(υπ'αριθ.80/2021 τεύχος του περιοδικού ΦΑΡΟΣ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥΠΟΛΗΣ)
Η αποτυχία της διάσκεψης της Κωνσταντινούπολης τον Δεκέμβριο του 1876 και η άρνηση της Πύλης να αποδεχθεί τη διακήρυξη στην οποία κατέληξαν οι μεγάλες δυνάμεις που συμμετείχαν στη διάσκεψη, δηλαδή την αυτονομία της Βοσνίας - Ερζεγοβίνης, την αυτονομία της Βουλγαρίας βορείως του Αίμου και μεταρρυθμίσεις για τους λαούς της Οθωμανικής αυτοκρατορίας καθώς και μαζί οι τουρκικές βιαιότητες εις βάρος των βουλγάρων, έδωσαν την αφορμή στη Ρωσία να κηρύξει στις 12/24 Απριλίου 1877 τον πόλεμο στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Η κήρυξη του πολέμου από τη Ρωσία, καθόρισε σημαντικά τις εξελίξεις στην Ευρώπη και έφερε μια ίλη λογχοφόρων της Πετρουπόλεως στην αρτισύστατη τότε πόλη μας.
Ο πόλεμος ξεκίνησε στην περιοχή της Πλέβνα (σημερινό Πλέβεν
στη βόρεια Βουλγαρία), η οποία αποτελούσε το κλειδί για την είσοδο του ρωσικού
στρατού στο νότιο μέρος της Βαλκανικής χερσονήσου. Το ρωσικό στρατό διοικούσε ο
μέγας δούκας Νικόλαος Νικολαγιεβιτς αδερφός του τσάρου Αλέξανδρου ο Β΄΄
Η αντίσταση του Οθωμανικού στρατού, στον οποίο είχαν προστεθεί βασιβοζούκοι, Κιρκάσιοι, Ζειβέκοι και οπλισμένοι μουσουλμάνοι χωρικοί, δεν ήταν αρκετή για να ανακόψει τη κάθοδο των Ρώσων. Ο πόλεμος ήταν καταστρεπτικός για όλες τις πλευρές. Η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟ - ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» που μεταφράστηκε από τα Γαλλικά από τον Κωνσταντίνο Ε. Λουρέντζη, μας λέει ότι
«εάν οι τούρκοι εισήρχοντο εν τινι χριστιανικώ χωρίω, πάραυτα επυρπόλουν αυτό, αι γυναίκες και τα παιδία εφονεύοντο, εν συντόμω δε η σφαγή είναι εντελής. Ωσαύτως εάν οι χριστιανοί εύρισκον τουρκικόν τι χωρίον εις απόστασιν τινά της μεγάλης οδού η αυτή τύχη επεφυλάσσετο αυτώ χάριν αντεκδικήσεως.»
Το μικρό Δεδεαγατς ήδη από τους πρώτους μήνες του πολέμου λόγω του λιμανιού και του σιδηροδρόμου υποδέχεται τουρκικά στρατεύματα, που προωθούνται στο μέτωπο. Το πρωινό μάλιστα της 19ης Ιουλίου 1877 με έκπληξη είδαν οι λιγοστοί κάτοικοι της πόλης να έχουν συγκεντρωθεί τα πρώτα ατμόπλοια έξω από το μικρό λιμάνι, τα οποία μετέφεραν την μεραρχία του Σουλευμάν πασά (Suleiman Pasha), που επιβιβάστηκε στο Αντίβαρι (σημερινό Antìvari στο Μαυροβούνιο) και ήρθε να ενισχύσει την άμυνα της Αδριανούπολης. Διαβάζουμε σε άρθρο του Νεολόγου της 16/28 Ιουλίου:
«Ο Σουλευμάν πασσάς, ..., αφίκετο την Παρασκευήν εις Δεδεαγάτς μετά πάντων των υπ’αυτόν στρατευμάτων. Αμέσως ήρξατο η αποβίβασις των στρατευμάτων και πολεμικού υλικού από των πλοίων και η δια του σιδηροδρόμου μεταφορά αυτών εις Αδριανούπολιν».
Όμως ο Σουλευμάν πασάς δεν κατόρθωσε να αναχαιτίσει την προέλαση των Ρώσων με αποτέλεσμα έξι μήνες αργότερα, στις 10 Ιανουαρίου 1878, ο στρατηγός Σκόβελεφ (Mikhail Dmitrievich Skobelev) με το επιτελείο του να εισέρχεται στην Αδριανούπολη.
«Ο Στρατηγός ΣΚΟΒΕΛΕΦ.»
Την προηγουμένη, όπως πληροφορούμαστε από Νεολόγο της 10-1-1878, αποχώρησε με κατεύθυνση προς το Δεδεαγατς ο πολιτικός Διοικητής της Αδριανούπολης:
«Η τελευταία αμαξοστοιχία, η προς το Δεδεαγάτς, φέρουσα τον πολιτικόν διοικητήν Δζεμίλ πασσάν και τα αρχεία, απήλθεν εξ Αδριανουπόλεως τη 1ωρ. της πρωίας»
Η προέλαση των Ρώσων προκάλεσε μεγάλο κύμα μουσουλμάνων
προσφύγων, βασιβουζούκων, αθιγγάνων και Κιρκασίων, που εγκατέλειπαν τις εστίες
τους στη Θράκη και κατευθύνονταν στην Κωνσταντινούπολη. Το Δεδεαγατς δέχθηκε
χιλιάδες τέτοιους πρόσφυγες λόγω του λιμανιού του, στο οποίο συνέρρεαν
προκειμένου να διαφύγουν με πλοία που έστελνε η Πύλη: «Χθές κατέπλευσεν
έκτακτον αυστριακόν εκ Τεργέστης, η «Καλυψώ» προσεγγίσαν κατά διαταγήν της
κυβερνήσεως είς Δεδέαγατς και παραλαβόν υπέρ τους δισχιλίους πρόσφυγας.» (Νεολόγος
18-1-1878). Ίσως τότε έγινε και η πρώτη εγκατάσταση αθιγγάνων που παραμένουν
μέχρι και σήμερα.
«Το σήμερον καταπλεύσαν γαλλικόν ατμόπλοιον της εταιρίας «Φραισσινέ» προσεγγίσαν εκ Θεσσαλονίκην, είς Δεδεαγατς και είς Καλλίπολιν, εκόμισε περί τους 1300 πρόσφυγες, τους πάντες σχεδόν μουσουλμάνους εκ Δεδέαγατς. Εκ Θεσσαλονίκης ολίγιστοι επέβησαν του ατμοπλοίου, εκ δε Καλλιπόλεως μόνον η οικογένεια του εκεί πράκτορος της εταιρίας, καθόσον το ατμόπλοιον πλήρες ον δεν ηδύνατο να παραλάβη άλλους. Υπήρχον εν τούτοις πλείστοι όσοι έτοιμοι προς αναχώρησιν. Εκ του ατμοπλοίου εφαίνοντο μακράν επί των υψωμάτων πλήθος φυγάδων «Κιρκασίων» ως υπετέθη, κατερχομένων προς Καλλίπολιν. Πλείστοι πρόσφυγες αφίκοντο σήμερον το πρωί δια του σιδηροδρόμου είς Σιρκετζι ισκελεσί. (Κωνσταντινούπολη)» (Νεολόγος 23-1-1878).
Χαρακτηριστικό ήταν το τηλεγράφημα του Έλληνα υποπροξένου
από το Δεδέαγατς ότι συνεχώς έφταναν βαγόνια γεμάτα από πρόσφυγες και
Κιρκάσιους και υπήρχε φόβος να διασαλευτεί η τάξη. Ως τις 11 Ιανουαρίου του
1878 στην Κωνσταντινούπολη είχαν συγκεντρωθεί 100 χιλιάδες πρόσφυγες,
τρομοκρατημένοι από τους Ρώσους που πλησίαζαν, ενώ σ' όλη τη Θράκη επικρατούσε
χάος, όπως ανέφερε στην έκθεσή του (16-01-1878) ο Έλληνας Υποπρόξενος στο Δεδέαγατς.
Καθώς η προέλαση του Ρωσικού στρατού συνεχιζόταν οι τούρκοι πανικόβλητοι ζήτησαν ανακωχή, η οποία υπογράφτηκε στην Αδριανούπολη την 18η/30η Ιανουαρίου 1878. Η ανακοίνωση όμως της ανακωχής άργησε να φτάσει σε όλες τις ρωσικές μονάδες. Η «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΩΣΣΟ - ΤΟΥΡΚΙΚΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ» αναφέρει:
«Εν τοσούτω επειδή η ανακωχή δια την συνομολόγησιν της οποίας προ δεκαπενθημερίας διεπραγματεύοντο δεν είχεν εισέτι υπογραφή, ο μέγας δούξ Νικόλαος διέταξε τον Σκόβελεφ να εξακολουθήση την επί τα πρόσω πορείαν αυτού. Επομένως ο μεν Στρουκώφ μετά των ιππέων αυτού διηυθύνετο προς την Κωνσταντινούπολι δια της διπλής οδού των Σαράντα Εκκλησιών και του Λουλέ Βουργάς, η δε 2α μεραρχία του ιππικού της φρουράς στηριζομένη υπό μιάς φάλαγγος πεζικού και διοικουμένου υπό του στρατηγού Σνιτνικώφ απεστάλη προς την διεύθυνσιν της Καλλιπόλεως δια των οδών του Διδυμοτείχου και του Ουζούν - κιοπρού. Τη 14/26 Ιανουαρίου του Σνιτνικώφ καταλαβόντος αμφοτέρας τας πόλεις οι κάτοικοι τούτων μωαμεθανοι τε και χριστιανοί παρουσιάζοντο προ των ρώσσων οίτινες απελευθέρουν αυτούς των κιρκασίων προσφέροντες αυτοίς, ως έδει, τον άρτον και το άλας. Εις Ουζούν - Κιοπρού περιήλθεν εις την κατοχήν αυτών απέραντος αποθήκη ζωοτροφιών και διπυρίτου.»
Στην επίθεση αυτή οι Ρώσσοι επιτελικοί επείγονταν να
καταλάβουν το Δεδεαγατς για να χρησιμοποιήσουν τις ατμομηχανές και τα βαγόνια
στις επιχειρήσεις τους:
«Ενώ ο συνταγματάρχης Κουτεινκώφ μετέβαινεν εις την τελευταίαν ταύτην θέσιν (μεταξύ Βααβά - Εσκή και Λουλέ Βουργάς), ίλη τις των λογχοφόρων της Πετρουπόλεως διοικουμένη υπό του λοχαγού Σβέτ απεστάλη εις τον σταθμόν του Παύλου (Πυθίου) κείμενον μεταξύ Λουλέ - Βουργάς και Βουργάς - Κουλεμά ένθα υπήρχε διακλάδωσις τις του σιδηροδρόμου διευθυνομένη δια Διδυμοτείχου και Δεδέαγάτς εις το Αιγαίον. Η ίλη αύτη 75 χιλιόμετρα διανύσασα και καταλαβούσα τον σταθμόν του Παύλου τότε μόνον ηνώθη μετά του συντάγματος οπόταν έμαθον ότι το Λουλέ - Βουργάς περιήλθεν εντελώς εις την εξουσίαν αυτού. Αι δυο αύται εκστρατείαι εντελώς επιτυχούσαι τα μέγιστα ωφέλησαν σύμπαντα τον ρωσσικόν στρατόν διότι ένεκα της κατοχής του Παύλου και του Λουλέ - Βουργάς ούτος έταμεν ολοσχερώς την διακλάδωσιν του Διδυμοτείχου - Δεδέ-Αγάτς καθ ην εποχήν ευρίσκοντο εν τω τελευταίω τούτω σταθμώ 200 σιδηροδρομικαί άμαξαι και 5 ατμάμαξαι αίτινες θα επετάχυνον την μεταφοράν των στρατευμάτων του πυροβολικού, των ζωοτροφιών και πολεμοφοδίων εις τα τελευταία σημεία της επί τα πρόσω πορείας αυτού.»
Έτσι λοιπόν ένα τμήμα του Ρωσικού στρατού που ακολούθησε νοτιοδυτική πορεία έφτασε στο Δεδεαγάτς, το οποίο κατέλαβε την 23η Ιανουαρίου 1878 (παλιό ημερολόγιο). Διαβάζουμε σχετικά σε εφημερίδες της εποχής:
«Νεωτέρων ειδήσεων περί της ανακωχής και της ειρήνης στερούμεθα. Φαίνεται όμως ότι ή δεν εστάλησαν έτι οριστικαί διαταγαί είς πάντα τα ρωσσικά στρατηγεία περί αναστολής των εχθροπραξιών, ή ότι άλλως καθορίζεται εν τη ανακωχή εκτός των ήδη κατεχομένων ή κατοχή και άλλων τινών μερών υπό των ρωσσικών στρατευμάτων. Ούτω φερ΄ ειπείν, οι Ρώσσοι ουδόλως ανέστειλαν την προς το Δεδεαγάτς προέλασιν, τουναντίων δε συντόνως αυτήν εξακολουθήσαντες κατέλαβον χθές την 2 ½ ώραν μ.μ. τον ειρημένον λιμένα. Λέγεται δε προς τούτοις ότι θέλουσι καταλάβει και την Τσατάλδζαν και τα πέριξ.» (Νεολόγος 24/5-2-1878).
«Εκτός της εμφανίσεως των Ρώσσων εις Ορμανλή, έτερον απόσπασμα κατέλαβε την Σηλυβρίαν αφού προσεκάλεσε τον Χεδαχέτ πασσάν να κενώση την πόλιν. Ωσαύτως οι Ρώσσοι, επλησίασαν την παραλίαν εις τα πέριξ της Καλλιπόλεως, όπου και συνέστησαν διαφόρους σταθμούς προς διατήρησιν της ησυχίας και τάξεως, ενώ έτερον απόσπασμα εκ Διδυμοτείχου κατερχόμενον μετέβη εις Δεδέ Αγάτς και κατέσχε 140 αμάξας σιδηροδρομικάς και τρεις ατμαμάξας.» (Βυζαντίς 27-1-1878).
«Η κατάληψις του Δεδεαγάτς εγένετο, φαίνεται, επί τω κυρίω σκοπώ του να καταλάβωσιν εν τω κεντρικώ εκείνω σταθμώ το εκεί συσσωρευθέν υλικόν της εταιρίας συμποσούμενον, ως λέγεται, εις πλείους των 140 σιδηροδρομικών αμαξών μετά πολλών ατμαμαξών. Το υλικόν τούτο τα μέγιστα διευκολύνει τας συγκοινωνίας και τας επισιτίσεις των Ρώσσων. Φαίνεται δε ότι εκείθεν εποιήσαντο προελάσεις τινάς, προς τον κόλπον του Σάρου, όπου λέγεται ότι κατέλαβον παράλια τινα σημεία.» (Νεολόγος 25/6-2-1878).
Μάλιστα γύρω από το Δεδεαγατς οι Ρώσοι κατέλαβαν και πλούσια
λεία που είχαν εγκαταλείψει Κιρκάσιοι από τις λεηλασίες τους στα χριστιανικά
χωριά.
«Καθά πληροφορούμεθα, οι Ρώσσοι κατέλαβον εν τοις πέριξ του Δεδεαγατς 4.000 αμάξας Κιρκασίων περιεχούσας λείας διαφόρους εκ διαρπαγών και λοιπών περιουσιακών κατορθωμάτων προερχομένας,υποτιθεμένας δε ότι προέρχονται εκ των περί την Βιζύην χωρίων. Αι άμαξαι αύται διατελούσι νύν υπό την κατοχήν των Ρώσσων». (Νεολόγος 28/10-2-1878).
Για να δούμε πως ήταν η μικρή πολίχνη αρκεί να διαβάσουμε την έκθεση του Ν. Γεννάδη, Προξένου Αδριανούπολης, στις 17-08-1877, όπου αναφέρεται ότι:
«Το Δεδέαγατς, που είναι και κεφαλή του σιδηροδρόμου, όλως αλίμενον μέρος, είναι αρτισύστατος εμπορική κωμόπολις. Εν αυτή ουδέ οχύρωμα τι, ουδέ στρατιωτική φρουρά υπάρχει. Από Δεδέαγατς εις Αδριανούπολιν φθάνει τις διά του σιδηροδρόμου, διανύοντος 24 χιλιόμετρα ανά πάσαν ώραν, εις 7 ώρας. Υπάρχουσι δ' εν τη γραμμή ταύτη οι εξής σταθμοί: Φερρών, Μπιτικλί (Τυχερό), Σουφλί, Διδυμοτείχου, Κούλελι - Μπουργάζ (Πύθιο), Ουρλί (Θούριο) και Αδριανουπόλεως. Πεζή δε πορεία από Δεδέαγατς εις Αδριανούπολιν εστί 35 ωρών ...».
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι παρά τη στρατηγική του σημασία λόγω
του σιδηροδρόμου και του λιμανιού του, το Δεδεαγατς, όταν το κατέλαβαν οι
Ρώσοι, δεν ήταν παρά ένα μικρό χωριό, το οποίο δεν είχε γίνει ακόμα έδρα σαντζακίου
ούτε είχε μεταφερθεί σε αυτό ή έδρα του μητροπολίτη Αίνου. Όσο μικρό και αν
ήταν κυριαρχούσε όμως το ελληνικό στοιχείο, για το λόγο αυτό οι Ρώσοι αναγνωρίζοντας
το εμπορικό δαιμόνιο και την πολυμάθεια των Ελλήνων κατοίκων της πόλης, η
κοινότητα των οποίων ήταν η πιο εύρωστη, διόρισαν αρχιγραμματέα των τελωνείων
έναν Έλληνα, τον Νικόλαο Βαφειάδη, όπως θα αναφέρουμε παρακάτω. Ο θρύλος λέει
ότι ο πολιτικός διοικητής που διορίστηκε από τους Ρώσους Ιωάννης Φιμερέλλης,
ζήτησε από αυτούς την σύνταξη του πρώτου ρυμοτομικού σχεδίου της. Πρόκειται για
μια ατεκμηρίωτη πληροφορία που σκοντάφτει στην κοινή λογική. Οι Ρώσοι ήρθαν
προσωρινά ως κατακτητές αλλά και αν ακόμα είχαν βλέψεις να μείνουν μόνιμα, το
διάστημα που παρέμειναν εδώ μεσούντος του πολέμου και της γενικότερης
αναστάτωσης σε όλη τη Βαλκανική χερσόνησο δεν υπήρχε προφανώς η ανάγκη
σχεδίασης ρυμοτομικού σχεδίου λόγω αύξησης του πληθυσμού και ανέγερσης
κτισμάτων για την στέγαση του κόσμου ούτε φυσικά θα ανθούσε το εμπόριο την
ταραγμένη εκείνη εποχή. Η Αδριανούπολη και η επαρχία της από την οποία και προς
την οποία γινόταν εξαγωγή των προϊόντων της αλλά και εισαγωγή από το εξωτερικό
προϊόντων αντίστοιχα ήταν υπό Ρωσική κατοχή, οι συγκοινωνίες είχαν παραλύσει,
το μόνο εμπόριο που διεξαγόταν ήταν για τη σίτιση των στρατευμάτων, άμεσο ήταν
το πρόβλημα των προσφύγων, τα στρατεύματα σε επιφυλακή για τυχόν επανάληψη των
εχθροπραξιών και οι ξένες αγορές διέκειντο δυσμενώς απέναντι στη Ρωσία. Τέλος
όταν επανήλθαν οι τούρκοι για ποιο λόγο να θέλουν να κρατήσουν το σχέδιο
ρυμοτομίας των πρώην εχθρών τους; Οι σκέψεις αυτές επιβεβαιώνονται και από την
αλληλογραφία του Γάλλου προξένου στο Δεδεαγατς κατά τη διάρκεια της ρωσικής
κατοχής J. Sapet, που ανακοίνωσε στο πρόσφατο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για
την ιστορία της Αλεξανδρούπολης ο ερευνητής στο Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών
Γεώργιος Κουτζακιώτης. Με τις επιστολές αυτές ο Sapet πληροφορούσε τον
προϊστάμενο του Πρόξενο στην Κωνσταντινούπολη για την ρωσική παρουσία στην
μικρή πόλη μας. Τίποτα δεν αναφέρει για σχέδιο πόλεως. Πιο λογική λοιπόν μου
φαίνεται εξήγηση ότι η επέκταση του αρχικού σχεδίου που είχε γίνει από την
εταιρεία ανατολικών σιδηροδρόμων να έγινε πάλι από την ίδια και πάντως από την
Οθωμανική κυβέρνηση.
Εντωμεταξύ η προέλαση των Ρώσων συνεχιζόταν προς την Κωνσταντινούπολη γεγονός που ανησύχησε τη διεθνή γνώμη και τον ξένο τύπο της εποχής. Έτσι διαβάζουμε:
«Αναφορές από την Κων/πολη λένε ότι ο Suleiman Pasha έφερε πάνω από 30.000 άντρες, ύστερα από απίστευτες ταλαιπωρίες ανάμεσα στα χιονισμένα βουνά της Θράκης. Μια πηγή από την Κων/πολη λέει ότι αναφέρθηκε σήμερα το πρωί εδώ ότι ο κυβερνήτης της Καλλίπολης εγκατέλειψε την πόλη ... Άλλη πηγή από την Κων/πολη στο Reuter’s λέει ότι οι Ρώσοι έχουν φτάσει στην Κεσάνη και αναμένονται να φτάσουν στα περίχωρα της Καλλίπολης το Σάββατο. Λονδίνο 24 Πηγή του Reuter’s από την Κων/πολη αναφέρει ότι ο στόλος που κυβερνάται από τον Manthorpe Bey έχει αναχωρήσει για την Καβάλα να παραλάβει τα στρατεύματα του Suleiman Pasha. Ο μισός στρατός θα μεταφερθεί στην Καλλίπολη και ο άλλος μισός στην Κων/πολη.» (The N.Y. Times 24-1-1878).
Στο Δεδέαγατς πάντως οι Ρώσοι διόρισαν αρχιγραμματέα των τελωνείων τον Νικόλαο Βαφειάδη, ο οποίος συνέτασσε τα τελωνειακά έγγραφα των πλοίων στα ελληνικά και τα σφράγιζε με μια σφραγίδα που έγραφε «Άγιος Νικόλαος»:
«Τα εκ Δεδέ αγάτς απαίροντα πλοία λαμβάνουσι τα τελωνειακά αυτών έγγραφα ελληνιστί συντεταγμένα, και τούτω διότι, ως φαίνεται, τελώνην διώρισαν ένα των εκεί ομογενών, η δε σφραγίς δια της οποίας επικυρούνται ταύτα φέρει τας λέξεις ελληνιστί Άγιος Νικόλαος. Αρχιγραμματέα του εν Δεδέ αγάτς τελωνείου διώρισαν τον εκεί διατρίβοντα κ. Νικόλαον Σ. Βαφειάδην.» (Νεολόγος 8/20-2-1878).
Ο διορισμός τελώνη δείχνει ότι είχε αρχίσει να φαίνεται κάποια εμπορική κίνηση κυρίως για τον επισιτισμό των στρατευμάτων κατοχής, ενόσω καθυστερούσαν οι διαπραγματεύσεις για το μοίρασμα των βαλκανίων στα διπλωματικά σαλόνια. Αυτό καταδεικνύεται και από άρθρο του Νεολόγου στις 26/7-2-1878:
«Το αυτό ατμόπλοιον (της εταιρίας Φραισινέ) αναπλέον προς τα ενταύθα, προσήγγισαν εις Δεδεαγάτς, εκεί ώρθη ολίγον απωτέρω λευκή σημαία, εξήλθεν δε δια λέμβου ο πλοίαρχος εις την ξηράν και επεθεώρησε τα ναυτιλιακά αυτού έγγραφα υπό των ρωσσικών αρχών, αίτινες επεκύρωσαν εν τη θέσει του λιμενάρχου τον τέως τοιούτον. Εκ Δεδέαγάτς το γαλλικόν ατμόπλοιον παρέλαβε δι’ενταύθα φορτίον 600 τόννων, ως και τινας επιβάτας, και επειδή οι Ρώσσοι έλυσαν την υφισταμένην απαγόρευσιν εις την μεταφοράν σιτηρών και ή τινός άλλου, και άλλα πλοία περιλαμβάνουσιν εκ Δεδέαγάτς φορτία, αφήκε δε εκεί εν ατμόπλοιον και δύο ιστιοφόρα φορτόνοντα. Εκ Δεδέαγάτς 40 ρώσσοι στρατιώται και δυο αξιωματικοί επέβησαν πλοίου και διευθύνθησαν εις Αίνον.»
Υπό την πίεση της Μεγάλης Βρετανίας, η Ρωσία αποδέχθηκε μεν
την ανακωχή που προσέφερε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στις 30 Ιανουαρίου 1878,
αλλά συνέχισε να κινείται, όπως αναφέραμε, προς την Κωνσταντινούπολη. Οι
Βρετανοί έστειλαν στόλο από πολεμικά πλοία υπό το Ναύαρχο Sir Geoffrey Thomas
Phipps Hornby για να αποτρέψει τη Ρωσία από την είσοδο στην πόλη, έτσι οι
ρωσικές δυνάμεις σταμάτησαν τελικά στον Άγιο Στέφανο (σημερινό Γιεσίλκιοϊ
Yeşilköy), προάστιο έξω από την Κωνσταντινούπολη.
Αρχικά οι Ρώσοι δεν ήθελαν να αφήσουν το Δεδεαγατς,
αποκτώντας έτσι πρόσβαση στο Αιγαίο, γεγονός βέβαια που προκαλούσε την
αντίδραση των Βρετανών, όπως διαβάζουμε σχετικά στις ξένες εφημερίδες της
εποχής.
«ΑΠΟΣΥΡΣΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΒΟΣΠΟΡΟ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΑΠΟΣΥΡΣΗΣ ΣΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΑΠΟ
ΑΔΡΙΑΝΟΥΠΟΛΗ ΣΤΟ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ»
Πηγή του Reuter’s από την Κων/πολη ανακοίνωσε ότι ο
Στρατηγός Todleben πρόκειται να αποσυρθεί στη γραμμή της Tchataldja, αφήνοντας
μια μικρή δύναμη στον Αγιο Στέφανο. Οι Ρώσοι προτείνουν να τραβηχτούν πίσω από
τη γραμμή μεταξύ Δεδεαγατς και Αδριανούπολης εφόσον ο Βρετανικός στόλος
αποσυρθεί την ίδια στιγμή.» (The N.Y. Times 8-5-1878).
Οι διαπραγματεύσεις για την ειρήνη κρατούσαν πολύ, αφού από
τον Άγιο Στέφανο το επίκεντρο της διεθνούς διπλωματίας μεταφέρθηκε τον Ιούνιο
του 1878 στο Βερολίνο όπου οι μεγάλες δυνάμεις προσπαθούσαν να περιορίσουν τα
κέρδη της Ρωσίας από την συνθήκη του Αγίου Στεφάνου.
Η δράση βουλγάρων κομιτατζήδων και ιδίως του Πέτκο (Petko Kirkov Петко Кирков) γνωστού ως Petko Voyvoda (Капитан Петко Войвода) (1844-1900) και οι βιαιοπραγίες τους προς τους εναπομειναντες μουσουλμανικούς πληθυσμούς ενόχλησαν τον ξένο τύπο και ανάγκασαν τους Ρώσους να πάρουν κάποια μέτρα:
«Πληροφορίες από την Κων/πολη παρουσιάζουν ότι οι Βούλγαροι σε όλη τη Ρούμελη έχουν διαπράξει τρομερές γενοκτονίες σε Μουσουλμάνους. Ο Στρατηγός Todleben έχει διατάξει έντονα μέτρα για την τήρηση της τάξης. Τρεις Βούλγαροι που συνελήφθησαν με κόκκινα χέρια, εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες στο Δεδεαγατς.» (The N.Y. Times 9-6-1878).
«ΑΔΕΛΦΙΚΗ ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΣΥΜΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ ΤΗΣ ΤΡΙΤΗΣ ΜΕΡΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ 9ου ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΣΤΑΡΟΙΝΓΕΡΜΑΝ ΛΑΝΣΚΙ ΤΡΙΑΝΤΑ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΠΕΣΑΝ ΧΤΥΠΗΜΕΝΟΙ ΑΠΟ ΤΗ ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΟΥ ΤΥΦΟΥ ΚΟΝΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΤΟΥ ΔΕΔΕΑΓΑΤΣ ΤΗΝ 1ην ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ 1878»
Τελικά αφού
υπογράφηκε η Συνθήκη του Βερολίνου (1 Ιουλίου / 13 Ιουλίου 1878) τα ρωσικά
στρατεύματα αρχίζουν σταδιακά να αποχωρούν από την Θράκη και επανέρχονται οι
Οθωμανικές αρχές.
Από το Δεδέαγατς αποχώρησαν στις 25-9/7-10 1878 σύμφωνα με δημοσίευμα του Νεολόγου της 29-9-1878:
«Γράφουσιν ημίν εκ Δεδε αγάτς τη 25/7 οκτωβρίου. Χθές κατέπλευσεν εις τον λιμένα ημών οθωμανικόν θωρηκτόν, φέρον 150 στρατιώτας, καταλαβόντας τον τόπον των Ρώσσων, οίτινες ήρξαντο αναχωρούντες αυθημερόν. Την εσπέραν της χθές πολλοί αξιωματικοί Ρώσσοι και Τούρκοι συνευθύμησαν. Λέγεται ότι οι Ρώσσοι προπίνοντες, ηύχοντο υπέρ του αναμενομένου αγγλορωσσικού πολέμου. Σήμερον ανεχώρησε και ο επίλοιπος ρωσσικός στρατός. Ήδη το Δεδέ αγάτς κατελήφθη υπό των τουρκικών δυνάμεων.» (Νεολόγος 29-9-1878).
Η μικρή μας πόλη στα πρώτα εκείνα βήματα του ιστορικού της
βίου έζησε από κοντά για πρώτη φορά το δράμα του πολέμου. Οι πρώτοι εκείνοι
κάτοικοι ίσως αντελήφθησαν ότι ήταν αδύνατο πια να αποφύγουν τους πολέμους που
θα ακολουθούσαν, όσο η πόλη τους βρίσκονταν στην οριογραμμή μεταξύ Ανατολής και
Δύσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου