Dedeagatch (σημερινή Αλεξανδρούπολη), να μετράει ακόμα τις πληγές του από τους συμμαχικούς βομβαρδισμούς του 1915 και του 1916. Στην πόλη δεν υπήρχε ούτε ένας Έλληνας καθόσον όλοι οι έλληνες κάτοικοι του είχαν αναγκαστεί από τη Βουλγαρική Διοίκηση να εγκαταλείψουν τις κατοικίες τους. Το λιμάνι ήταν γεμάτο από λείψανα των σκαφών που είχαν βυθιστεί κατά τους βομβαρδισμούς, οι αποθήκες και πολλά δημόσια κτίρια κατεστραμμένα. Ήταν μια έρημος στρατοκρατούμενη από τους Βουλγάρους πόλη (Εικόνα 1 - Χάρτης).
Ο πόλεμος συνεχιζόταν για τέταρτη συνεχή χρονιά. Οι επιτελείς της Entente ήδη από το 1917 άρχισαν να συνειδητοποιούν ότι η στασιμότητα στο δυτικό μέτωπο μόνο με μια συντονισμένη επίθεση στο Βαλκανικό μέτωπο κατά των δορυφόρων των κεντρικών δυνάμεων, δηλαδή της Βουλγαρίας και της Τουρκίας μπορούσε να αντιμετωπιστεί. Το σχέδιο αυτό που ευνοήθηκε από τον βρετανό πρωθυπουργό Lloyd George (Εικόνα 2),

«Εικόνα 2: Ο βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George»

προέβλεπε να χρησιμοποιηθεί το Βαλκανικό μέτωπο για να συντριβούν τα αντιστηρίγματα της Γερμανίας, να δεσμευτούν γερμανικές δυνάμεις στην Ανατολή και να επακολουθήσει εισβολή στην κεντρική Ευρώπη από τα νοτιοανατολικά. Ο Lloyd George έβλεπε επίσης ότι ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχουν βρετανικά στρατεύματα σε μικρή απόσταση από την Κωνσταντινούπολη. Σε μια στρατιωτική σύσκεψη που έγινε στις 3 Αυγούστου 1918 (νέο ημερολόγιο) στις Βερσαλλίες (Versaile) συμφωνήθηκε ότι ενώ δεν έπρεπε να μειωθούν οι προσπάθειες στο μέτωπο της Δυτικής Ευρώπης, έπρεπε να δοθούν στον FRANCHET D’ ESPEREY, αρχιστράτηγο των συμμαχικών δυνάμεων στο μακεδονικό μέτωπο από τον Ιούνιο (Εικόνα 3),

«Εικόνα 3: Ο FRANCHET D’ ESPEREY, αρχιστράτηγος των συμμαχικών δυνάμεων στο μακεδονικό μέτωπο»

οδηγίες να εξαπολύσει μια επίθεση τη στιγμή που θα θεωρούσε αυτός κατάλληλη. Στις 4 Σεπτεμβρίου σε μια σύσκεψη που έγινε στην πρωθυπουργική κατοικία στην Downing Street, ο Lloyd George συμφώνησε να αρχίσει η επίθεση. Έτσι ο FRANCHET D’ ESPEREY, ο οποίος είχε ετοιμαστεί κατάλληλα και είχε αναδιοργανώσει το μέτωπο, εξαπέλυσε συντονισμένη επίθεση στις 14 Σεπτεμβρίου 1918 που διέσπασε τις γραμμές των Γερμανοβουλγάρων και τους έτρεψε σε άτακτη υποχώρηση. Η εχθρική αντίσταση είχε πια σταματήσει. Στις 28 Σεπτεμβρίου, η Βουλγαρία, που βρισκόταν σε κατάσταση εξέγερσης, έστειλε εκπροσώπους της στη Θεσσαλονίκη να διαπραγματευθούν τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Την επομένη, 29 Σεπτεμβρίου 1918, υπογράφηκε ανακωχή. Σύμφωνα με τους όρους του D’ ESPEREY η Βουλγαρία έπρεπε να εγκαταλείψει όλα τα Σερβικά και Ελληνικά εδάφη που εξακολουθούσε να κατέχει ο στρατός της και που μέχρι τότε ισχυριζόταν ότι είναι δικά της. Τα αυστριακά και γερμανικά στρατεύματα έπρεπε να εγκαταλείψουν τη Βουλγαρία, η ίδια να διαλύσει το στρατό της, να παραδώσει τον οπλισμό της και να επιτρέψει τους Συμμάχους να χρησιμοποιούν το έδαφος και τους σιδηροδρόμους της για να συνεχιστεί ο πόλεμος. Οι Βρετανοί μπήκαν στη Σόφια και ο D’ ESPEREY έλπιζε ότι θα του δινόταν η ευκαιρία να χτυπήσει το Δούναβη και να εισβάλει στη Ρουμανία, αλλά οι Βρετανοί επέμεναν να προελάσει ο Άγγλος στρατηγός Milne με στόχο την Κωνσταντινούπολη - σχέδιο που ευνοούσε και ο Foch (Εικόνα 4),

«Εικόνα 4: Ο Foch, ο ανώτατος Διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων»

ο ανώτατος Διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων. Οι Βρετανοί έδιναν μεγάλη σημασία στην ευκαιρία που εμφανιζόταν να τιμωρήσουν την Οθωμανική αυτοκρατορία για την ματωμένη αποτυχία στα Δαρδανέλλια. Στη συμμαχική διάσκεψη που έγινε στις 4 Οκτωβρίου 1918, βρέθηκε μια συμβιβαστική λύση. Μια διεθνής δύναμη που θα την αποτελούσαν κυρίως ελληνικά και βρετανικά στρατεύματα θα βάδιζε εναντίον της Κωνσταντινούπολης υπό την ανώτατη ηγεσία του D’ ESPEREY, αλλά με άμεσο διοικητή τον Milne (Εικόνα 5),

«Εικόνα 5: Ο Άγγλος στρατηγός Milne»

ενώ μια άλλη διεθνής δύναμη που θα περιελάμβανε βρετανικές και ελληνικές δυνάμεις, θα έμενε στην περιοχή του Δούναβη έτοιμη να αναλάβει δράση.
Έτσι ο D’ ESPEREY διέταξε το Άγγλο στρατηγό Milne να συγκεντρώσει μια δύναμη και να τη μεταφέρει στα τουρκικά σύνορα. Η εκστρατευτική δύναμη, που επίσημα ονομάστηκε ως «Ανατολικό Τμήμα των Συμμαχικών Δυνάμεων», σχηματίστηκε στις 6 Οκτωβρίου 1918 και αποτελούνταν από τις 22η, 26η, & 28η Βρετανικές μεραρχίες, την Ιταλική Ταξιαρχία Σικελίας, την 122η γαλλική μεραρχία και το Α Ελληνικό Σώμα με Διοικητή το Στρατηγό Ιωάννου, ενώ επρόκειτο να προστεθούν 2 μεραρχίες από το Σώμα Εθνικής Άμυνας. Οι Βρετανικές μεραρχίες είχαν μειωθεί σε δύναμη ύστερα από τις σκληρές μάχες στη λίμνη Δοιράνη και για το λόγο αυτό είχαν ενισχυθεί με μερικά ινδικά τάγματα, που έφθασαν όμως πολύ αργά για να συμμετέχουν στην επίθεση. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες που διέθεταν οι σύμμαχοι οι πενιχρές δυνάμεις που είχαν οριστεί για την άμυνα της Κωνσταντινούπολης είχαν ενισχυθεί με 4 μεραρχίες από τον Καύκασο και μερικές άλλες από την Ανατολία, ενώ οι Γερμανοί έστελναν στρατεύματα μέσω της Μαύρης θάλασσας. Όμως οι Τουρκικές μονάδες ήταν εξασθενημένες από τις απώλειες των μαχών, τις ασθένειες και πάνω απ’όλα τη λιποταξία και υπολογιζόταν ότι ο συνολικός αριθμός των τουφεκιών δεν ξεπερνούσε τις 12.000 - 15.000. Επιπλέον στα τέλη του Οκτώβρη έγινε γνωστό ότι τα Γερμανικά στρατεύματα ήδη άφηναν τη Θράκη για τη Ρουμανία, πιθανόν για να μεταβούν στο Δυτικό μέτωπο.
Αντικειμενικός σκοπός του νέου συμμαχικού εκστρατευτικού σώματος ήταν ο ακόλουθος: με αιφνιδιαστική κίνηση θα διασχιζόταν ο ποταμός Έβρος (Maritza) και τρία προγεφυρώματα θα εγκαθίσταντο στις όχθες του από τα οποία τρεις επιθετικές ενέργειες θα επιχειρούνταν κατά της Αδριανούπολης, του Πυθίου (Kuleli Burgas) και των Υψάλων αντίστοιχα. Αμέσως μετά ο κύριος όγκος των δυνάμεων του στρατηγού Milne θα έκοβε τον τουρκικό στρατό στα δυο, χωρίζοντας αυτόν στην χερσόνησο της Καλλίπολης και αυτόν στη Θράκη και θα καταλάμβανε τη γραμμή Lule Burgas - Muradli - Ρεδαιστού (Rodosto), ενώ παράλληλα ο συμμαχικός στόλος θα βομβάρδιζε τις εχθρικές δυνάμεις στον κόλπο της Αίνου. Τελικά θα επιτίθονταν στον Ισθμό του Bulair με σκοπό να καταλάβουν όλη την ευρωπαϊκή ακτή των Δαρδανελλίων. Τότε τα πυρά του πυροβολικού θα στρεφόταν κατά των εχθρικών δυνάμεων στην ασιατική ακτή. Αφού καταλαμβανόταν τα Δαρδανέλλια, ο στόλος θα διείσδυε στη θάλασσα του Μαρμαρά απ’όπου θα ήταν εύκολο να επιχειρήσει για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Οι δρόμοι όμως στην Ανατολική Μακεδονία που οδηγούσαν στα τουρκικά σύνορα πρακτικά δεν υπήρχαν. Στην καλύτερη των περιπτώσεων ήταν απλώς λασπόδρομοι (Εικόνα 6) ενώ η σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ Δοϊράνης και Σερρών είχε καταστραφεί.

«Εικόνα 6: Λασπόδρομος στη Μακεδονία»

Σε εφαρμογή του ανωτέρω σχεδίου η 22η Βρετανική Μεραρχία που βρισκόταν στην περιοχή των Σερρών μετακινήθηκε στο Σταυρό της Χαλκιδικής όπου και έφθασε στις 20 Οκτωβρίου 1918. Από εκεί επιβιβάσθηκε στις 25 Οκτωβρίου σε 17 αντιτορπιλικά μεταξύ των οποίων το HMS Alarm (Εικόνα 7) για να μεταφερθεί στο Dedeagatch.

«Εικόνα 7: Tο HMS Alarm»

Η απόβαση θα καλυπτόταν και από ανιχνευτικά. Έχοντας όμως σαλπάρει ο καιρός δεν επέτρεπε την απόβαση και έτσι επέστρεψαν στο Σταυρό. Στις 27 Οκτωβρίου επιβιβάστηκαν ξανά και τελικά αποβιβάστηκαν με επιτυχία στις 28/10/1918 στο Dedeagatch. Δυστυχώς δεν έχουν βρεθεί φωτογραφίες της επιχείρησης γιατί έγινε ταχύτατα και δεν υπήρχε κανένας φωτογράφος στην άδεια πόλη να απαθανατίσει την απόβαση. Η Βρετανική μεραρχία αμέσως άρχισε να κινείται προς τον ποταμό Έβρο με σκοπό τη δημιουργία προγεφυρώματος στα Ύψαλα, το οποίο και εγκατέστησε ενώ ετοιμαζόταν να διασχίσει τον ποταμό και σε άλλα σημεία. Παράλληλα η 122η Γαλλική Μεραρχία, που έφθασε από τη Δράμα έλαβε θέσεις προκαλύψεως από το Σουφλί μέχρι το Αχούρμπεη (σημερινό Χειμώνιο), με αντικειμενικό σκοπό την κατάληψη της σιδηροδρομικής γραμμής Αdrianople - Dedeagatch για την ελεύθερη χρησιμοποίηση της, ενώ στη περιοχή του Mustafa Pasha (Svilengrad) η 26η βρετανική μεραρχία που έφθασε σιδηροδρομικώς από το Ραδομιρ (Radomir) της Βουλγαρίας ήταν έτοιμη για άμεση επέμβαση κατά της Αδριανούπολης (Αdrianople). Σε λιγότερο δηλαδή από 20 ημέρες, παρ’όλες τις δυσκολίες στη μεταφορά των στρατευμάτων, δυο μεραρχίες, οι βρετανικές 26η και 22η και η γαλλική 122η διένυσαν πάνω από 250 μίλια και έλαβαν θέσεις στον ποταμό Έβρο. Για τα δεδομένα της εποχής ήταν αξιοσημείωτο κατόρθωμα (Εικόνα 8).

«Εικόνα 8: Μετακίνηση συμμαχικών στρατευμάτων»

Όμως οι εξελίξεις έτρεχαν πιο γρήγορα. Οι Τούρκοι από το φόβο της επικείμενης επιθέσεως και με το στρατό τους αιχμαλωτισμένο και υποχωρούντα στην Βόρεια Παλαιστίνη και στη Συρία από τις δυνάμεις του στρατηγού Allenby, στις 30 Οκτωβρίου 1918 υπέγραψαν και αυτοί ανακωχή στο Μούδρο της Λήμνου με τον Άγγλο ναύαρχο Κάλθορπ (Calthorpe) ο οποίος ενήργησε εν ονόματι των συμμάχων. Η ανακωχή ανακοινώθηκε στο στράτευμα στις 31 Οκτωβρίου. Η διαταγή για τις επιχειρήσεις από τον ποταμό Έβρο ανεστάλη και η 122η Γαλλική Μεραρχία διατάχθηκε να συγκεντρωθεί στο Dedeagatch απ’όπου θα μεταφέρετο ατμοπλοϊκώς στο Βόσπορο. Η 22η μεραρχία, παρέμεινε περίπου δυο βδομάδες στα τουρκικά σύνορα, αλλά τελικά διατάχθηκε στις 12 Νοεμβρίου να επιβιβαστεί και αυτή για να επιστρέψει στη Δράμα.
Ήδη όμως στις 10 Νοεμβρίου είχε αποβιβαστεί στο Dedeagatch ένα βρετανικό τάγμα (6th Garrison Battalion), με Διοικητή τον ταγματάρχη Charles de Robeck και ανέλαβε αμέσως τη φύλαξη της σιδηροδρομικής γραμμής Κωνσταντινούπολης - Θεσσαλονίκης. Κατά τη διάρκεια του Χειμώνα ο de Robeck ανακλήθηκε πίσω και η διοίκηση πέρασε στον ταγματάρχη E Greenfield. Σύμφωνα με τα στρατιωτικά αρχεία κανένα περιστατικό αξιομνημόνευτο δε συνέβη. Όλα τα καθήκοντα που είχαν επιρροή στο βουλγαρικό πληθυσμό γινόταν με τακτ τόσο από τους αξιωματικούς όσο και από του στρατιώτες και έτσι το τάγμα κέρδιζε όχι μόνο τον έπαινο από τους ανωτέρους αλλά και την ευγνωμοσύνη και το σεβασμό από τους ίδιους του Βουλγάρους. Μάλιστα οι Βρετανοί με την άφιξή τους στην πόλη εγκατέστησαν Βρετανικό Στρατιωτικό Κοιμητήριο (Dedeagatch British Cemetery). Εντύπωση προκαλεί ότι οι 60 θαμμένοι βρετανοί (Εικόνα 9) πέθαναν μετά την ανακωχή της 30ης Οκτωβρίου 1918.

«Εικόνα 9: Ο Harry Haston Clarke οδηγός στη Royal Field Artillery. Age 34»

Η εξήγηση είναι ότι οι περισσότερες απώλειες των συμμαχικών δυνάμεων στο Βαλκανικό μέτωπο οφειλόταν στη δυσεντερία, στην ελονοσία και στη γρίπη. Στο Κοιμητήριο υπάρχουν θαμμένοι και μερικοί Σέρβοι. Πως βρέθηκαν όμως αυτοί εδώ; Στο χώρο της σχολής των Καθολικών Καλογριών οι βρετανικές αρχές εγκατέστησαν ακρωτηριασμένους, τραυματίες και ασθενείς Σέρβους στρατιώτες πριν τον επαναπατρισμό τους. Κάποιοι απ’αυτούς όμως δεν άντεξαν. Παράλληλα άρχισε και ο επαναπατρισμός των βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων. (Εικόνες 10 - 11)

«Εικόνα 10: Ο επαναπατρισμός των βουλγαρικών στρατιωτικών δυνάμεων»

«Εικόνα 11: Βούλγαροι αιχμάλωτοι στο λιμάνι»

Μετά την υπογραφή της ανακωχής εκ μέρους της Βουλγαρίας και την αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων, η Δυτική Θράκη εξακολούθησε να παραμένει υπό την κατοχή της τελευταίας που διατήρησε στρατιωτικές και πολιτικές αρχές. Εγκαταστάθηκε όμως διασυμμαχικός έλεγχος και ολιγάριθμα συμμαχικά στρατεύματα κατέλαβαν τα σπουδαιότερα κέντρα για την εξασφάλιση των συγκοινωνιών και τη φρούρηση της σιδηροδρομικής γραμμής αλλά και τη διατήρηση της τάξεως στις πόλεις και την ύπαιθρο. Τα ανωτέρω στρατιωτικά τμήματα αποτελούνταν από ένα γαλλικό τάγμα, ένα τάγμα Σενεγαλέζων, ένα γαλλικό λόχο και μια βρετανική διμοιρία. Αρχηγός των στρατευμάτων κατοχής ήταν ο Γάλλος συνταγματάρχης Allier (Αλλιέ) με έδρα αρχικώς το Dedeagatch και εν συνεχεία την Ξάνθη και τελικά την Κομοτηνή. (Εικόνα 12)

«Εικόνα 12: Αξιωματικοί του Στρατηγείου της Ανταντ»

Πολλοί εκτοπισμένοι στην ενδοχώρα της Βουλγαρίας έλληνες πρόσφυγες άρχισαν να επιστρέφουν στα σπίτια τους. Τον επαναπατρισμό τους βοήθησε ο Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός ο οποίος με βάση την Καβάλα εγκατέστησε σταθμούς υποδοχής προσφύγων κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής από το Dedeagatch μέχρι το Tyrnovo. Το κύριο έργο τους ήταν η άμεση σωτηρία από το θάνατο όλων όσων επέστρεφαν από τη Βουλγαρία. Και πραγματικά αν δεν τους παρείχαν φαγητό και δεν τους περιέθαλπαν οι περισσότεροι απ’αυτούς θα είχαν χαθεί στο δρόμο από την αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τα προσκωλύματα που τους δημιουργούσαν οι Βούλγαροι που συστηματικά εμπόδιζαν την ασφαλή επιστροφή τους στην Ελλάδα. Στο σταθμό υποδοχής του Dedeagatch υπεύθυνη ορίστηκε η αδελφή - νοσοκόμα Zacca, που μαζί με άλλες δυο αδελφές - νοσοκόμες ήλθαν από την Αθήνα αρχικά στη Δράμα όπου οι βρετανικές αρχές τους έδωσαν τα απαραίτητα έγγραφα και έπειτα με φορτηγό στην πόλη μας. Μάλιστα στο σταθμό υποδοχής του Dedeagatch στέλνονταν από το Tyrnovo όσοι χρειάζονταν περαιτέρω φροντίδα. Και από εκεί ύστερα από καλό φαγητό και ευγενική μεταχείριση στέλνονταν στη Ξάνθη όπου τους παρεχόταν η τελική φροντίδα πριν τον επαναπατρισμό τους στην Ελλάδα. Πολύ σημαντικές είναι οι πληροφορίες που μας δίνει ο γνωστός στην πόλη μας, αφού διετέλεσε πρόξενος σε αυτήν, Α. Χαλκιόπουλος, ως αντινομάρχης πλέον στην Καβάλα στην από 22 - 11 - 1918 αναφορά του προς τους κυβερνητικούς αντιπροσώπους στην Δράμα. Αναφέρει συγκεκριμένα τα όσα του διηγήθηκε ο υπεύθυνος του Αμερικανικού Ερυθρού Σταυρού στη Καβάλα λοχαγός Johnson: «Μόλις λίγες μέρες πριν το τραίνο που έφερε αυτούς τους πρόσφυγες σταμάτησε και άφησε 900 απ’αυτούς 6 χιλιόμετρα από το Dedeagatch (Εικόνα 13), όπου εγκαταλείφτηκαν στην ύπαιθρο και υπέφεραν τρομερά από την έκθεση πολλοί δε απ’αυτούς πέθαναν.

«Εικόνα 13: Πρόσφυγες»

Μετά από την πάροδο κάποιου χρόνου ο Αμερικάνικος Ερυθρός Σταυρός στο
Dedeagatch πληροφορήθηκε τι συνέβη και υποχρέωσε τις βουλγαρικές αρχές να στείλουν ειδικό τραίνο να τους παραλάβει και να τους φέρει στο Dedeagatch όπου φθάσαν τη Δευτέρα το πρωί. Αμέσως τους χορηγήθηκαν φαγητό και φάρμακα και πολλοί απ’αυτούς σωθήκαν από το θάνατο. Ορισμένοι από τους πρόσφυγες άφησαν το τραίνο να βρουν νερό και οδηγήθηκαν στη φυλακή, όμως μεσολάβησαν οι Αμερικανοί και τους απελευθέρωσαν. Οι γυναίκες και τα κορίτσια τοποθετήθηκαν σε ξεχωριστά φορτηγα, όμως Βούλγαροι αξιωματικοί και στρατιώτες έμπαιναν σε αυτά και τις εξόργιζαν. Σχετική παρέμβαση των Αμερικανών είχε ως αποτέλεσμα να τοποθετηθούν Γάλλοι στρατιώτες ως φρουροί σε αυτά τα φορτηγά» Δραματική είναι η εικόνα των προσφύγων που περιγράφεται με τα ακόλουθα λόγια: «Δεν παραλάβαμε άνδρες αλλά σκελετούς. Αυτό δεν είναι τρόπος του λέγειν αλλά πραγματικό γεγονός. Στο Dedeagatch περιθάλψαμε ανθρώπους των οποίων τα πόδια και τα χέρια και όλο το σώμα δεν ήταν τίποτα παρά δέρμα και κόκαλα. Τα πόδια πολλών μικρών παιδιών ήταν νεκρωμένα και παραλυμένα. Από την αδυναμία της πείνας ήταν ανίκανα να σταθούν όρθια. ….» Η κατάσταση ήταν πολύ τραγική: «6 Αγγλίδες νοσοκόμες πέθαναν στο Dedeagatch και θάφτηκαν. Οι νεκροθάφτες δεν είχαν προλάβει να εξαφανιστούν όταν εντελώς γυμνοί και πεινασμένοι πρόσφυγες έσπευσαν να τις ξεθάψουν και να πάρουν τα ρούχα τους. Τέτοια ήταν η ανάγκη τους να καλύψουν τη γύμνια τους!...»
Στις 19 Ιανουαρίου 1919 οι σταθμοί υποδοχής έκλεισαν καθόσον όλοι οι πρόσφυγες είχαν επιστρέψει από τη Βουλγαρία. Ο συνολικός τους αριθμός καταγράφηκε σε 48.000. Η πόλη με τη βοήθεια των επαναπατριζόμενων κατοίκων της άρχισε να κλείνει τις πληγές της και να ατενίζει με αισιοδοξία στο μέλλον. Είχε ακόμα όμως δρόμο μπροστά της (Εικόνα 14).

«Εικόνα 14: Το λιμάνι της πόλης»

ΠΕΤΡΟΣ Γ. ΑΛΕΠΑΚΟΣ

ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ - ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ

Βιβλιογραφία:
1) Persecution of the Greeks in Turkey 1914 - 1918, CONSTANTINOPLE, 1919, Ecumenical Patriarchate
2) Salonica and After the Sideshow That Ended the War, H Collinson Owen, 1919
3) War Record of 4th Battalion King's Own Scottish Borderers,Brown, Sorley, 1920
4) Η Ενοποίηση της Ελλάδας 1770 - 1923, Douglas Dakin, έκδοση ΜΙΕΤ 1989
5) The Macedonian Campaign, Luigi Villari, 1922
6) Regimental Records of the Royal Welch Fusiliers, C. Dudley Ward, 1929
7) Η Καθολική Εκκλησία στη Δυτική Θράκη 1896 - 2006, Ι. Ασημάκης
8) Reports of the American Red Cross Commissions upon their activities in Macedonia, Thrace, Bulgaria, the Aegean Islands and Greece, Oxford University Press 1919
9) History of American Red Cross Nursing Red Cross Un. States.American National Red CrossNursing, 1922
10) φωτογραφικό αρχείο Γ. Αλεπάκου
11) φωτογραφικό αρχείο Πρακτορείου Corbis